Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 23 στ. 676-739
Αυτά ειπε, κι όλοι γύρω απόμειναν και δεν εβγάναν άχνα·
ένας μονάχα ασκώθη, ο Ευρύαλος ο ισόθεος, αντικρύ του,
του Ταλαού τ᾽ αγγόνι, του άρχοντα του Μηκιστέα βλαστάρι,
που πήγε κάποτε στου Οιδίποδα, σαν πέθανε, το ξόδι,
στη Θήβα, κι όλους τους απόγονους του Κάδμου ενίκησέ τους. 680
Κι ο ξακουστός Διομήδης έτρεξε να τον γνοιαστεί, με λόγια
γκαρδιώνοντάς τον· τι λαχτάριζε τη νίκη αυτός να πάρει.
Ζωνάρι γύρα από τη μέση του σφιχτό τού βάζει πρώτα,
μετά καλοκομμένα τού ᾽δωσε γερά λουριά ταυρίσια.
Κι ως ζώστηκαν κι οι δυο, προχώρεσαν στη μέση από τ᾽ αλώνι, 685
κι αντίκρα ασκώνοντας τα χέρια τους τα σταλωμένα οι δυο τους
ο ένας στον άλλο απάνω εχίμιξε κι ήρθαν μεμιάς στα χέρια·
και τρίζαν άγρια τα σαγόνια τους, κι ολούθε το κορμί τους
στάλαζε ιδρώτα· κι ο αρχοντόγεννος Επειός χιμάει, κι ως ο άλλος
πού να του δώσει ολούθε κοίταζε, στο μάγουλο χτυπά τον, 690
κι αυτός πολληώρα ορθός δεν κράτησε· μεμιάς στη γη σωριάστη.
Πώς στου Βοριά το πρώτο φύσημα, σαν ο γιαλός σγουραίνει
φυκόσπαρτος, ψηλά τινάζουνται τα ψάρια, και στο κύμα
ξανά βουτούν· όμοια ετινάχτηκε κι εκείνος χτυπημένος.
Τότε ο Επειός ορθό τον άσκωσε, και γύρα του οι συντρόφοι 695
τον παίρναν όξω από τη σύναξη· τα πόδια του σουρνόνταν,
κι αίμα πηχτό ξερνούσε, κι έγερνε στο πλάι την κεφαλή του.
Κι ως λιγωμένο πια τον έβαλαν να κάτσει αναμεσό τους,
τρέξαν εκείνοι και τη δίγουβη την κούπα εκουβαλήσαν.
Τότε ο Αχιλλέας προστάζει γρήγορα και φέρνουν άλλα πάλε 700
βραβεία για το άσπλαχνο το πάλεμα, μπρος στους Αργίτες όλους:
τρανό τριπόδι σ᾽ όποιον κέρδιζε, για τη φωτιά φτιαγμένο,
που οι Δαναοί, όπως τό ᾽δαν, δώδεκα το ξετιμήσαν βόδια·
κι ακόμα μια γυναίκα σκλάβα του, να πάρει ο νικημένος,
πολυτεχνίτρα, που όλοι τέσσερα την ξετιμούσαν βόδια. 705
Ορθός στη μέση τότε στέκοντας φωνάζει στους Αργίτες:
«Σκωθείτε οι δυο που θα παλέψετε και τον αγώνα ετούτον!»
Είπε, κι ο μέγας Αίας πετάχτηκεν, ο γιος του Τελαμώνα,
κι ασκώθη κι ο Οδυσσέας, που κάτεχε τέχνες πολλές και δόλους.
Κι ως ζώστηκαν κι οι δυο, προχώρεσαν στη μέση από τ᾽ αλώνι, 710
κι αγκαλιαστά στο απάλε επιάστηκαν με τα γερά τους χέρια,
σαν τις ψαλίδες, που άξιος μάστορας πα στη σκεπή καρφώνει
σπιτιού αψηλού, να στέκει ακλόνητο, σύντας φυσούν οι ανέμοι.
Στα θρασεμένα μέσα χέρια τους, καθώς μεβιάς τραβούσαν,
τρίζαν οι ράχες τους, κι εχύνουνταν ο ιδρώτας τους ποτάμι, 715
και τα πλευρά τους κι οι ώμοι εγέμισαν με μελανιές ολούθε,
ματοκομμένες, μαυροκόκκινες· μ᾽ αυτοί τη νίκη πάντα
λαχτάριζαν, το καλοδούλευτο τριπόδι ποιός θα πάρει.
Μα ούτε ο Οδυσσέας μπορούσε σπρώχνοντας στη γη να τον ξαπλώσει,
ούτε κι ο μέγας Αίας, τι ατράνταχτα βαστούσε κι ο Οδυσσέας. 720
Όμως οι Αργίτες πια οι πολέμαρχοι σαν πήραν να βαριούνται,
ο μέγας Αίαντας έτσι εμίλησεν, ο γιος του Τελαμώνα:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
όποιος τον άλλο ασκώσει, κι έπειτα τό θέλει ο Δίας ας γένει!»
Αυτά ειπε, κι αψηλά τον άσκωσε· μα κι ο Οδυσσέας το δόλο 725
δεν τον ξεχνούσε, μόν᾽ τον κλώτσησε στο γόνατο από πίσω·
και κείνου ελύθη η ορμή, κι ανάσκελα ξαπλώθη· κι ο Οδυσσέας
έπεσε απάνω του, και σάστισε θωρώντας τους τ᾽ ασκέρι.
Πήρε ο Οδυσσέας μετά ο πολύπαθος να τον ασκώσει απάνω,
και λίγο από τη γη τον σάλεψε, μα πού να τον ασκώσει! 730
Τρικλοποδιά τού βάζει, κι έπεσαν στη γη μαζί κι οι δυο τους,
και μες στον κουρνιαχτό κυλίστηκαν ο ένας στον άλλο πλάι.
Τρίτη φορά ξανά θα ρίχνουνταν για να πιαστούν στο απάλε,
αν ο Αχιλλέας γοργά δε σκώνουνταν να τους κρατήσει ατός του:
«Σκολάστε τώρα πια το πάλεμα και μην καταπονάστε· 735
κι οι δυο νικάτε, κι έτσι παίρνοντας το ίδιο βραβείο καθένας
παραμερίστε, κι άλλοι νά ᾽ρθουνε ν᾽ αγωνιστούν Αργίτες.»
Είπε, κι αυτοί δεχτήκαν πρόθυμα, χωρίς να παρακούσουν,
κι απ᾽ το κορμί τη σκόνη εσφούγγιξαν και βάλαν τους χιτώνες.
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ.
Εὐρύαλος δέ οἱ οἶος ἀνίστατο, ἰσόθεος φώς,
Μηκιστῆος υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος,
ὅς ποτε Θήβασδ᾽ ἦλθε δεδουπότος Οἰδιπόδαο
ἐς τάφον· ἔνθα δὲ πάντας ἐνίκα Καδμείωνας. 680
τὸν μὲν Τυδεΐδης δουρικλυτὸς ἀμφεπονεῖτο
θαρσύνων ἔπεσιν, μέγα δ᾽ αὐτῷ βούλετο νίκην.
ζῶμα δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν, αὐτὰρ ἔπειτα
δῶκεν ἱμάντας ἐϋτμήτους βοὸς ἀγραύλοιο.
τὼ δὲ ζωσαμένω βήτην ἐς μέσσον ἀγῶνα, 685
ἄντα δ᾽ ἀνασχομένω χερσὶ στιβαρῇσιν ἅμ᾽ ἄμφω
σύν ῥ᾽ ἔπεσον, σὺν δέ σφι βαρεῖαι χεῖρες ἔμιχθεν.
δεινὸς δὲ χρόμαδος γενύων γένετ᾽, ἔρρεε δ᾽ ἱδρὼς
πάντοθεν ἐκ μελέων· ἐπὶ δ᾽ ὄρνυτο δῖος Ἐπειός,
κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν 690
ἑστήκειν· αὐτοῦ γὰρ ὑπήριπε φαίδιμα γυῖα.
ὡς δ᾽ ὅθ᾽ ὑπὸ φρικὸς Βορέω ἀναπάλλεται ἰχθὺς
θίν᾽ ἐν φυκιόεντι, μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν,
ὣς πληγεὶς ἀνέπαλτ᾽. αὐτὰρ μεγάθυμος Ἐπειὸς
χερσὶ λαβὼν ὤρθωσε· φίλοι δ᾽ ἀμφέσταν ἑταῖροι, 695
οἵ μιν ἄγον δι᾽ ἀγῶνος ἐφελκομένοισι πόδεσσιν
αἷμα παχὺ πτύοντα, κάρη βάλλονθ᾽ ἑτέρωσε·
κὰδ δ᾽ ἀλλοφρονέοντα μετὰ σφίσιν εἷσαν ἄγοντες,
αὐτοὶ δ᾽ οἰχόμενοι κόμισαν δέπας ἀμφικύπελλον.
Πηλεΐδης δ᾽ αἶψ᾽ ἄλλα κατὰ τρίτα θῆκεν ἄεθλα, 700
δεικνύμενος Δαναοῖσι, παλαισμοσύνης ἀλεγεινῆς,
τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ᾽ ἐμπυριβήτην,
τὸν δὲ δυωδεκάβοιον ἐνὶ σφίσι τῖον Ἀχαιοί·
ἀνδρὶ δὲ νικηθέντι γυναῖκ᾽ ἐς μέσσον ἔθηκε,
πολλὰ δ᾽ ἐπίστατο ἔργα, τίον δέ ἑ τεσσαράβοιον. 705
στῆ δ᾽ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν·
«ὄρνυσθ᾽ οἳ καὶ τούτου ἀέθλου πειρήσεσθον.»
ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δ᾽ ἔπειτα μέγας Τελαμώνιος Αἴας,
ἂν δ᾽ Ὀδυσεὺς πολύμητις ἀνίστατο, κέρδεα εἰδώς.
ζωσαμένω δ᾽ ἄρα τώ γε βάτην ἐς μέσσον ἀγῶνα, 710
ἀγκὰς δ᾽ ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν
ὡς ὅτ᾽ ἀμείβοντες, τούς τε κλυτὸς ἤραρε τέκτων
δώματος ὑψηλοῖο, βίας ἀνέμων ἀλεείνων.
τετρίγει δ᾽ ἄρα νῶτα θρασειάων ἀπὸ χειρῶν
ἑλκόμενα στερεῶς· κατὰ δὲ νότιος ῥέεν ἱδρώς, 715
πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους
αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον· οἱ δὲ μάλ᾽ αἰεὶ
νίκης ἱέσθην τρίποδος πέρι ποιητοῖο·
οὔτ᾽ Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πελάσσαι,
οὔτ᾽ Αἴας δύνατο, κρατερὴ δ᾽ ἔχεν ἲς Ὀδυσῆος. 720
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἀνίαζον ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς,
δὴ τότε μιν προσέειπε μέγας Τελαμώνιος Αἴας·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
ἤ μ᾽ ἀνάειρ᾽, ἢ ἐγὼ σέ· τὰ δ᾽ αὖ Διὶ πάντα μελήσει.»
Ὣς εἰπὼν ἀνάειρε· δόλου δ᾽ οὐ λήθετ᾽ Ὀδυσσεύς· 725
κόψ᾽ ὄπιθεν κώληπα τυχών, ὑπέλυσε δὲ γυῖα,
κὰδ δ᾽ ἔβαλ᾽ ἐξοπίσω· ἐπὶ δὲ στήθεσσιν Ὀδυσσεὺς
κάππεσε· λαοὶ δ᾽ αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε.
δεύτερος αὖτ᾽ ἀνάειρε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
κίνησεν δ᾽ ἄρα τυτθὸν ἀπὸ χθονός, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἄειρεν, 730
ἐν δὲ γόνυ γνάμψεν· ἐπὶ δὲ χθονὶ κάππεσον ἄμφω
πλησίοι ἀλλήλοισι, μιάνθησαν δὲ κονίῃ.
καί νύ κε τὸ τρίτον αὖτις ἀναΐξαντε πάλαιον,
εἰ μὴ Ἀχιλλεὺς αὐτὸς ἀνίστατο καὶ κατέρυκε·
«μηκέτ᾽ ἐρείδεσθον, μηδὲ τρίβεσθε κακοῖσι· 735
νίκη δ᾽ ἀμφοτέροισιν· ἀέθλια δ᾽ ἶσ᾽ ἀνελόντες
ἔρχεσθ᾽, ὄφρα καὶ ἄλλοι ἀεθλεύωσιν Ἀχαιοί.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πίθοντο,
καί ῥ᾽ ἀπομορξαμένω κονίην δύσαντο χιτῶνας.