Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 24 στ. 677-745
Οι άλλοι, θνητοί καστροπολέμαρχοι κι αθάνατοι, εκοιμόνταν
ολονυχτίς, απ᾽ τον ολόγλυκο τον ύπνο δαμασμένοι·
μονάχα τον Ερμή δεν έπιανε τον πρωτοκλέφτη ο γύπνος,
τι μες στο νου του στριφογύριζε το πώς θα ξεμακρύνει 680
το βασιλιά τον Πρίαμο απ᾽ τ᾽ άρμενα, κρυφά απ᾽ τους θυροκράτες·
τρέχει και στέκεται από πάνω του κι αυτά τού λέει τα λόγια:
«Κακό δε βάζει ο νους σου, γέροντα, κι έτσι κοιμάσαι ανέγνοιος
μες στους αντίμαχους, απείραχτο μια κι ο Αχιλλέας σ᾽ αφήκε.
Το γιο σου τώρα κι αν ελύτρωσες με τα πολλά σου δώρα, 685
όμως οι γιοι σου λέω που απόμειναν για τη ζωή σου εσένα
τριπλά θα δώσουν, ο Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, σα μάθει
εδώ πως βρίσκεσαι, κι αντάμα του το μάθουν κι οι άλλοι Αργίτες.»
Είπε, κι ο γέροντας ετρόμαξε, και ξύπνησε τον κράχτη,
κι ο Ερμής τις μούλες και τ᾽ αλόγατα τους ζεύει, και με βιάση 690
μέσα απ᾽ τ᾽ ασκέρι τούς διαπέρασε, κι ουδέ ψυχή τούς είδε.
Μα σύντας φτάσαν στου ωριορέματου του ποταμού το διάβα,
στου πολυστρόβιλου του Σκάμαντρου, που είχε γεννήσει ο Δίας,
ο Ερμής για τον τρανό τον Όλυμπο ξανακινάει και φεύγει.
Κι ως φάνη απά στη γης απλώνοντας η Αυγή η κροκομαντούσα, 695
εκείνοι προς το κάστρο τ᾽ άλογα με στεναγμούς και θρήνους
κεντούσαν· το νεκρό τον έσερναν οι μούλες, και κανένας
πριν άλλος άντρας γιά ομορφόζωνη γυναίκα δεν τους είδε
εξόν απ᾽ τη Κασσάντρα, που έμοιαζε με τη χρυσή Αφροδίτη·
τι ως είχε ανέβει απά στα Πέργαμα, στο αμάξι ορθό να στέκει 700
τον ακριβό της κύρη εξέκρινε, μαζί και το διαλάλη.
Κι ως είδε το νεκρό να κείτεται στο κάρο με τις μούλες,
σέρνει τρανή φωνή σκληρίζοντας σε όλο το κάστρο γύρα:
«Ελάτε, Τρώες και Τρωαδίτισσες, τον Έχτορα να ιδείτε,
που άλλες φορές αναγαλλιάζατε, σα γύριζε απ᾽ τη μάχη 705
γερός, τι αλήθεια κι ήταν σε όλους μας η πιο τρανή αναγάλλια!»
Αυτά ειπε, και κανείς δεν έμεινε μήτε άντρας μες στο κάστρο
μήτε γυναίκα, τι ανεβάσταχτος τους έπνιγε όλους πόνος.
Στις πόρτες έσμιξαν το γέροντα, με το νεκρό που ερχόταν·
κι απ᾽ όλους πρώτες η γυναίκα του κι η σεβαστή του η μάνα 710
συρομαδιούνταν στο καλότροχο χιμίζοντας καρότσι,
κι ανακρατούσαν το κεφάλι του, κι όλοι εθρηνούσαν γύρω.
Κι όλη τη μέρα αυτή θα δέρνουνταν, ως να βουτήξει ο γήλιος,
χύνοντας δάκρυα για τον Έχτορα στο καστροπόρτι απόξω,
αν απ᾽ το αμάξι απάνω ο γέροντας δε φώναζε στον κόσμο: 715
«Στις μούλες να διαβούν ανοίξετε! Και σαν τον κουβαλήσω
στο σπίτι μέσα, να χορτάσετε μπορείτε τότε θρήνο.»
Είπε, κι εκείνοι επαραμέρισαν, για να διαβεί τ᾽ αμάξι.
Κι αφού τον μπάσαν μες στο σπίτι του το ξακουστό, τον βάλαν
πα σε κλινάρι, και του αράδιασαν τραγουδιστάδες δίπλα, 720
το μοιρολόι που πρώτοι αρχίνιζαν, και το θλιφτό σκοπό τους
μοιρολογούσαν, κι αποκρίνουνταν με κλάματα οι γυναίκες.
Πρώτη η Αντρομάχη η χιονοβράχιονη κινάει το μοιρολόγι,
κρατώντας το κεφάλι του Έχτορα του αντροφονιά στα χέρια:
«Άντρα μου, εχάθης πα στα νιάτα σου, κι εμένα αφήνεις χήρα 725
στο σπίτι μέσα, κι είναι ανήλικο, μικρό παιδάκι ο γιος μας,
που οι δόλιοι, εσύ κι εγώ, γεννήσαμε, κι ουδέ που θα προφτάσει
να μας τρανέψει λέω· πρωτύτερα συθέμελο το κάστρο
θα πατηθεί, τι αλήθεια εχάθηκες εσύ ο διαφεντευτής του,
που τις σεμνές γυναίκες γλίτωνες και τα μωρά παιδιά τους. 730
Σε λίγο τούτες μέσα στ᾽ άρμενα τα βαθουλά μισεύουν,
το ίδιο κι εγώ· κι εσύ γιά αντάμα μου θα ταξιδέψεις, γιε μου,
κι εκεί να κάνεις θα σε βάζουνε δουλειές αταίριαστές σου,
μοχτώντας μπρος σε αφέντη ανήμερο, γιά θα σε αρπάξει κάποιος
απ᾽ τους Αργίτες, κι απ᾽ τους πύργους μας θα σε γκρεμίσει, αλί μου, 735
όλο θυμό, που ο μέγας Έχτορας του σκότωσε γιά αδέρφι
γιά γιο γιά κύρη· τι την άμετρη τη γη περίσσιοι Αργίτες
έχουν δαγκάσει κάτω απ᾽ του Έχτορα τα χέρια αλήθεια ως τώρα.
Δεν ήταν μαλακός ο κύρης σου στην άγρια μέσα μάχη·
γι᾽ αυτό χτυπιέται ο κόσμος σύψυχος στο κάστρο τώρα ολούθε· 740
και στους γονιούς σου πένθος, Έχτορα, και κλάματα χαρίζεις,
όμως εμένα απ᾽ όλους πότισες το πιο πικρό φαρμάκι·
τι από το στρώμα σου πεθαίνοντας δε μου άπλωσες τα χέρια,
κι ούτε καμιά απ᾽ το στόμα σου άκουσα παρηγοριάς κουβέντα,
μέρα και νύχτα εγώ στους θρήνους μου να την κρατώ στο νου μου!» 745
Ἄλλοι μέν ῥα θεοί τε καὶ ἀνέρες ἱπποκορυσταὶ
εὗδον παννύχιοι, μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ·
ἀλλ᾽ οὐχ Ἑρμείαν ἐριούνιον ὕπνος ἔμαρπτεν,
ὁρμαίνοντ᾽ ἀνὰ θυμὸν ὅπως Πρίαμον βασιλῆα 680
νηῶν ἐκπέμψειε λαθὼν ἱεροὺς πυλαωρούς.
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«ὦ γέρον, οὔ νύ τι σοί γε μέλει κακόν, οἷον ἔθ᾽ εὕδεις
ἀνδράσιν ἐν δηΐοισιν, ἐπεί σ᾽ εἴασεν Ἀχιλλεύς.
καὶ νῦν μὲν φίλον υἱὸν ἐλύσαο, πολλὰ δ᾽ ἔδωκας· 685
σεῖο δέ κε ζωοῦ καὶ τρὶς τόσα δοῖεν ἄποινα
παῖδες τοὶ μετόπισθε λελειμμένοι, αἴ κ᾽ Ἀγαμέμνων
γνώῃ σ᾽ Ἀτρεΐδης, γνώωσι δὲ πάντες Ἀχαιοί.»
Ὣς ἔφατ᾽, ἔδεισεν δ᾽ ὁ γέρων, κήρυκα δ᾽ ἀνίστη.
τοῖσιν δ᾽ Ἑρμείας ζεῦξ᾽ ἵππους ἡμιόνους τε, 690
ῥίμφα δ᾽ ἄρ᾽ αὐτὸς ἔλαυνε κατὰ στρατόν, οὐδέ τις ἔγνω.
Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πόρον ἷξον ἐϋρρεῖος ποταμοῖο
Ξάνθου δινήεντος, ὃν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς,
Ἑρμείας μὲν ἔπειτ᾽ ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον,
Ἠὼς δὲ κροκόπεπλος ἐκίδνατο πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν, 695
οἱ δ᾽ εἰς ἄστυ ἔλων οἰμωγῇ τε στοναχῇ τε
ἵππους, ἡμίονοι δὲ νέκυν φέρον. οὐδέ τις ἄλλος
ἔγνω πρόσθ᾽ ἀνδρῶν καλλιζώνων τε γυναικῶν,
ἀλλ᾽ ἄρα Κασσάνδρη, ἰκέλη χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ,
Πέργαμον εἰσαναβᾶσα φίλον πατέρ᾽ εἰσενόησεν 700
ἑσταότ᾽ ἐν δίφρῳ, κήρυκά τε ἀστυβοώτην·
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐφ᾽ ἡμιόνων ἴδε κείμενον ἐν λεχέεσσι·
κώκυσέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα γέγωνέ τε πᾶν κατὰ ἄστυ·
«ὄψεσθε, Τρῶες καὶ Τρῳάδες, Ἕκτορ᾽ ἰόντες,
εἴ ποτε καὶ ζώοντι μάχης ἒκ νοστήσαντι 705
χαίρετ᾽, ἐπεὶ μέγα χάρμα πόλει τ᾽ ἦν παντί τε δήμῳ.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδέ τις αὐτόθ᾽ ἐνὶ πτόλεϊ λίπετ᾽ ἀνὴρ
οὐδὲ γυνή· πάντας γὰρ ἀάσχετον ἵκετο πένθος·
ἀγχοῦ δὲ ξύμβληντο πυλάων νεκρὸν ἄγοντι.
πρῶται τόν γ᾽ ἄλοχός τε φίλη καὶ πότνια μήτηρ 710
τιλλέσθην, ἐπ᾽ ἄμαξαν ἐΰτροχον ἀΐξασαι,
ἁπτόμεναι κεφαλῆς· κλαίων δ᾽ ἀμφίσταθ᾽ ὅμιλος.
καί νύ κε δὴ πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
Ἕκτορα δάκρυ χέοντες ὀδύροντο πρὸ πυλάων,
εἰ μὴ ἄρ᾽ ἐκ δίφροιο γέρων λαοῖσι μετηύδα· 715
«εἴξατέ μοι οὐρεῦσι διελθέμεν· αὐτὰρ ἔπειτα
ἄσεσθε κλαυθμοῖο, ἐπὴν ἀγάγωμι δόμονδε.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δὲ διέστησαν καὶ εἶξαν ἀπήνῃ.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ εἰσάγαγον κλυτὰ δώματα, τὸν μὲν ἔπειτα
τρητοῖς ἐν λεχέεσσι θέσαν, παρὰ δ᾽ εἷσαν ἀοιδοὺς 720
θρήνων ἐξάρχους, οἵ τε στονόεσσαν ἀοιδὴν
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐθρήνεον, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.
τῇσιν δ᾽ Ἀνδρομάχη λευκώλενος ἦρχε γόοιο,
Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο κάρη μετὰ χερσὶν ἔχουσα·
«ἆνερ, ἀπ᾽ αἰῶνος νέος ὤλεο, κὰδ δέ με χήρην 725
λείπεις ἐν μεγάροισι· πάϊς δ᾽ ἔτι νήπιος αὔτως,
ὃν τέκομεν σύ τ᾽ ἐγώ τε δυσάμμοροι, οὐδέ μιν οἴω
ἥβην ἵξεσθαι· πρὶν γὰρ πόλις ἥδε κατ᾽ ἄκρης
πέρσεται· ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν
ῥύσκευ, ἔχες δ᾽ ἀλόχους κεδνὰς καὶ νήπια τέκνα, 730
αἳ δή τοι τάχα νηυσὶν ὀχήσονται γλαφυρῇσι,
καὶ μὲν ἐγὼ μετὰ τῇσι· σὺ δ᾽ αὖ, τέκος, ἢ ἐμοὶ αὐτῇ
ἕψεαι, ἔνθα κεν ἔργα ἀεικέα ἐργάζοιο,
ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου, ἤ τις Ἀχαιῶν
ῥίψει χειρὸς ἑλὼν ἀπὸ πύργου, λυγρὸν ὄλεθρον, 735
χωόμενος, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ
ἢ πατέρ᾽, ἠὲ καὶ υἱόν, ἐπεὶ μάλα πολλοὶ Ἀχαιῶν
Ἕκτορος ἐν παλάμῃσιν ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας.
οὐ γὰρ μείλιχος ἔσκε πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ·
τῶ καί μιν λαοὶ μὲν ὀδύρονται κατὰ ἄστυ, 740
ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας,
Ἕκτορ· ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά.
οὐ γάρ μοι θνῄσκων λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας,
οὐδέ τί μοι εἶπες πυκινὸν ἔπος, οὗ τέ κεν αἰεὶ
μεμνῄμην νύκτας τε καὶ ἤματα δάκρυ χέουσα.» 745