Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 11 στ. 804-848
Είπε, και την καρδιά ανατάραξε στου Πάτροκλου τα στήθια,
κι έτσι κινούσε δίπλα στ᾽ άρμενα, να πάει στον Αχιλλέα. 805
Μα σύντας προσπερνούσε τ᾽ άρμενα του αρχοντικού Οδυσσέα
τρεχάτος, στο άπλωμα που εγίνουνταν η σύναξη κι οι δίκες,
κι όπου υψωνόνταν των αθάνατων γύρα οι βωμοί, κει πέρα
ξάφνου ανταμώνει τον Ευρύπυλο τον αρχοντοθρεμμένο,
το λαβωμένο γιο του Ευαίμονα πα στο μερί, που ερχόταν 810
πίσω απ᾽ τον πόλεμο κουτσαίνοντας, κι από κεφάλι κι ώμους
κρουνός ο ιδρώτας κάτω εστάλαζε· τον σούβλιζε η πληγή του,
και μελανό το γαίμα εσούρωνε, δούλευε ο νους του ωστόσο.
Κι όπως τον είδε ο γαύρος Πάτροκλος, τον πόνεσε η καρδιά του,
και με κλαφτή φωνή ανεπάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: 815
«Δύστυχοι εσείς, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες!
Έτσι λοιπόν μακριά σάς μέλλουνταν από δικούς και φίλους
της Τροίας τους σκύλους να χορτάσετε με τ᾽ άσπρο σας το ξίγκι;
Όμως εσύ, αντρειωμένε Ευρύπυλε κι αρχοντικέ, γιά πες μου,
οι Αργίτες μπρος στο μέγαν Έχτορα θα κρατηθούν ακόμα, 820
γιά θα χαθούν απ᾽ το κοντάρι του κακοθανατισμένοι;»
Κι ο λαβωμένος τότε Ευρύπυλος απηλογιά τού δίνει:
«Πια τώρα, Πάτροκλε αρχοντόθρεφτε, να κρατηθούν οι Αργίτες
δε γίνεται· σε λίγο ρίχνουνται στα μαύρα τ᾽ άρμενά τους·
τι κιόλας όλους που ξεχώριζαν στην αντριγιά ως τα τώρα, 825
από κοντά ή μακριά τούς χτύπησαν οι Τρώες, και στα καράβια
κείτονται, και των Τρώων η δύναμη κάθε στιγμή αβγαταίνει.
Μα εμένα γλίτωσέ με, φέρε με στο μαύρο μου καράβι,
και τη σαγίτα κόψε, βγάλε την απ᾽ το μερί, και πλύνε
με χλιο νερό το μαύρο γαίμα μου, και μαλακά βοτάνια 830
βάλε μετά, πραγά, που σού ᾽μαθε λεν ο Αχιλλέας, απάνω·
αυτός από το δίκιο Κένταυρο, το Χείρωνα, τα ξέρει.
Δυό ειν᾽ οι γιατροί μας, ο Μαχάονας κι ο Ποδαλείριος, όμως
ο ένας θαρρώ μες στα καλύβια μας ξαπλώνει λαβωμένος,
κι έχει κι αυτός από αψεγάδιαστο γιατρό μαθές ανάγκη· 835
κι ο άλλος στον κάμπο στέκει ακλόνητος στων Τρώων τη λύσσα αντίκρυ.»
Γυρνώντας ο αντρειωμένος Πάτροκλος απηλογιά τού δίνει:
«Τί λες να κάνω τώρα, Ευρύπυλε, και πώς να τα βολέψω;
Τρέχω να φέρω στον πολέμαρχο τον Αχιλλέα το λόγο
που μού ᾽πεν ο γερήνιος Νέστορας, των Αχαιών η σκέπη. 840
Μα κι έτσι δε σ᾽ αφήνω αβόηθητο, για να σε τρων οι πόνοι.»
Αυτά ειπε, κι απ᾽ τα στήθια αγκάλιασε το ρήγα, και τον πήγε
μες στο καλύβι· κι ένας σύντροφος βοϊδοπροβιές τού στρώνει
και πέφτει. Ευτύς του βγάζει ο Πάτροκλος τη σουβλερή σαγίτα
απ᾽ το μερί με το μαχαίρι του, το μαύρο γαίμα πλένει 845
με χλιο νερό, και πάνω απίθωσε πικρή πονοκοιμήτρα
ρίζα, στο χέρι αφού την έτριψε, και σταματά τους πόνους.
Έτσι η πληγή γοργά εμαράθηκε, και στάθηκε το γαίμα.
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε,
βῆ δὲ θέειν παρὰ νῆας ἐπ᾽ Αἰακίδην Ἀχιλῆα. 805
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κατὰ νῆας Ὀδυσσῆος θείοιο
ἷξε θέων Πάτροκλος, ἵνα σφ᾽ ἀγορή τε θέμις τε
ἤην, τῇ δὴ καί σφι θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί,
ἔνθα οἱ Εὐρύπυλος βεβλημένος ἀντεβόλησε
διογενὴς Εὐαιμονίδης κατὰ μηρὸν ὀϊστῷ, 810
σκάζων ἐκ πολέμου· κατὰ δὲ νότιος ῥέεν ἱδρὼς
ὤμων καὶ κεφαλῆς, ἀπὸ δ᾽ ἕλκεος ἀργαλέοιο
αἷμα μέλαν κελάρυζε· νόος γε μὲν ἔμπεδος ἦεν.
τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτειρε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός,
καί ῥ᾽ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 815
«ἆ δειλοί, Δαναῶν ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ὣς ἄρ᾽ ἐμέλλετε τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης
ἄσειν ἐν Τροίῃ ταχέας κύνας ἀργέτι δημῷ.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπέ, διοτρεφὲς Εὐρύπυλ᾽ ἥρως,
ἤ ῥ᾽ ἔτι που σχήσουσι πελώριον Ἕκτορ᾽ Ἀχαιοί, 820
ἦ ἤδη φθίσονται ὑπ᾽ αὐτοῦ δουρὶ δαμέντες;»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύπυλος βεβλημένος ἀντίον ηὔδα·
«οὐκέτι, διογενὲς Πατρόκλεες, ἄλκαρ Ἀχαιῶν
ἔσσεται, ἀλλ᾽ ἐν νηυσὶ μελαίνῃσιν πεσέονται.
οἱ μὲν γὰρ δὴ πάντες, ὅσοι πάρος ἦσαν ἄριστοι, 825
ἐν νηυσὶν κέαται βεβλημένοι οὐτάμενοί τε
χερσὶν ὕπο Τρώων· τῶν δὲ σθένος ὄρνυται αἰέν.
ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν σὺ σάωσον ἄγων ἐπὶ νῆα μέλαιναν,
μηροῦ δ᾽ ἔκταμ᾽ ὀϊστόν, ἀπ᾽ αὐτοῦ δ᾽ αἷμα κελαινὸν
νίζ᾽ ὕδατι λιαρῷ, ἐπὶ δ᾽ ἤπια φάρμακα πάσσεν, 830
ἐσθλά, τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι,
ὃν Χείρων ἐδίδαξε, δικαιότατος Κενταύρων.
ἰητροὶ μὲν γὰρ Ποδαλείριος ἠδὲ Μαχάων,
τὸν μὲν ἐνὶ κλισίῃσιν ὀΐομαι ἕλκος ἔχοντα,
χρηΐζοντα καὶ αὐτὸν ἀμύμονος ἰητῆρος, 835
κεῖσθαι· ὁ δ᾽ ἐν πεδίῳ Τρώων μένει ὀξὺν Ἄρηα.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός·
«πῶς τ᾽ ἄρ᾽ ἔοι τάδε ἔργα; τί ῥέξομεν, Εὐρύπυλ᾽ ἥρως;
ἔρχομαι, ὄφρ᾽ Ἀχιλῆϊ δαΐφρονι μῦθον ἐνίσπω,
ὃν Νέστωρ ἐπέτελλε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν· 840
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς περ σεῖο μεθήσω τειρομένοιο.»
Ἦ, καὶ ὑπὸ στέρνοιο λαβὼν ἄγε ποιμένα λαῶν
ἐς κλισίην· θεράπων δὲ ἰδὼν ὑπέχευε βοείας.
ἔνθα μιν ἐκτανύσας ἐκ μηροῦ τάμνε μαχαίρῃ
ὀξὺ βέλος περιπευκές, ἀπ᾽ αὐτοῦ δ᾽ αἷμα κελαινὸν 845
νίζ᾽ ὕδατι λιαρῷ, ἐπὶ δὲ ῥίζαν βάλε πικρὴν
χερσὶ διατρίψας, ὀδυνήφατον, ἥ οἱ ἁπάσας
ἔσχ᾽ ὀδύνας· τὸ μὲν ἕλκος ἐτέρσετο, παύσατο δ᾽ αἷμα.