Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 17 στ. 656-714
Είπε, κι αμέσως ο βροντόφωνος Μενέλαος τον ακούει·
κινάει και φεύγει, λιόντας θά ᾽λεγες, που απ᾽ την αυλή της μάντρας,
αφού εκουράστη αναστατώνοντας και σκύλους και τσοπάνους,
που όλη τη νύχτα ορθοί την πέρασαν, χωρίς να τον αφήσουν
το πιο παχύ ν᾽ αρπάξει βόδι τους· κι εκείνος κρέας ζητώντας 660
να φάει, χιμάει, μα δίχως όφελος· πλήθος μαθές κοντάρια
πέφτουν απάνω του ξεφεύγοντας απ᾽ αντρειωμένα χέρια,
πλήθος δαδιά που καιν και σκιάζεται, με όση κι αν έχει λύσσα·
και μόνο ως φέξει, παίρνει απόφαση και φεύγει πικραμένος·
όμοια απ᾽ τον Πάτροκλο ο βροντόφωνος Μενέλαος στανικώς του 665
κινούσε για να φύγει, τι έτρεμε στα πόδια μην το βάλουν
οι Αργίτες, κι έτσι στους αντίμαχους για κούρσο τον αφήσουν.
Πολλές λοιπόν στους Αίαντες έδινε και στο Μηριόνη διάτες:
«Μηριόνη κι Αίαντες, αγρικήστε με, των Αχαιών ρηγάρχες·
την καλοσύνη του έρμου Πάτροκλου τώρα ας κρατά ο καθένας 670
στο νου, τι αλήθεια γλυκομίλητος, όσο που εζούσε, σε όλους
κάτεχε νά ᾽ναι· τώρα ο θάνατος κι η Μοίρα τον κρατούνε.»
Είπε ο ξανθός Μενέλαος κι έφυγε, και κόχευε τα μάτια
γύρα τρογύρα ολούθε ψάχνοντας, καθώς αϊτός, που λένε
πως έχει απ᾽ όλα τα πετούμενα πιο κοφτερό το μάτι· 675
που και ψηλάθε ο γοργοπόδαρος λαγός, βαθιά χωμένος
μες σε πυκνόφυλλα χαμόκλαδα, ποτέ δεν του ξεφεύγει,
μόν᾽ στη στιγμή χιμάει κι αδράχνει τον και τη ζωή τού παίρνει·
όμοια και σένα, αρχοντογέννητε Μενέλαε, τριγυρίζαν
παντού τα δυο τα μάτια αστράφτοντας, να ιδείς στο πλήθιο ασκέρι 680
αν κάπου ζωντανός του Νέστορα βρίσκεται ο γιος ακόμα·
και γρήγορα τον είδε πού ᾽στεκε ζερβιά μεριά απ᾽ τη μάχη,
και τους συντρόφους του όλους γκάρδιωνε, στη μάχη σπρώχνοντάς τους.
Κι ήρθε ο ξανθός Μενέλαος δίπλα του κι αυτά τού λέει τα λόγια:
«Έλα, του Δία βλαστάρι, Αντίλοχε, το μαύρο το μαντάτο 685
τώρα ν᾽ ακούσεις· αχ, τί θά ᾽δινα, ποτέ να μη είχε γίνει!
Θωρώντας γύρα θα κατάλαβες θαρρώ και μοναχός σου
πως τώρα πια ο θεός το χαλασμό των Αχαιών γυρεύει,
κι η νίκη είναι των Τρώων. Σκοτώθηκεν ο πιο τρανός Αργίτης,
ο Πάτροκλος, κι οι Αργίτες ένιωσαν καημό βαρύ που εχάθη! 690
Μόν᾽ τρέχα εσύ γοργά στ᾽ αργίτικα καράβια, του Αχιλλέα
να πεις να δράμει, μπας και στ᾽ άρμενα γλιτώσει το κουφάρι,
γυμνό· τι τον ξαρμάτωσε ο Έχτορας ο λαμπροκρανοσείστης.»
Είπε, κι ο Αντίλοχος επάγωσε το λόγο αυτό ν᾽ ακούσει,
κι έτσι πολληώρα απόμεινε άλαλος, και του γιομώσαν δάκρυα 695
τα μάτια, κι η φωνή του επιάστηκεν η δυνατή· μα κι έτσι
του γιου του Ατρέα δεν την ξαστόχησε την προσταγή, μόν᾽ φεύγει,
και τ᾽ άρματά του τα παράτησε στον άψεγό του ακράνη
Λαόδοκο, που τα μονόνυχα κοντά του εγύριζε άτια.
Θρηνώντας τούτος απ᾽ τον πόλεμο κινούσε, στου Πηλέα 700
το γιο τον Αχιλλέα το μήνυμα το θλιβερό να φέρει.
Και συ, Μενέλαε, δεν το θέλησες, αρχοντικέ, να μείνεις
και να συντρέξεις στην ανάγκη τους τους συντρόφους, που αφήκε
ο Αντίλοχος κι απόμεινε έρημο των Πυλιωτών τ᾽ ασκέρι.
Γκαρδιώνει τον αρχοντογέννητο μονάχα Θρασυμήδη, 705
κι᾽ αυτός στον αντρειωμένο Πάτροκλο κινάει να φτάσει πίσω,
κι εστάθη μπρος στους Αίαντες τρέχοντας και βιαστικά τους είπε:
«Κείνον τον έστειλα στα γρήγορα καράβια μας να τρέξει
στον Αχιλλέα το γοργοπόδαρο· μα τούτος για την ώρα
λέω δε θα ᾽ρθεί, το θείο τον Έχτορα κι ας μάχεται περίσσια· 710
τι δεν μπορεί με δίχως άρματα τους Τρώες να πολεμήσει.
Όμως την πιο καλή και μόνοι μας βουλή να βρούμε ελάτε,
το πώς και το νεκρό θα σύρουμε, κι ατοί μας απ᾽ των Τρώων
μακριά τη ζάλη θα γλιτώσουμε το Χάρο και τη Μοίρα.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
βῆ δ᾽ ἰέναι ὥς τίς τε λέων ἀπὸ μεσσαύλοιο,
ὅς τ᾽ ἐπεὶ ἄρ κε κάμῃσι κύνας τ᾽ ἄνδρας τ᾽ ἐρεθίζων,
οἵ τέ μιν οὐκ εἰῶσι βοῶν ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι
πάννυχοι ἐγρήσσοντες· ὁ δὲ κρειῶν ἐρατίζων 660
ἰθύει, ἀλλ᾽ οὔ τι πρήσσει· θαμέες γὰρ ἄκοντες
ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν,
καιόμεναί τε δεταί, τάς τε τρεῖ ἐσσύμενός περ·
ἠῶθεν δ᾽ ἀπονόσφιν ἔβη τετιηότι θυμῷ·
ὣς ἀπὸ Πατρόκλοιο βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος 665
ἤϊε πόλλ᾽ ἀέκων· περὶ γὰρ δίε μή μιν Ἀχαιοὶ
ἀργαλέου πρὸ φόβοιο ἕλωρ δηΐοισι λίποιεν.
πολλὰ δὲ Μηριόνῃ τε καὶ Αἰάντεσσ᾽ ἐπέτελλεν·
«Αἴαντ᾽, Ἀργείων ἡγήτορε, Μηριόνη τε,
νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῖο 670
μνησάσθω· πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι
ζωὸς ἐών· νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖρα κιχάνει.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη ξανθὸς Μενέλαος,
πάντοσε παπταίνων ὥς τ᾽ αἰετός, ὅν ῥά τέ φασιν
ὀξύτατον δέρκεσθαι ὑπουρανίων πετεηνῶν, 675
ὅν τε καὶ ὑψόθ᾽ ἐόντα πόδας ταχὺς οὐκ ἔλαθε πτὼξ
θάμνῳ ὑπ᾽ ἀμφικόμῳ κατακείμενος, ἀλλά τ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἔσσυτο, καί τέ μιν ὦκα λαβὼν ἐξείλετο θυμόν.
ὣς τότε σοί, Μενέλαε διοτρεφές, ὄσσε φαεινὼ
πάντοσε δινείσθην πολέων κατὰ ἔθνος ἑταίρων, 680
εἴ που Νέστορος υἱὸν ἔτι ζώοντα ἴδοιτο.
τὸν δὲ μάλ᾽ αἶψα νόησε μάχης ἐπ᾽ ἀριστερὰ πάσης
θαρσύνονθ᾽ ἑτάρους καὶ ἐποτρύνοντα μάχεσθαι,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
«Ἀντίλοχ᾽, εἰ δ᾽ ἄγε δεῦρο, διοτρεφές, ὄφρα πύθηαι 685
λυγρῆς ἀγγελίης, ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι.
ἤδη μὲν σὲ καὶ αὐτὸν ὀΐομαι εἰσορόωντα
γιγνώσκειν ὅτι πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει,
νίκη δὲ Τρώων· πέφαται δ᾽ ὤριστος Ἀχαιῶν,
Πάτροκλος, μεγάλη δὲ ποθὴ Δαναοῖσι τέτυκται. 690
ἀλλὰ σύ γ᾽ αἶψ᾽ Ἀχιλῆϊ θέων ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
εἰπεῖν, αἴ κε τάχιστα νέκυν ἐπὶ νῆα σαώσῃ
γυμνόν· ἀτὰρ τά γε τεύχε᾽ ἔχει κορυθαίολος Ἕκτωρ.»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀντίλοχος δὲ κατέστυγε μῦθον ἀκούσας·
δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε, τὼ δέ οἱ ὄσσε 695
δακρυόφι πλῆσθεν, θαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς Μενελάου ἐφημοσύνης ἀμέλησε,
βῆ δὲ θέειν, τὰ δὲ τεύχε᾽ ἀμύμονι δῶκεν ἑταίρῳ,
Λαοδόκῳ, ὅς οἱ σχεδὸν ἔστρεφε μώνυχας ἵππους.
Τὸν μὲν δάκρυ χέοντα πόδες φέρον ἐκ πολέμοιο, 700
Πηλεΐδῃ Ἀχιλῆϊ κακὸν ἔπος ἀγγελέοντα.
οὐδ᾽ ἄρα σοί, Μενέλαε διοτρεφές, ἤθελε θυμὸς
τειρομένοις ἑτάροισιν ἀμυνέμεν, ἔνθεν ἀπῆλθεν
Ἀντίλοχος, μεγάλη δὲ ποθὴ Πυλίοισιν ἐτύχθη·
ἀλλ᾽ ὅ γε τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα δῖον ἀνῆκεν, 705
αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ ἐπὶ Πατρόκλῳ ἥρωϊ βεβήκει,
στῆ δὲ παρ᾽ Αἰάντεσσι θέων, εἶθαρ δὲ προσηύδα·
«κεῖνον μὲν δὴ νηυσὶν ἐπιπροέηκα θοῇσιν,
ἐλθεῖν εἰς Ἀχιλῆα πόδας ταχύν· οὐδέ μιν οἴω
νῦν ἰέναι μάλα περ κεχολωμένον Ἕκτορι δίῳ· 710
οὐ γάρ πως ἂν γυμνὸς ἐὼν Τρώεσσι μάχοιτο.
ἡμεῖς δ᾽ αὐτοί περ φραζώμεθα μῆτιν ἀρίστην,
ἠμὲν ὅπως τὸν νεκρὸν ἐρύσσομεν, ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
Τρώων ἐξ ἐνοπῆς θάνατον καὶ κῆρα φύγωμεν.»