Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 774-837
Και τότε ο θεόμορφος Αλέξαντρος απηλογιά τού δίνει:
«Στο πάθος σου, Έχτορα, τον άφταιγο τον βγάζεις τώρα φταίχτη· 775
άλλες φορές μπορεί τον πόλεμο να θέλω να ξεφύγω,
όμως κιοτή και μένα η μάνα μου δε μ᾽ έκανε και τόσο·
τι αφόντας τους συντρόφους έσπρωξες τον πόλεμο ν᾽ ανοίξουν
δίπλα στα πλοία, χτυπούμε αλάγιαστα τους Δαναούς δω πέρα.
Ωστόσο οι σύντροφοι σκοτώθηκαν που τώρα εσύ γυρεύεις· 780
ο Δήφοβος μονάχα κι ο Έλενος, ο ρήγας ο αντρειωμένος,
έχουνε φύγει, τι λαβώθηκαν με τα μακριά κοντάρια
κι οι δυο στο χέρι· κι ουδέ γλίτωναν, αν δε βοηθούσε ο Δίας.
Τώρα η καρδιά και το κουράγιο σου κει που σε πάνε τράβα,
και ψυχωμένοι εμείς αντάμα σου θα᾽ ρθούμε· δε θα λείψω, 785
με όση κι αν έχω ακόμα δύναμη, κι εγώ να πολεμήσω·
τι αλήθεια, πάνω απ᾽ ό,τι δύνεσαι δεν πολεμάς, κι ας θέλεις.»
Είπε ο αντρειανός, και μεταστρέφοντας τη γνώμη του αδερφού του
κινούν εκεί, η σφαγή κι ο πόλεμος που ανάβαν, στον Ορθαίο,
στον άψεγο τον Πολυδάμαντα, στον Κεβριόνη γύρα, 790
στον Πολυφήτη τον ισόθεο, στο Φάλκη, στον Ασκάνιο,
στον Πάλμη γύρα, στου Ιπποτίωνα στερνά το γιο το Μόρη,
που απ᾽ την παχιά Ασκανία ξεκούραστοι χαράματα ειχαν φτάσει
μια μέρα πριν, και τώρα εμάχουνταν σπρωγμένοι από το Δία.
Κι οι Τρώες μπροστά ετραβούσαν, πέφτοντας σαν άγρια ανεμοζάλη, 795
που ο Δίας πατέρας μπουμπουνίζοντας στον κάμπο ξεσηκώνει,
και με τρανό βουητό ξεχύνεται στο πέλαο, και θεριεύουν
της πολυφούρφουρης της θάλασσας τα κύματα βογγώντας,
δοξαρωτά, αφρισμένα, ατέλειωτα, μπρος τό ᾽να, πίσω τ᾽ άλλο·
όμοια κι οι Τρώες τους βασιλιάδες τους απανωτοί ακλουθούσαν 800
ο ένας στον άλλο πίσω, κι άστραφταν μες στις χαλκές αρμάτες.
Κι άνοιγε δρόμο ο μέγας Έχτορας, σαν Άρης ξαγριεμένος,
ο γιος του Πρίαμου, τ᾽ ολοστρόγγυλο σκουτάρι ομπρός κρατώντας,
που έξω χαλκός χοντρός το σκέπαζε, πυκνά δερμάτια μέσα.
Κι άστραφτε γύρα στα μελίγγια του σεινάμενο το κράνος· 805
κι ολούθε στις γραμμές δοκίμαζε, μια δω, μια κει τραβώντας,
μπας και τσακίσουν μπρος του, ως πήγαινε κρυμμένος στο σκουτάρι.
Όμως οι Αργίτες το κουράγιο τους δεν τό ᾽χασαν, και πρώτος
με δρασκελιές ο Αίας τον σίμωσε και τον αντροκαλιέται:
«Άμυαλε εσύ, γιά κοντοζύγωσε! Τί φοβερίζεις έτσι 810
τους Δαναούς; Δεν είμαστε άμαθοι κι εμείς από πολέμους·
μονάχα το κακό μάς δάμασε του Δία μαστίγι τώρα.
Αλήθεια, ελπίζεις τα καράβια μας πατώντας να τα κάψεις;
Μα χέρια λέω κι εμείς πως έχουμε να τα διαφεντευτούμε.
Πολύ πιο πριν μπορεί το κάστρο σας το αρχοντικό, το πλούσιο, 815
έτσι να πέσει μες στα χέρια μας, στην άκρη του σπαθιού μας.
Και λέω, για σε τον ίδιο επλάκωσε πια η μέρα που ως θα φεύγεις,
το Δία μαζί και τους επίλοιπους θεούς θ᾽ ανακαλιέσαι
να ξεπερνούν τα ωριότριχα άτια σου και τα γεράκια ακόμα,
κατά το κάστρο ως θα σε φέρνουνε στον κάμπο, μες στη σκόνη!» 820
Ως είπε αυτά τα λόγια, επρόβαλεν αϊτός αψηλοπέτης,
δεξιά μεριά, κι οι Αργίτες όλοι τους για το καλό σημάδι
σέρνουν φωνή· μα ο γαύρος Έχτορας γυρνάει κι απηλογιέται:
«Αίαντα μωρόλογε κι αστόχαστε, τί λόγια αυτά που κρένεις;
Υγιός του Δία του βροντοσκούταρου νά ᾽μουν εγώ μακάρι 825
παντοτινά, κι απ᾽ την αρχόντισσα την Ήρα γεννημένος,
να με τιμούν, ως τον Απόλλωνα τιμούν και την Παλλάδα,
όσό ειναι αλήθεια, η μέρα σήμερα πως φέρνει στους Αργίτες
όλους κακό· κι εσύ το θάνατο θα βρείς, αν σου βαστάξει
να μείνεις στο μακρύ κοντάρι μου μπροστά, που θα σου σκίσει 830
το τρυφερό κορμί, και πέφτοντας στ᾽ αργίτικα καράβια
με ξίγκια και ψαχνά τους σκύλους μας και τα όρνια θα χορτάσεις.»
Ως είπε τούτα, ομπρός εκίνησε, κι οι επίλοιποι ακλουθούσαν
με άγριο συντάραχο, και χούγιαξε το ασκέρι πίσωθέ τους.
Κι από την άλλη οι Αργίτες χούγιαξαν, κι ουδέ την αντριγιά τους 835
ξεχνούσαν, μόνο στέκαν άσειστοι μπροστά απ᾽ τους Τρώες που εχίμουν·
κι ο αχός των δυο στα αιθέρια ασκώνουνταν, στου Δία τα λάμπη απάνω.
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν Ἀλέξανδρος θεοειδής·
«Ἕκτορ, ἐπεί τοι θυμὸς ἀναίτιον αἰτιάασθαι, 775
ἄλλοτε δή ποτε μᾶλλον ἐρωῆσαι πολέμοιο
μέλλω, ἐπεὶ οὐδ᾽ ἐμὲ πάμπαν ἀνάλκιδα γείνατο μήτηρ·
ἐξ οὗ γὰρ παρὰ νηυσὶ μάχην ἤγειρας ἑταίρων,
ἐκ τοῦ δ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐόντες ὁμιλέομεν Δαναοῖσι
νωλεμέως· ἕταροι δὲ κατέκταθεν, οὓς σὺ μεταλλᾷς. 780
οἴω Δηΐφοβός τε βίη θ᾽ Ἑλένοιο ἄνακτος
οἴχεσθον, μακρῇσι τετυμμένω ἐγχείῃσιν
ἀμφοτέρω κατὰ χεῖρα· φόνον δ᾽ ἤμυνε Κρονίων.
νῦν δ᾽ ἄρχ᾽, ὅππῃ σε κραδίη θυμός τε κελεύει·
ἡμεῖς δ᾽ ἐμμεμαῶτες ἅμ᾽ ἑψόμεθ᾽, οὐδέ τί φημι 785
ἀλκῆς δευήσεσθαι, ὅση δύναμίς γε πάρεστι.
πὰρ δύναμιν δ᾽ οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν.»
Ὣς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως·
βὰν δ᾽ ἴμεν ἔνθα μάλιστα μάχη καὶ φύλοπις ἦεν,
ἀμφί τε Κεβριόνην καὶ ἀμύμονα Πουλυδάμαντα, 790
Φάλκην Ὀρθαῖόν τε καὶ ἀντίθεον Πολυφήτην
Πάλμυν τ᾽ Ἀσκάνιόν τε Μόρυν θ᾽, υἷ᾽ Ἱπποτίωνος,
οἵ ῥ᾽ ἐξ Ἀσκανίης ἐριβώλακος ἦλθον ἀμοιβοὶ
ἠοῖ τῇ προτέρῃ· τότε δὲ Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι.
οἱ δ᾽ ἴσαν ἀργαλέων ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ, 795
ἥ ῥά θ᾽ ὑπὸ βροντῆς πατρὸς Διὸς εἶσι πέδονδε,
θεσπεσίῳ δ᾽ ὁμάδῳ ἁλὶ μίσγεται, ἐν δέ τε πολλὰ
κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης,
κυρτὰ φαληριόωντα, πρὸ μέν τ᾽ ἄλλ᾽, αὐτὰρ ἐπ᾽ ἄλλα·
ὣς Τρῶες πρὸ μὲν ἄλλοι ἀρηρότες, αὐτὰρ ἐπ᾽ ἄλλοι, 800
χαλκῷ μαρμαίροντες ἅμ᾽ ἡγεμόνεσσιν ἕποντο.
Ἕκτωρ δ᾽ ἡγεῖτο, βροτολοιγῷ ἶσος Ἄρηϊ,
Πριαμίδης· πρόσθεν δ᾽ ἔχεν ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην,
ῥινοῖσιν πυκινήν, πολλὸς δ᾽ ἐπελήλατο χαλκός·
ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ. 805
πάντῃ δ᾽ ἀμφὶ φάλαγγας ἐπειρᾶτο προποδίζων,
εἴ πώς οἱ εἴξειαν ὑπασπίδια προβιβῶντι·
ἀλλ᾽ οὐ σύγχει θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν.
Αἴας δὲ πρῶτος προκαλέσσατο, μακρὰ βιβάσθων·
«δαιμόνιε, σχεδὸν ἐλθέ· τίη δειδίσσεαι αὔτως 810
Ἀργείους; οὔ τοί τι μάχης ἀδαήμονές εἰμεν,
ἀλλὰ Διὸς μάστιγι κακῇ ἐδάμημεν Ἀχαιοί.
ἦ θήν πού τοι θυμὸς ἐέλπεται ἐξαλαπάξειν
νῆας· ἄφαρ δέ τε χεῖρες ἀμύνειν εἰσὶ καὶ ἡμῖν.
ἦ κε πολὺ φθαίη εὖ ναιομένη πόλις ὑμὴ 815
χερσὶν ὑφ᾽ ἡμετέρῃσιν ἁλοῦσά τε περθομένη τε.
σοὶ δ᾽ αὐτῷ φημὶ σχεδὸν ἔμμεναι, ὁππότε φεύγων
ἀρήσῃ Διὶ πατρὶ καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισι
θάσσονας ἰρήκων ἔμεναι καλλίτριχας ἵππους,
οἵ σε πόλινδ᾽ οἴσουσι κονίοντες πεδίοιο.» 820
Ὣς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις,
αἰετὸς ὑψιπέτης· ἐπὶ δ᾽ ἴαχε λαὸς Ἀχαιῶν
θάρσυνος οἰωνῷ· ὁ δ᾽ ἀμείβετο φαίδιμος Ἕκτωρ·
«Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάϊε, ποῖον ἔειπες·
εἰ γὰρ ἐγὼν οὕτω γε Διὸς πάϊς αἰγιόχοιο 825
εἴην ἤματα πάντα, τέκοι δέ με πότνια Ἥρη,
τιοίμην δ᾽ ὡς τίετ᾽ Ἀθηναίη καὶ Ἀπόλλων,
ὡς νῦν ἡμέρη ἥδε κακὸν φέρει Ἀργείοισι
πᾶσι μάλ᾽, ἐν δὲ σὺ τοῖσι πεφήσεαι, αἴ κε ταλάσσῃς
μεῖναι ἐμὸν δόρυ μακρόν, ὅ τοι χρόα λειριόεντα 830
δάψει· ἀτὰρ Τρώων κορέεις κύνας ἠδ᾽ οἰωνοὺς
δημῷ καὶ σάρκεσσι, πεσὼν ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο· τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο
ἠχῇ θεσπεσίῃ, ἐπὶ δ᾽ ἴαχε λαὸς ὄπισθεν.
Ἀργεῖοι δ᾽ ἑτέρωθεν ἐπίαχον, οὐδὲ λάθοντο 835
ἀλκῆς, ἀλλ᾽ ἔμενον Τρώων ἐπιόντας ἀρίστους.
ἠχὴ δ᾽ ἀμφοτέρων ἵκετ᾽ αἰθέρα καὶ Διὸς αὐγάς.