Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 23 στ. 740-810
Βραβεία καινούργια για το τρέξιμο τότε ο Αχιλλέας πιθώνει, 740
καλόφτιαστο κροντήρι ολάργυρο, που εχώραε λίτρες έξι,
κι άλλο, στη γης ακέρια αν έψαχνες, τη χάρη του δεν είχε.
Μαστόροι ξακουστοί το δούλεψαν με τέχνη, απ᾽ τη Σιδώνα,
και Φοίνικες το φέραν σκίζοντας το ανταριασμένο κύμα,
κι ως στο λιμάνι αράξαν φτάνοντας, στο Θόαντα το χαρίσαν. 745
Κι ήταν αυτό που ο γαύρος Πάτροκλος είχε απ᾽ τον Εύνηο πάρει
για του Λυκάονα το ξαγόρασμα, του γιου του Πρίαμου, τότε.
Τώρα ο Αχιλλέας βραβείο στου ακράνη του το απίθωνε το ξόδι,
για να το πάρει ο πιο αλαφρόποδος απ᾽ όλους στον αγώνα.
Και βάζει βόδι για το δεύτερο, τρανό, καλοθρεμμένο, 750
κι ακόμα για τον τρίτο τάλαντο μισό χρυσάφι βάζει.
Ορθός στη μέση τότε στέκοντας φωνάζει στους Αργίτες:
«Σκωθείτε εσείς που θα παλέψετε και τον αγώνα ετούτον!»
Είπε, κι ο γιος του Οιλέα πετάχτηκε μεμιάς ο γοργοπόδης,
μετά ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος, κι ο Αντίλοχος ξοπίσω, 755
ο γιος του Νέστορα, απ᾽ τους νιότερους ο πιο γερός στα πόδια.
Κι ως πήραν θέση, το ακροσήμαδο τους έδειξε ο Αχιλλέας.
Κι απ᾽ το σημάδι όπως ξεκίνησαν, ο γιος του Οιλέα σε λίγο
τραβούσε πρώτος, και ξοπίσω του χιμούσεν ο Οδυσσέας
κοντά κοντά του. Πώς στης όμορφης το στήθος ανυφάντρας 760
κοντοζυγώνει το ξυλόχτενο, καθώς το κρούει με βιάση,
το υφάδι απ᾽ το στημόνι ανάμεσα περνώντας, κι ως το στήθος
το φέρνει· τόσο λίγο πίσω του δρομούσε κι ο Οδυσσέας
στ᾽ αχνάρια του πατώντας, γύρα τους πριν κατακάτσει η σκόνη,
χύνοντας πίσω την ανάσα του στην κεφαλή του απάνω, 765
γοργά δρομώντας πάντα· κι έσερναν φωνές οι Αργίτες όλοι
και τον γκαρδιώναν, όπως έτρεχε τη νίκη λαχταρώντας.
Ξάφνου ο Οδυσσέας, εκεί που εδρόμιζαν κι ήταν κοντά να φτάσουν,
τη γλαυκομάτα ανακαλέστηκε την Αθηνά στο νου του:
«Άκου, θεά, και δράμε, δύναμη στα πόδια να μου δώσεις!» 770
Αυτά ειπε, κι η Αθηνά τού επάκουσε την προσευκή η Παλλάδα,
και το κορμί του κάνει ανάλαφρο, χέρια ψηλά και πόδια·
και σύντας λίγο πια τους έλειπε πα στο βραβείο να πέσουν,
ο γαύρος Αίας δρομώντας γλίστρησε ―τον ζάβωσε η Παλλάδα―
κει που η σβουνιά απ᾽ τα βόδια απλώνουνταν τα βαριομουγκαλάτα, 775
πού ᾽χε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος στον Πάτροκλο σφαγμένα,
και γιόμωσαν σβουνιές το στόμα του και τα ρουθούνια ολούθε.
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυβάσανος ασκώνει το κροντήρι,
πρώτος ως έφτασε· πήρε έπειτα κι ο γαύρος Αίας το βόδι,
στάθη το βόδι από τα κέρατα κρατώντας το θρεμμένο, 780
και τις σβουνιές με βιάση φτύνοντας φωνάζει στους Αργίτες:
«Ωχού, η θεά και πώς μου μπέρδεψε τα πόδια, αυτή που πάντα
ίδια μητέρα παραστέκοντας τον Οδυσσέα συντρέχει!»
Αυτά ειπε, κι όλοι τότε γέλασαν καλόκαρδοι μαζί του.
Και παίρνει ο Αντίλοχος τ᾽ ολόστερνο βραβείο μαθές στα χέρια 785
χαμογελώντας, κι έτσι μίλησε μες στους Αργίτες κι είπε:
«Θα σας το πω, κι ας το κατέχετε κι ατοί σας όλοι, φίλοι:
Τους γεροντότερους οι αθάνατοι τιμούν και τώρα ακόμα·
τι αν είναι λίγο ο Αίας τρανότερος απ᾽ ό,τι εγώ, μα τούτος
λογιέται μιας γενιάς που πέρασε κι ανθρώπων που περάσαν· 790
τον παίρνουν λένε τα γεράματα· μα δεν μπορεί κανένας
να παραβγεί μ᾽ αυτόν στο τρέξιμο, ξον ο Αχιλλέας μονάχα.»
Τέτοια μιλούσε, το γοργόποδο γιο του Πηλέα τιμώντας.
Τότε ο Αχιλλέας γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά τού δίνει:
«Ο λόγος σου καλός, Αντίλοχε, δεν πάει χαμένος, όχι, 795
τι εγώ μισό από πάνω τάλαντο χρυσάφι θα σου βάλω.»
Είπε και τό ᾽δωσε· χαρούμενος στα χέρια αυτός το δέχτη.
Τότε ο Αχιλλέας ευτύς μακρόισκιωτο κοντάρι λέει και φέρνουν
και το πιθώνει ομπρός στη σύναξη, και κράνος και σκουτάρι,
την ώρια αρμάτα πού ᾽χε ο Πάτροκλος του Σαρπηδόνα γδύσει. 800
Ορθός στη μέση τότε στέκοντας φωνάζει στους Αργίτες:
«Άντρες για τούτα δυο ας φωνάξουμε, τους πιο παλικαράδες,
ν᾽ αρματωθούν, χαλκό στα χέρια τους ν᾽ αδράξουν σαρκοκόφτη,
κι εδώ να βγούν μπροστά στη σύναξη, να χτυπηθούν οι δυο τους.
Κι όποιος αγγίξει πρώτος τ᾽ όμορφο του άλλου κορμί και φτάσει 805
κάπως πιο μέσα, την αρμάτα του περνώντας και το δέρμα,
θά ᾽χει από μένα το θρακιώτικο, το ασημοκαρφωμένο,
πανώριο αυτό ξιφάρι χάρισμα, του Αστεροπαίου που επήρα.
Τ᾽ άρματα πάλε ας τα μοιράσουνε μισά μισά ο καθένας,
κι ακόμα δείπνο θα τους στρώσουμε μες στα καλύβια πλούσιο.» 810
Πηλεΐδης δ᾽ αἶψ᾽ ἄλλα τίθει ταχυτῆτος ἄεθλα, 740
ἀργύρεον κρητῆρα, τετυγμένον· ἓξ δ᾽ ἄρα μέτρα
χάνδανεν, αὐτὰρ κάλλει ἐνίκα πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν
πολλόν, ἐπεὶ Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν,
Φοίνικες δ᾽ ἄγον ἄνδρες ἐπ᾽ ἠεροειδέα πόντον,
στῆσαν δ᾽ ἐν λιμένεσσι, Θόαντι δὲ δῶρον ἔδωκαν· 745
υἷος δὲ Πριάμοιο Λυκάονος ὦνον ἔδωκε
Πατρόκλῳ ἥρωϊ Ἰησονίδης Εὔνηος.
καὶ τὸν Ἀχιλλεὺς θῆκεν ἀέθλιον οὗ ἑτάροιο,
ὅς τις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο·
δευτέρῳ αὖ βοῦν θῆκε μέγαν καὶ πίονα δημῷ, 750
ἡμιτάλαντον δὲ χρυσοῦ λοισθήϊ᾽ ἔθηκε.
στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν·
«ὄρνυσθ᾽ οἳ καὶ τούτου ἀέθλου πειρήσεσθε.»
ὣς ἔφατ᾽, ὄρνυτο δ᾽ αὐτίκ᾽ Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας,
ἂν δ᾽ Ὀδυσεὺς πολύμητις, ἔπειτα δὲ Νέστορος υἱὸς 755
Ἀντίλοχος· ὁ γὰρ αὖτε νέους ποσὶ πάντας ἐνίκα.
στὰν δὲ μεταστοιχί· σήμηνε δὲ τέρματ᾽ Ἀχιλλεύς.
τοῖσι δ᾽ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος· ὦκα δ᾽ ἔπειτα
ἔκφερ᾽ Ὀϊλιάδης· ἐπὶ δ᾽ ὄρνυτο δῖος Ὀδυσσεὺς
ἄγχι μάλ᾽, ὡς ὅτε τίς τε γυναικὸς ἐϋζώνοιο 760
στήθεός ἐστι κανών, ὅν τ᾽ εὖ μάλα χερσὶ τανύσσῃ
πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον, ἀγχόθι δ᾽ ἴσχει
στήθεος· ὣς Ὀδυσεὺς θέεν ἐγγύθεν, αὐτὰρ ὄπισθεν
ἴχνια τύπτε πόδεσσι πάρος κόνιν ἀμφιχυθῆναι·
κὰδ δ᾽ ἄρα οἱ κεφαλῆς χέ᾽ ἀϋτμένα δῖος Ὀδυσσεὺς 765
αἰεὶ ῥίμφα θέων· ἴαχον δ᾽ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοὶ
νίκης ἱεμένῳ, μάλα δὲ σπεύδοντι κέλευον.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πύματον τέλεον δρόμον, αὐτίκ᾽ Ὀδυσσεὺς
εὔχετ᾽ Ἀθηναίῃ γλαυκώπιδι ὃν κατὰ θυμόν·
«κλῦθι, θεά, ἀγαθή μοι ἐπίρροθος ἐλθὲ ποδοῖιν.» 770
ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος· τοῦ δ᾽ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη,
γυῖα δ᾽ ἔθηκεν ἐλαφρά, πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ἔμελλον ἐπαΐξασθαι ἄεθλον,
ἔνθ᾽ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων —βλάψεν γὰρ Ἀθήνη—
τῇ ῥα βοῶν κέχυτ᾽ ὄνθος ἀποκταμένων ἐριμύκων, 775
οὓς ἐπὶ Πατρόκλῳ πέφνεν πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
ἐν δ᾽ ὄνθου βοέου πλῆτο στόμα τε ῥῖνάς τε·
κρητῆρ᾽ αὖτ᾽ ἀνάειρε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ὡς ἦλθε φθάμενος· ὁ δὲ βοῦν ἕλε φαίδιμος Αἴας.
στῆ δὲ κέρας μετὰ χερσὶν ἔχων βοὸς ἀγραύλοιο, 780
ὄνθον ἀποπτύων, μετὰ δ᾽ Ἀργείοισιν ἔειπεν·
«ὢ πόποι, ἦ μ᾽ ἔβλαψε θεὰ πόδας, ἣ τὸ πάρος περ
μήτηρ ὣς Ὀδυσῆϊ παρίσταται ἠδ᾽ ἐπαρήγει.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν.
Ἀντίλοχος δ᾽ ἄρα δὴ λοισθήϊον ἔκφερ᾽ ἄεθλον 785
μειδιόων, καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν·
«εἰδόσιν ὔμμ᾽ ἐρέω πᾶσιν, φίλοι, ὡς ἔτι καὶ νῦν
ἀθάνατοι τιμῶσι παλαιοτέρους ἀνθρώπους.
Αἴας μὲν γὰρ ἐμεῖ᾽ ὀλίγον προγενέστερός ἐστιν,
οὗτος δὲ προτέρης γενεῆς προτέρων τ᾽ ἀνθρώπων· 790
ὠμογέροντα δέ μίν φασ᾽ ἔμμεναι· ἀργαλέον δὲ
ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, εἰ μὴ Ἀχιλλεῖ.»
Ὣς φάτο, κύδηνεν δὲ ποδώκεα Πηλεΐωνα.
τὸν δ᾽ Ἀχιλεὺς μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπεν·
«Ἀντίλοχ᾽, οὐ μέν τοι μέλεος εἰρήσεται αἶνος, 795
ἀλλά τοι ἡμιτάλαντον ἐγὼ χρυσοῦ ἐπιθήσω.»
Ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ τίθει, ὁ δ᾽ ἐδέξατο χαίρων.
αὐτὰρ Πηλεΐδης κατὰ μὲν δολιχόσκιον ἔγχος
θῆκ᾽ ἐς ἀγῶνα φέρων, κατὰ δ᾽ ἀσπίδα καὶ τρυφάλειαν,
τεύχεα Σαρπήδοντος, ἅ μιν Πάτροκλος ἀπηύρα. 800
στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν·
«ἄνδρε δύω περὶ τῶνδε κελεύομεν, ὥ περ ἀρίστω,
τεύχεα ἑσσαμένω, ταμεσίχροα χαλκὸν ἑλόντε,
ἀλλήλων προπάροιθεν ὁμίλου πειρηθῆναι.
ὁππότερός κε φθῇσιν ὀρεξάμενος χρόα καλόν, 805
ψαύσῃ δ᾽ ἐνδίνων διά τ᾽ ἔντεα καὶ μέλαν αἷμα,
τῷ μὲν ἐγὼ δώσω τόδε φάσγανον ἀργυρόηλον
καλὸν Θρηΐκιον, τὸ μὲν Ἀστεροπαῖον ἀπηύρων·
τεύχεα δ᾽ ἀμφότεροι ξυνήϊα ταῦτα φερέσθων·
καί σφιν δαῖτ᾽ ἀγαθὴν παραθήσομεν ἐν κλισίῃσιν.» 810