Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 16 στ. 751-817
Είπε, και στο κορμί του αντρόκαρδου Κεβριόνη απάνω εχύθη
με ορμή, σα λιόντας, που ρημάζοντας μαντριά χτυπιέται ξάφνου
στο στήθος, κι είναι το κουράγιο του στερνά που τον σκοτώνει·
παρόμοιος στον Κεβριόνη εχίμιξες, Πάτροκλε εσύ, λυσσώντας.
Πηδάει στο χώμα τότε κι ο Έχτορας από το αμάξι απάνω, 755
και στον Κεβριόνη γύρα επιάστηκαν να χτυπηθούν, σα λιόντες
που απά σε κορφοβούνια, ολόγυρα σε σκοτωμένο αλάφι,
κι οι δυο πεινώντας, όλο μάνητα, παλεύουν θρασεμένοι·
όμοια κι αυτοί, τρανοί πολέμαρχοι, στον Κεβριόνη γύρα,
τη μια μεριά ο πανώριος Έχτορας, κι ο Πάτροκλος την άλλη, 760
με ανέσπλαχνο χαλκό τις σάρκες τους ποθούσαν να σπαράξουν.
Κι ως το κεφάλι τού ᾽πιασε ο Έχτορας, δεν τ᾽ άφηνε απ᾽ τα χέρια,
και πάλε ο Πάτροκλος το πόδι του κρατούσε, κι οι άλλοι γύρα
και Τρώες κι Αργίτες ―όλοι πόλεμο πεισματωμένο ανοίξαν.
Σιρόκος και Νοτιάς πώς μάχουνται, ποιός πιο πολύ φυσώντας, 765
σ᾽ ενός βουνού το ποροφάραγγο, το θρασεμένο δάσο
―βαλανιδιές, μελιές, λιγνόφλουδες κρανιές― θ᾽ αναταράξει,
και τα μακριά κλωνάρια δέρνουνται χτυπώντας ένα τ᾽ άλλο
με άγριον αχό, κι ως σπάνε, ο σάλαγος αντιλαλεί τρογύρα·
παρόμοια Τρώες κι Αργίτες χίμιξαν κι ο ένας τον άλλο εσφάζαν, 770
και την πικρή στο νου κανένας τους δεν έβαζε φευγάλα.
Τρογύρα στον Κεβριόνη αρίφνητα και κοφτερά κοντάρια
και φτερωτές σαγίτες μπήγουνταν πηδώντας απ᾽ τις κόρδες·
αρίφνητες κι οι πέτρες που έκρουγαν με βρόντο τα σκουτάρια,
γύρα του ως μάχουνταν και κείτουνταν μακρύς φαρδύς εκείνος 775
στη στροβιλούσα σκόνη, ανέγνοιαστος από άτια πια και μάχες.
Όσο κρατιόταν αρμενίζοντας στο μεσουράνι ο γήλιος,
κι από τους δυο στρατούς σωριάζουνταν περίσσιοι απ᾽ τις ριξιές τους·
μα ως τέλος ο ήλιος πήρε κι έγερνεν, η ώρα που λυουν τα βόδια,
οι Αργίτες πως νικούσαν έδειξαν, κι ενάντια στα γραμμένα, 780
κι έξω απ᾽ των Τρώων τον άγριο τάραχο του αντρόψυχου Κεβριόνη
τραβήξαν το νεκρό, και τ᾽ άρματα του πήραν απ᾽ τους ώμους.
Απά στους Τρώες χιμίζει ο Πάτροκλος λυσσομανώντας τότε·
τρεις πάνω τους φορές εχίμιξε, σαν τον γοργό τον Άρη,
και τρεις εννιά αντρειωμένους σκότωσε χουγιάζοντας με λύσσα. 785
Μα σύντας χίμιξε και τέταρτη, θεός λες κι ήταν, τότε
σήμανε πια ο καιρός σου, Πάτροκλε, να κατεβείς στον Άδη·
τι ο Φοίβος ήρθε καταπάνω σου στην άγρια μέσα μάχη
τρομαχτικός. Και δεν τον ένιωσε στην ταραχή την τόση,
κλεφτάτα όπως ερχόταν πάνω του μες σε πυκνήν αντάρα. 790
Πίσω του εστάθη, και του χτύπησε κι ώμους φαρδιούς και πλάτες
με την παλάμη του, και σβούριξαν τα μάτια του απ᾽ τη ζάλη.
Κι ο Φοίβος τότε απ᾽ το κεφάλι του πετάει το κράνος χάμω,
που κουδουνίζοντας ανάμεσα στα πόδια των αλόγων
κατρακυλούσε, και μολεύουνταν η φούντα του στη σκόνη 795
και στο αίμα μέσα· κι όμως άλλοτε το φουντωμένο ετούτο
το κράνος οι θεοί δεν άφηναν να κυλιστεί στη σκόνη,
μόνο το μέτωπο διαφέντευε τ᾽ ωραίο και το κεφάλι
του ισόθεου του Αχιλλέα· μα του Έχτορα τό ᾽δινε τότε ο Δίας
να το φορέσει στο κεφάλι του ―σιμά ηταν κι ο χαμός του. 800
Και το βαρύ, τρανό, το ασήκωτο, το χαλκαρματωμένο
μακρόισκιωτο κοντάρι τού ᾽σπασε χίλιες μεριές στα χέρια·
πέφτει κι η ασπίδα από τους ώμους του με τα λουριά της χάμω·
την ίδιαν ώρα λύνει ο Απόλλωνας το θώρακά του ο ρήγας·
αντράλα επλάκωσε τα φρένα του, του λύθηκαν τα γόνα, 805
κι εστάθη σαστισμένος· πίσω του με το κοντάρι τότε
του ρίχνει από κοντά ένας Δάρδανος αναμεσός στους ώμους,
ο Εύφορβος, γιος του Πάνθου, στ᾽ άλογα και στα γοργά ποδάρια
και στο κοντάρι τους ομήλικους που ξεπερνούσεν όλους·
κι είχε από τ᾽ άλογά τους είκοσι γκρεμίσει ως τώρα κάτω, 810
ως πρωτοβγήκε απά στο αμάξι του, πώς πολεμούν να μάθει.
Και πέτυχε, αλογάρη Πάτροκλε, πρώτος αυτός να σ᾽ έβρει·
όμως δε σ᾽ έριξε, μόν᾽ γρήγορα, τραβώντας το κοντάρι
απ᾽ το κορμί σου, μέσα εχώθηκε στο πλήθος, και δεν είπε
αγνάντια να σταθεί στον Πάτροκλο, γυμνός αυτός κι ας ήταν. 815
Βαριά βλαμμένος τότε ο Πάτροκλος κι απ᾽ του θεού το χτύπο
κι απ᾽ το κοντάρι, πισωπόδισε, του Χάρου να ξεφύγει.
Ὣς εἰπὼν ἐπὶ Κεβριόνῃ ἥρωϊ βεβήκει
οἶμα λέοντος ἔχων, ὅς τε σταθμοὺς κεραΐζων
ἔβλητο πρὸς στῆθος, ἑή τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή·
ὣς ἐπὶ Κεβριόνῃ, Πατρόκλεες, ἆλσο μεμαώς.
Ἕκτωρ δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἀφ᾽ ἵππων ἆλτο χαμᾶζε. 755
τὼ περὶ Κεβριόναο λέονθ᾽ ὣς δηρινθήτην,
ὥ τ᾽ ὄρεος κορυφῇσι περὶ κταμένης ἐλάφοιο,
ἄμφω πεινάοντε, μέγα φρονέοντε μάχεσθον·
ὣς περὶ Κεβριόναο δύω μήστωρες ἀϋτῆς,
Πάτροκλός τε Μενοιτιάδης καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ, 760
ἵεντ᾽ ἀλλήλων ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ.
Ἕκτωρ μὲν κεφαλῆφιν ἐπεὶ λάβεν, οὐχὶ μεθίει·
Πάτροκλος δ᾽ ἑτέρωθεν ἔχεν ποδός· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι
Τρῶες καὶ Δαναοὶ σύναγον κρατερὴν ὑσμίνην.
Ὡς δ᾽ Εὖρός τε Νότος τ᾽ ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν 765
οὔρεος ἐν βήσσῃς βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην,
φηγόν τε μελίην τε τανύφλοιόν τε κράνειαν,
αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαλον τανυήκεας ὄζους
ἠχῇ θεσπεσίῃ, πάταγος δέ τε ἀγνυμενάων,
ὣς Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐπ᾽ ἀλλήλοισι θορόντες 770
δῄουν, οὐδ᾽ ἕτεροι μνώοντ᾽ ὀλοοῖο φόβοιο.
πολλὰ δὲ Κεβριόνην ἀμφ᾽ ὀξέα δοῦρα πεπήγει
ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφι θορόντες,
πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ᾽ ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν
μαρναμένων ἀμφ᾽ αὐτόν· ὁ δ᾽ ἐν στροφάλιγγι κονίης 775
κεῖτο μέγας μεγαλωστί, λελασμένος ἱπποσυνάων.
Ὄφρα μὲν Ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει,
τόφρα μάλ᾽ ἀμφοτέρων βέλε᾽ ἥπτετο, πῖπτε δὲ λαός·
ἦμος δ᾽ Ἠέλιος μετενίσετο βουλυτόνδε,
καὶ τότε δή ῥ᾽ ὑπὲρ αἶσαν Ἀχαιοὶ φέρτεροι ἦσαν. 780
ἐκ μὲν Κεβριόνην βελέων ἥρωα ἔρυσσαν
Τρώων ἐξ ἐνοπῆς, καὶ ἀπ᾽ ὤμων τεύχε᾽ ἕλοντο,
Πάτροκλος δὲ Τρωσὶ κακὰ φρονέων ἐνόρουσε.
τρὶς μὲν ἔπειτ᾽ ἐπόρουσε θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ,
σμερδαλέα ἰάχων, τρὶς δ᾽ ἐννέα φῶτας ἔπεφνεν. 785
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸ τέταρτον ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος,
ἔνθ᾽ ἄρα τοι, Πάτροκλε, φάνη βιότοιο τελευτή·
ἤντετο γάρ τοι Φοῖβος ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ
δεινός· ὁ μὲν τὸν ἰόντα κατὰ κλόνον οὐκ ἐνόησεν·
ἠέρι γὰρ πολλῇ κεκαλυμμένος ἀντεβόλησε· 790
στῆ δ᾽ ὄπιθεν, πλῆξεν δὲ μετάφρενον εὐρέε τ᾽ ὤμω
χειρὶ καταπρηνεῖ, στρεφεδίνηθεν δέ οἱ ὄσσε.
τοῦ δ᾽ ἀπὸ μὲν κρατὸς κυνέην βάλε Φοῖβος Ἀπόλλων·
ἡ δὲ κυλινδομένη καναχὴν ἔχε ποσσὶν ὑφ᾽ ἵππων
αὐλῶπις τρυφάλεια, μιάνθησαν δὲ ἔθειραι 795
αἵματι καὶ κονίῃσι· πάρος γε μὲν οὐ θέμις ἦεν
ἱππόκομον πήληκα μιαίνεσθαι κονίῃσιν,
ἀλλ᾽ ἀνδρὸς θείοιο κάρη χαρίεν τε μέτωπον
ῥύετ᾽ Ἀχιλλῆος· τότε δὲ Ζεὺς Ἕκτορι δῶκεν
ᾗ κεφαλῇ φορέειν, σχεδόθεν δέ οἱ ἦεν ὄλεθρος. 800
πᾶν δέ οἱ ἐν χείρεσσιν ἄγη δολιχόσκιον ἔγχος,
βριθὺ μέγα στιβαρὸν κεκορυθμένον· αὐτὰρ ἀπ᾽ ὤμων
ἀσπὶς σὺν τελαμῶνι χαμαὶ πέσε τερμιόεσσα.
λῦσε δέ οἱ θώρηκα ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων.
τὸν δ᾽ ἄτη φρένας εἷλε, λύθεν δ᾽ ὑπὸ φαίδιμα γυῖα, 805
στῆ δὲ ταφών· ὄπιθεν δὲ μετάφρενον ὀξέϊ δουρὶ
ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε Δάρδανος ἀνήρ,
Πανθοΐδης Εὔφορβος, ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο
ἔγχεΐ θ᾽ ἱπποσύνῃ τε πόδεσσί τε καρπαλίμοισι·
καὶ γὰρ δὴ τότε φῶτας ἐείκοσι βῆσεν ἀφ᾽ ἵππων, 810
πρῶτ᾽ ἐλθὼν σὺν ὄχεσφι, διδασκόμενος πολέμοιο·
ὅς τοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος, Πατρόκλεες ἱππεῦ,
οὐδὲ δάμασσ᾽· ὁ μὲν αὖτις ἀνέδραμε, μίκτο δ᾽ ὁμίλῳ,
ἐκ χροὸς ἁρπάξας δόρυ μείλινον, οὐδ᾽ ὑπέμεινε
Πάτροκλον γυμνόν περ ἐόντ᾽ ἐν δηϊοτῆτι. 815
Πάτροκλος δὲ θεοῦ πληγῇ καὶ δουρὶ δαμασθεὶς
ἂψ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων.