Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 24 στ. 621-676
Είπε ο Αχιλλέας, και σβέλτος πήδηξε, κι αρνί κατάσπρο σφάζει·
κι οι σύντροφοί του, ευτύς που τό ᾽γδαραν, το γνοιάστηκαν ως πρέπει,
το λιάνισαν μετά και πέρασαν στις σούβλες τα κομμάτια,
κι ως στη φωτιά με τέχνη τά ᾽ψησαν, τ᾽ αποτραβήξαν όλα.
Τότε ο Αυτομέδοντας μες σε όμορφα πανέρια στο τραπέζι 625
ψωμί μοιράζει, κι ο πανέμνοστος γιος του Πηλέα το κρέας.
Κι έτσι πια εκείνοι ομπρός τους στα έτοιμα φαγιά τα χέρια απλώσαν·
και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
να καμαρώνει ο Πρίαμος άρχισε τον Αχιλλέα, θωρώντας
πόσο τρανός φαινόταν κι όμορφος, με τους θεούς παρόμοιος. 630
Ωστόσο κι ο Αχιλλέας καμάρωνε το γέροντα αντικρύ του,
το αρχοντικό του θώρι βλέποντας, το λόγο του γρικώντας.
Μα πια σα χόρτασαν θαμάζοντας ο ένας τον άλλο, πρώτος
ο Πρίαμος πήρε ο θεοπρόσωπος κι αρχίνησε να λέει:
«Βάλε με τώρα, αρχοντογέννητε, να γείρω σε κλινάρι, 635
καιρό μη χάνεις, τον ολόγλυκο τον ύπνο να χαρούμε·
τι μάτι ακόμα εγώ δε σφάλιξα στα βλέφαρα από κάτω
από την ώρα που τα χέρια σου νεκρό το γιο μου ερίξαν,
μόν᾽ όλο κλαίω και τα φαρμάκια μου τα μύρια αναχαράζω,
μες στη φραγμένη αυλή μου ως κείτουμαι, στη λάσπη κυλισμένος. 640
Μα τώρα και κρασί κατέβασα φλογάτο απ᾽ το λαιμό μου
και ψωμί γεύτηκα· πρωτύτερα θροφή δεν είχα αγγίξει.»
Αυτά ειπε, κι ο Αχιλλέας τους σύντροφους προστάζει και τις δούλες
στο σκεπαστό να στρώσουν γρήγορα, και βυσσινιά να βάλουν
ώρια στρωσίδια, κι από πάνω τους ν᾽ απλώσουν αντρομίδες, 645
κι ακόμα και σγουρές για σκέπασμα φλοκάτες από πάνω.
Κι εκείνες βγήκαν απ᾽ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια,
και γρήγορα, με βιάση ως δούλευαν, τους στρώσαν δυο κλινάρια.
Τότε ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος πειράζοντάς τον είπε:
«Γέροντα, απόξω τώρα πλάγιασε, κανείς τυχόν Αργίτης 650
μη φτάσει εδώ από τους πρωτόγερους, που κάθε τόσο ερχόνται
μαζί να βουλευτούμε θέλοντας, σε αρχόντους ως ταιριάζει.
Κανείς τους αν σε ιδεί στην άφωτη, γοργή νυχτιά, να τρέξει
μπορεί, του ρήγα του Αγαμέμνονα μεμιάς να το προκάνει,
κι έτσι το γιο σου ως να λυτρώσουμε πολύς καιρός περάσει. 655
Μόν᾽ έλα τώρα, δώσ᾽ μου απόκριση και πες την πάσα αλήθεια:
Σαν πόσες μέρες θες για του Έχτορα του αρχοντικού το ξόδι,
για να μην μπω κι εγώ στον πόλεμο και να κρατώ τ᾽ ασκέρι;»
Κι ο θεοπρόσωπος ο γέροντας του απηλογήθη τότε:
«Αν να με αφήσεις θες τον Έχτορα τον αντρειανό να θάψω, 660
αυτό, Αχιλλέα, να κάνεις, κι άμετρη θα σου χρωστούσα χάρη:
Κλεισμένοι στο καστρί βρισκόμαστε, το ξέρεις, κι είναι αλάργα
τα ξύλα απ᾽ το βουνό ως να φέρουμε, κι οι Τρώες δειλιούν περίσσια.
Μέρες εννιά μες στο παλάτι μου θα τον μοιρολογούμε,
στις δέκα πάνω θα τον θάψουμε κι η μακαριά θα γένει, 665
μετά, στις έντεκα, από πάνω του θ᾽ ασκώσουμε μνημούρι,
και πια στις δώδεκα στον πόλεμο θα μπούμε, αν είναι ανάγκη.»
Και τότε ο αρχοντικός, γοργόποδος του μίλησε Αχιλλέας:
«Και τούτα θα σου γίνουν, γέροντα, καθώς τα θέλεις τώρα·
θα ορίσω να σκολάσει ο πόλεμος όσον καιρό γυρεύεις.» 670
Αυτά ειπε, κι έπιασε το γέροντα στο χέρι το δεξιό του,
πα στον αρμό, καμιά στα σπλάχνα του μην έχει πια τρομάρα.
Έτσι σε λίγο στον αυλόγυρο κοιμόντουσαν εκείνοι,
ο γέρο Πρίαμος κι ο διαλάλης του, κι οι δυο τους μυαλωμένοι.
Κοιμόταν κι ο Αχιλλέας στο στέριο του μέσα βαθιά καλύβι, 675
και δίπλα του είχε η ροδομάγουλη ξαπλώσει Βρισοπούλα.
Ἦ, καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς
σφάξ᾽· ἕταροι δὲ δέρον τε καὶ ἄμφεπον εὖ κατὰ κόσμον,
μίστυλλόν τ᾽ ἄρ᾽ ἐπισταμένως πεῖράν τ᾽ ὀβελοῖσιν,
ὤπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα.
Αὐτομέδων δ᾽ ἄρα σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ 625
καλοῖς ἐν κανέοισιν· ἀτὰρ κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
ἤτοι Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζ᾽ Ἀχιλῆα,
ὅσσος ἔην οἷός τε· θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει· 630
αὐτὰρ ὁ Δαρδανίδην Πρίαμον θαύμαζεν Ἀχιλλεύς,
εἰσορόων ὄψίν τ᾽ ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων.
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες,
τὸν πρότερος προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·
«λέξον νῦν με τάχιστα, διοτρεφές, ὄφρα καὶ ἤδη 635
ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες·
οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν ἐμοῖσιν
ἐξ οὗ σῇς ὑπὸ χερσὶν ἐμὸς πάϊς ὤλεσε θυμόν,
ἀλλ᾽ αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω,
αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον. 640
νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην καὶ αἴθοπα οἶνον
λαυκανίης καθέηκα· πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην.»
Ἦ ῥ᾽, Ἀχιλεὺς δ᾽ ἑτάροισιν ἰδὲ δμῳῇσι κέλευσε
δέμνι᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ
πορφύρε᾽ ἐμβαλέειν, στορέσαι τ᾽ ἐφύπερθε τάπητας, 645
χλαίνας τ᾽ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.
αἱ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι,
αἶψα δ᾽ ἄρα στόρεσαν δοιὼ λέχε᾽ ἐγκονέουσαι.
τὸν δ᾽ ἐπικερτομέων προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«ἐκτὸς μὲν δὴ λέξο, γέρον φίλε, μή τις Ἀχαιῶν 650
ἐνθάδ᾽ ἐπέλθῃσιν βουληφόρος, οἵ τέ μοι αἰεὶ
βουλὰς βουλεύουσι παρήμενοι, ἣ θέμις ἐστί·
τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν,
αὐτίκ᾽ ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν,
καί κεν ἀνάβλησις λύσιος νεκροῖο γένηται. 655
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον,
ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
«εἰ μὲν δή μ᾽ ἐθέλεις τελέσαι τάφον Ἕκτορι δίῳ, 660
ὧδέ κέ μοι ῥέζων, Ἀχιλεῦ, κεχαρισμένα θείης.
οἶσθα γὰρ ὡς κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα, τηλόθι δ᾽ ὕλη
ἀξέμεν ἐξ ὄρεος, μάλα δὲ Τρῶες δεδίασιν.
ἐννῆμαρ μέν κ᾽ αὐτὸν ἐνὶ μεγάροις γοάοιμεν,
τῇ δεκάτῃ δέ κε θάπτοιμεν δαινῦτό τε λαός, 665
ἑνδεκάτῃ δέ κε τύμβον ἐπ᾽ αὐτῷ ποιήσαιμεν,
τῇ δὲ δυωδεκάτῃ πολεμίξομεν, εἴ περ ἀνάγκη.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
«ἔσται τοι καὶ ταῦτα, γέρον Πρίαμ᾽, ὡς σὺ κελεύεις·
σχήσω γὰρ πόλεμον τόσσον χρόνον ὅσσον ἄνωγας.» 670
Ὣς ἄρα φωνήσας ἐπὶ καρπῷ χεῖρα γέροντος
ἔλλαβε δεξιτερήν, μή πως δείσει᾽ ἐνὶ θυμῷ.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο,
κῆρυξ καὶ Πρίαμος, πυκινὰ φρεσὶ μήδε᾽ ἔχοντες.
αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς εὗδε μυχῷ κλισίης ἐϋπήκτου· 675
τῷ δὲ Βρισηῒς παρελέξατο καλλιπάρῃος.