Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 23 στ. 811-897
Είπε, κι ο μέγας Αίας πετάχτηκεν, ο γιος του Τελαμώνα,
μαζί πετάχτη κι ο λιοντόκαρδος γιος του Τυδέα Διομήδης.
Κι ως αρματώθηκαν, καθένας τους μες στους δικούς του, εβγήκαν
εκεί στη μέση, και λαχτάριζαν κι οι δυο τους να παλέψουν
αγριοκοιτάζοντας, και σάστιζαν θωρώντας όλοι οι Αργίτες. 815
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του αλλού χιμώντας,
τρεις πήρανε φορές τ᾽ απίδρομο και τρεις ξανά εζυγώσαν.
Τον βρήκε ο μέγας Αίας στ᾽ ολόκυκλο σκουτάρι τότε, ωστόσο
δε φτάνει στο κορμί, τι ο θώρακας τον φύλαγε από μέσα.
Κι ο άλλος ζητούσε με τ᾽ ολάστραφτο κοντάρι να του ρίξει, 820
πιο πάνω απ᾽ το τρανό σκουτάρι του, πα στο λαιμό αν τον έβρει.
Κι οι Αργίτες για τον Αίαντα τρόμαξαν, κι ευτύς να σταματήσουν
φωνάζουν, το βραβείο να πάρουνε στα δυο χωρίζοντάς το.
Μα το σπαθί με το θηκάρι του και το καλοκομμένο
λουρί του στου Τυδέα σιμώνοντας το γιο ο Αχιλλέας το δίνει. 825
Δίσκο ο Αχιλλέας χυμένο, αδούλευτο μετά πιθώνει κάτω,
που ο δυνατός Ηετίωνας άλλοτε τον έριχνε, όσο ζούσε·
μα σύντας ο Αχιλλέας ο γρήγορος τον σκότωσε, του πήρε
κι αυτό το δίσκο στα καράβια του μαζί με το άλλο βιος του.
Ορθός στη μέση τότε στέκοντας φωνάζει στους Αργίτες: 830
«Σκωθείτε εσείς που θα παλέψετε και τον αγώνα ετούτον!
τι όσο μακριά και να σου απλώνουνται τα καρπερά χωράφια,
θά ᾽χεις να παίρνεις στην ανάγκη σου και πέντε χρόνια αράδα
από το δίσκο αυτό· το σίδερο βοσκάρης γιά ζευγάς σου
ποτέ δε θα το πει πως τού ᾽λειψε κι έχει να πάει στη χώρα.» 835
Είπε, κι ευτύς απάνω ο αντρόψυχος πετάχτη Πολυποίτης,
πετάχτη κι ο Λιοντέας ο ισόθεος με την ακράτη ορμή του,
κι ο Επειός ο αρχοντογέννητος κι ο Αίας του Τελαμώνα.
Κι ως στάθηκαν γραμμή, στα χέρια του παίρνει ο Επειός το δίσκο
και τον πετάει με ορμή· και ξέσπασαν οι Δαναοί στα γέλια. 840
Δεύτερος πάλε ο πολεμόχαρος τον έριξε Λιοντέας·
τρίτος ο μέγας Αίας τον πέταξεν, ο γιος του Τελαμώνα,
με χέρι δυνατό, και πέρασε των άλλων τα σημάδια.
Όμως στερνός το δίσκο ο αντρόψυχος σαν πήρε Πολυποίτης,
όσο ο βουκόλος την αγκλίτσα του την απολυταρίχνει, 845
και μέσα αυτή πετάει σβουρίζοντας στα βόδια που βοσκούνε,
τόσο το αλώνι ακέριο επέρασε που ερίχναν, κι όλοι εσύραν
φωνή. Κι οι σύντροφοι πετάχτηκαν του γαύρου Πολυποίτη
κι εφέραν το βραβείο στου ρήγα τους τα βαθουλά καράβια.
Σίδερο τότε βαθυγάλαζο για τους δοξαρομάχους 850
πιθώνει, δέκα μονοπέλεκα, διπλά πελέκια δέκα,
και γαλαζόπλωρου πλεούμενου στυλώνει το κατάρτι
μακριά στον άμμο· απάνω τρέμουλη μια περιστέρα δένει
μ᾽ ένα ψιλό σκοινί απ᾽ το πόδι της, και βάζει τη σημάδι:
«Όποιος σας τώρα εκεί την τρέμουλη χτυπήσει περιστέρα, 855
όλα ας τα πάρει για το σπίτι του τα δίκοπα πελέκια.
Μ᾽ αν το πουλί κανείς λαθεύοντας βρει το σκοινί μονάχα,
θα πάρει αυτός τα μονοπέλεκα, τι δε φελά ως ο πρώτος.»
Είπε, κι ο Τεύκρος ο λιοντόκαρδος ασκώθη ευτύς ο ρήγας,
μετά κι ο αρχοντικός ο σύντροφος του Ιδομενέα Μηριόνης. 860
Ρίχνουν τους κλήρους, μες σε χάλκινο ταρακουνούν τους κράνος,
κι όπως του Τεύκρου ο κλήρος έλαχε, σαϊτεύει εκείνος πρώτος
γοργά με δύναμη, κι ουδ᾽ έταξε στο βασιλιά το Φοίβο
αρνιά πολλά μονοχρονίτικα στη χάρη του να σφάξει·
και το πουλί λαθεύει ―ο Απόλλωνας του αρνήθη αυτή τη χάρη― 865
και το σκοινί μονάχα επέτυχε, που τού ᾽δενε το πόδι.
Κι ως η πικρή σαγίτα τό ᾽κοψε στα δυο, το περιστέρι
στον ουρανό χιμίζει λεύτερο, και το σκοινί στο χώμα
κρεμάει λασκάροντας, και χούγιαξαν ευτύς οι Αργίτες όλοι.
Γοργά ο Μηριόνης τότε του άρπαξε το τόξο από τα χέρια, 870
τι εκράταε κιόλα τη σαγίτα του, σαν έριχνεν εκείνος.
Αμέσως κάνει στον Απόλλωνα το μακρορίχτη τάμα,
αρνιά πολλά μονοχρονίτικα στη χάρη του να σφάξει.
Θωράει ψηλά, κάτω απ᾽ τα σύγνεφα, την τρέμια περιστέρα,
κι ως γύρους έφερνε, τη χτύπησε στη φτέρουγα από κάτω. 875
Πέρα μεριά η σαγίτα εδιάβηκε, και πίσω στου Μηριόνη
το πόδι ομπρός γυρνώντας μπήχτηκε στη γη· κι η περιστέρα
στου γαλαζόπλωρου πλεούμενου καθίζει το κατάρτι·
με το λαιμό γερμένο αρχίνησε να σιγοφτερακίζει,
μα γρήγορα η ζωή τής κόπηκε κι αλάργα πάει και πέφτει· 880
κι όλοι που εθώρουν τότε εθάμαξαν και μείναν σαστισμένοι.
Μαζί τα δέκα διπλοπέλεκα παίρνει ο Μηριόνης τότε,
κι ο Τεύκρος τα μονά, και στ᾽ άρμενα τα βαθουλά τα πάνε.
Τότε ο Αχιλλέας ευτύς μακρόισκιωτο κοντάρι λέει και φέρνουν
και πλουμιστό λεβέτι αγκίνιαστο, που θ᾽ άξιζε ένα βόδι, 885
σε όλους μπροστά, κι ευτύς ασκώθηκαν τρανοί κονταρομάχοι,
ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας, ο μέγας γιος του Ατρέα,
μαζί του κι ο αντρειωμένος σύντροφος του Ιδομενέα Μηριόνης.
Μα τότε ο αρχοντικός, γοργόποδος τους μίλησε Αχιλλέας:
«Υγιέ του Ατρέα, το ξέρουμε όλοι μας ο πιο τρανός πως είσαι, 890
κι απ᾽ όλους πρώτος και στη δύναμη και στ᾽ άρματα λογιέσαι.
Γι᾽ αυτό και το βραβείο μου παίρνοντας, στα βαθουλά καράβια
πήγαινε τώρα, και θα δώσουμε, φτάνει να θέλεις ―χάρη
κι εγώ σου το ζητώ― το χάλκινο κοντάρι στο Μηριόνη.»
Είπε, κι ο μέγας Αγαμέμνονας εσύγκλινε στο λόγο· 895
πήρε ο Μηριόνης το μακρόισκιωτο κοντάρι, κι ο ρηγάρχης
στον κράχτη του Ταλθύβιο τ᾽ όμορφο βραβείο που πήρε δίνει.
Ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δ᾽ ἔπειτα μέγας Τελαμώνιος Αἴας,
ἂν δ᾽ ἄρα Τυδεΐδης ὦρτο, κρατερὸς Διομήδης.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν ἑκάτερθεν ὁμίλου θωρήχθησαν,
ἐς μέσον ἀμφοτέρω συνίτην μεμαῶτε μάχεσθαι,
δεινὸν δερκομένω· θάμβος δ᾽ ἔχε πάντας Ἀχαιούς. 815
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
τρὶς μὲν ἐπήϊξαν, τρὶς δὲ σχεδὸν ὁρμήθησαν.
ἔνθ᾽ Αἴας μὲν ἔπειτα κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην
νύξ᾽, οὐδὲ χρό᾽ ἵκανεν· ἔρυτο γὰρ ἔνδοθι θώρηξ·
Τυδεΐδης δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα ὑπὲρ σάκεος μεγάλοιο 820
αἰὲν ἐπ᾽ αὐχένι κῦρε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκῇ.
καὶ τότε δή ῥ᾽ Αἴαντι περιδείσαντες Ἀχαιοὶ
παυσαμένους ἐκέλευσαν ἀέθλια ἶσ᾽ ἀνελέσθαι.
αὐτὰρ Τυδεΐδῃ δῶκεν μέγα φάσγανον ἥρως
σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι. 825
Αὐτὰρ Πηλεΐδης θῆκεν σόλον αὐτοχόωνον,
ὃν πρὶν μὲν ῥίπτασκε μέγα σθένος Ἠετίωνος·
ἀλλ᾽ ἤτοι τὸν πέφνε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς,
τὸν δ᾽ ἄγετ᾽ ἐν νήεσσι σὺν ἄλλοισι κτεάτεσσι.
στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν· 830
«ὄρνυσθ᾽ οἳ καὶ τούτου ἀέθλου πειρήσεσθε.
εἴ οἱ καὶ μάλα πολλὸν ἀπόπροθι πίονες ἀγροί,
ἕξει μιν καὶ πέντε περιπλομένους ἐνιαυτοὺς
χρεώμενος· οὐ μὲν γάρ οἱ ἀτεμβόμενός γε σιδήρου
ποιμὴν οὐδ᾽ ἀροτὴρ εἶσ᾽ ἐς πόλιν, ἀλλὰ παρέξει.» 835
Ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δ᾽ ἔπειτα μενεπτόλεμος Πολυποίτης,
ἂν δὲ Λεοντῆος κρατερὸν μένος ἀντιθέοιο,
ἂν δ᾽ Αἴας Τελαμωνιάδης καὶ δῖος Ἐπειός.
ἑξείης δ᾽ ἵσταντο, σόλον δ᾽ ἕλε δῖος Ἐπειός,
ἧκε δὲ δινήσας· γέλασαν δ᾽ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοί. 840
δεύτερος αὖτ᾽ ἀφέηκε Λεοντεύς, ὄζος Ἄρηος·
τὸ τρίτον αὖτ᾽ ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας,
χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ σόλον εἷλε μενεπτόλεμος Πολυποίτης,
ὅσσον τίς τ᾽ ἔρριψε καλαύροπα βουκόλος ἀνήρ, 845
ἡ δέ θ᾽ ἑλισσομένη πέτεται διὰ βοῦς ἀγελαίας,
τόσσον παντὸς ἀγῶνος ὑπέρβαλε· τοὶ δὲ βόησαν.
ἀνστάντες δ᾽ ἕταροι Πολυποίταο κρατεροῖο
νῆας ἔπι γλαφυρὰς ἔφερον βασιλῆος ἄεθλον.
Αὐτὰρ ὁ τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, 850
κὰδ δ᾽ ἐτίθει δέκα μὲν πελέκεας, δέκα δ᾽ ἡμιπέλεκκα,
ἱστὸν δ᾽ ἔστησεν νηὸς κυανοπρῴροιο
τηλοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ἐκ δὲ τρήρωνα πέλειαν
λεπτῇ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός, ἧς ἄρ᾽ ἀνώγει
τοξεύειν· «ὃς μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν, 855
πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκόνδε φερέσθω·
ὃς δέ κε μηρίνθοιο τύχῃ, ὄρνιθος ἁμαρτών,
ἥσσων γὰρ δὴ κεῖνος, ὁ δ᾽ οἴσεται ἡμιπέλεκκα.»
Ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δ᾽ ἔπειτα βίη Τεύκροιο ἄνακτος,
ἂν δ᾽ ἄρα Μηριόνης, θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος. 860
κλήρους δ᾽ ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον ἑλόντες,
Τεῦκρος δὲ πρῶτος κλήρῳ λάχεν· αὐτίκα δ᾽ ἰὸν
ἧκεν ἐπικρατέως, οὐδ᾽ ἠπείλησεν ἄνακτι
ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην.
ὄρνιθος μὲν ἅμαρτε· μέγηρε γάρ οἱ τό γ᾽ Ἀπόλλων· 865
αὐτὰρ ὁ μήρινθον βάλε πὰρ πόδα, τῇ δέδετ᾽ ὄρνις·
ἀντικρὺ δ᾽ ἀπὸ μήρινθον τάμε πικρὸς ὀϊστός.
ἡ μὲν ἔπειτ᾽ ἤϊξε πρὸς οὐρανόν, ἡ δὲ παρείθη
μήρινθος ποτὶ γαῖαν· ἀτὰρ κελάδησαν Ἀχαιοί.
σπερχόμενος δ᾽ ἄρα Μηριόνης ἐξείρυσε χειρὸς 870
τόξον· ἀτὰρ δὴ ὀϊστὸν ἔχεν πάλαι, ὡς ἴθυνεν.
αὐτίκα δ᾽ ἠπείλησεν ἑκηβόλῳ Ἀπόλλωνι
ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην.
ὕψι δ᾽ ὑπὸ νεφέων εἶδε τρήρωνα πέλειαν·
τῇ ῥ᾽ ὅ γε δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος βάλε μέσσην, 875
ἀντικρὺ δὲ διῆλθε βέλος· τὸ μὲν ἂψ ἐπὶ γαίῃ
πρόσθεν Μηριόναο πάγη ποδός· αὐτὰρ ἡ ὄρνις
ἱστῷ ἐφεζομένη νηὸς κυανοπρῴροιο
αὐχέν᾽ ἀπεκρέμασεν, σὺν δὲ πτερὰ πυκνὰ λίασθεν.
ὠκὺς δ᾽ ἐκ μελέων θυμὸς πτάτο, τῆλε δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ 880
κάππεσε· λαοὶ δ᾽ αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε.
ἂν δ᾽ ἄρα Μηριόνης πελέκεας δέκα πάντας ἄειρε,
Τεῦκρος δ᾽ ἡμιπέλεκκα φέρεν κοίλας ἐπὶ νῆας.
Αὐτὰρ Πηλεΐδης κατὰ μὲν δολιχόσκιον ἔγχος,
κὰδ δὲ λέβητ᾽ ἄπυρον, βοὸς ἄξιον, ἀνθεμόεντα 885
θῆκ᾽ ἐς ἀγῶνα φέρων· καί ῥ᾽ ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν·
ἂν μὲν ἄρ᾽ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων,
ἂν δ᾽ ἄρα Μηριόνης, θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
«Ἀτρεΐδη· ἴδμεν γὰρ ὅσον προβέβηκας ἁπάντων 890
ἠδ᾽ ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος·
ἀλλὰ σὺ μὲν τόδ᾽ ἄεθλον ἔχων κοίλας ἐπὶ νῆας
ἔρχευ, ἀτὰρ δόρυ Μηριόνῃ ἥρωϊ πόρωμεν,
εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλοις· κέλομαι γὰρ ἔγωγε.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων· 895
δῶκε δὲ Μηριόνῃ δόρυ χάλκεον· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως
Ταλθυβίῳ κήρυκι δίδου περικαλλὲς ἄεθλον.