Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 16 στ. 692-750
Πάτροκλε, ο πρώτος ποιός που σκότωσες, ποιός ο στερνός αλήθεια,
την ώρα αυτή, οι θεοί στο θάνατο που σ᾽ είχαν πια καλέσει;
Τον Άδραστο και τον Επίστορα και τον Αυτόνοο πρώτα,
του Μέγα τον υγιό τον Πέριμο, τον Έλασο, το Μούλιο, 695
τον Έχεκλο και το Μελάνιππο μετά και τον Πυλάρτη.
Κι οι άλλοι, ως τον είδαν που τους σκότωνε, το ρίξαν στη φευγάλα.
Οι Αργίτες τότε το αψηλόπορτο της Τροίας θα παίρναν κάστρο,
ως χίμα ο Πάτροκλος, τι φρένιαζε γύρω μπροστά χτυπώντας,
αν δε στεκόταν στον καλόχτιστο τον πύργο απάνω ο Φοίβος, 700
τους Τρώες βοηθώντας και λογιάζοντας πολλά κακά για κείνον.
Τρεις πάτησε φορές ο Πάτροκλος στ᾽ ολόρθο καστροτείχι,
πα στη γωνιά, και τρεις ο Απόλλωνας του σπρώχνει το σκουτάρι
με τα δυο χέρια του τ᾽ αθάνατα, και τον τινάζει πίσω.
Μα σύντας χίμιξε και τέταρτην, ίδια θεός, ο Φοίβος 705
ο μακρορίχτης φοβερίζοντας άγρια φωνή τού σέρνει:
«Πάτροκλε, πίσω, αρχοντογέννητε! Με το κοντάρι σου, όχι,
των Τρώων των πέρφανων δε γράφτηκε να πατηθεί το κάστρο,
μηδέ με του Αχιλλέα, που ασύγκριτα πιο αντρόκαρδος λογιέται.»
Έτσι του μίλησε, κι ο Πάτροκλος πίσω πολύ ετραβήχτη, 710
του μακροσαγιτάρη Απόλλωνα τη μάνητα να φύγει.
Κι ο Έχτορας τ᾽ άτια τα μονόνυχα κρατάει στο Ζερβοπόρτι,
κι αναρωτιόταν, να τα γύριζε, να μπεί ξανά στη μάχη,
γιά να προστάξει, στο καστρότειχο να σφαλιχτεί ο στρατός του.
Κι ως τούτα ανάδευεν, ο Απόλλωνας πρόβαλε ομπρός του ο Φοίβος, 715
μ᾽ έναν θνητό αντρειωμένο μοιάζοντας και δυνατό, τον Άσιο·
θείος του αλογάρη Εχτόρου εκράζουνταν από μητέρα ετούτος·
τι ήταν υγιός μαθές του Δύμαντα κι αδέρφι της Εκάβης,
και στου Σαγγάριου πλάι τα ρέματα, μες στη Φρυγίαν εζούσε.
Με τούτον μοιάζοντας ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία, του κάνει: 720
«Απ᾽ τη σφαγή τί φεύγεις, Έχτορα; Δε σου ταιριάζει εσένα!
Αχ, νά ᾽μουν τόσο πιο λιοντόκαρδος όσό ᾽μαι πιο αχαμνός σου,
κι άσκημα τότε θα το πλήρωνες να φεύγεις απ᾽ τη μάχη!
Ομπρός, με τ᾽ ατσαλόνυχα άτια σου τον Πάτροκλο κυνήγα,
μπας τον σκοτώσεις, και περίτρανη σου δώσει ο Φοίβος δόξα.» 725
Ως είπε αυτά ο θεός, στο αντρίστικο γυρνά ξανά τ᾽ απάλε·
κι ο μέγας Έχτορας του αντρόκαρδου Κεβριόνη ευτύς φωνάζει
να του κεντήσει πίσω τ᾽ άλογα για τη σφαγή· κι ο Φοίβος
στ᾽ ασκέρια ωστόσο εχώθη τρέχοντας, και στους Αργίτες άγρια
σκορπίζει ταραχή, τον Έχτορα τιμώντας και τους Τρώες. 730
Κι ο Έχτορας άφηνε, δε σκότωνε τους Δαναούς τους άλλους·
με τ᾽ ατσαλόνυχα άτια εγύρευε τον Πάτροκλο μονάχα.
Κι ο Πάτροκλος πηδά απ᾽ τ᾽ αμάξι του τότε στη γη, κι εκράτα
στο ζερβί χέρι το κοντάρι του, με τ᾽ άλλο αρπάει μια πέτρα
τραχιά, γυαλιστερή, που αλάκερο του γέμιζε το χέρι. 735
Κι όπως σιμά του ηρθε και στάθηκε, τη ρίχνει αντιπατώντας·
κι ήταν καλή η ριξιά, τη δέχτηκε του Εχτόρου ο αμαξολάτης,
ο Κεβριόνης, γιος κλεφτόσπαρτος του ξακουστού Πριάμου,
που εκράταε τα λουριά, στο μέτωπο· κι η σουβλερή κοτρόνα
τα δυο τα φρύδια του θρουβάλιασε, κι ουδέ τα κόκαλά του 740
δεν άντεξαν, μόν᾽ χάμω εκύλησαν τα μάτια του στη σκόνη,
στα πόδια του μπροστά· και κύλησε σα βουτηχτής στο χώμα
απ᾽ τ᾽ ώριο αμάξι, κι απ᾽ τα κόκαλα ξεχύθηκε η ψυχή του.
Και τού ᾽πες τότε αναγελώντας τον, Πάτροκλε εσύ αλογάρη:
«Πωπώ, σβελτάδα πού ᾽χει! Ανάλαφρες γιά ιδές βουτιές που παίρνει! 745
Να θε βρισκόταν και στη θάλασσα την ψαροθρόφα ετούτος,
κόσμο πολύ μαθές θα χόρταινε ψαρεύοντας για στρείδια,
απ᾽ το καράβι πάνω αν έπεφτε, κι ας ήταν και φουρτούνα,
σβέλτα αφού τόσο από το αμάξι του βουτάει στον κάμπο τώρα.
Αλήθεια, εχουν κι οι Τρώες στο κάστρο τους πιδέξιους βουτηχτάδες!» 750
Ἔνθα τίνα πρῶτον, τίνα δ᾽ ὕστατον ἐξενάριξας,
Πατρόκλεις, ὅτε δή σε θεοὶ θάνατόνδε κάλεσσαν;
Ἄδρηστον μὲν πρῶτα καὶ Αὐτόνοον καὶ Ἔχεκλον
καὶ Πέριμον Μεγάδην καὶ Ἐπίστορα καὶ Μελάνιππον, 695
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ Ἔλασον καὶ Μούλιον ἠδὲ Πυλάρτην·
τοὺς ἕλεν· οἱ δ᾽ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος.
Ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν
Πατρόκλου ὑπὸ χερσί· περιπρὸ γὰρ ἔγχεϊ θῦεν·
εἰ μὴ Ἀπόλλων Φοῖβος ἐϋδμήτου ἐπὶ πύργου 700
ἔστη, τῷ ὀλοὰ φρονέων, Τρώεσσι δ᾽ ἀρήγων.
τρὶς μὲν ἐπ᾽ ἀγκῶνος βῆ τείχεος ὑψηλοῖο
Πάτροκλος, τρὶς δ᾽ αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Ἀπόλλων,
χείρεσσ᾽ ἀθανάτῃσι φαεινὴν ἀσπίδα νύσσων.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸ τέταρτον ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος, 705
δεινὰ δ᾽ ὁμοκλήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«χάζεο, διογενὲς Πατρόκλεες· οὔ νύ τοι αἶσα
σῷ ὑπὸ δουρὶ πόλιν πέρθαι Τρώων ἀγερώχων,
οὐδ᾽ ὑπ᾽ Ἀχιλλῆος, ὅς περ σέο πολλὸν ἀμείνων.»
Ὣς φάτο, Πάτροκλος δ᾽ ἀνεχάζετο πολλὸν ὀπίσσω, 710
μῆνιν ἀλευάμενος ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος.
Ἕκτωρ δ᾽ ἐν Σκαιῇσι πύλῃς ἔχε μώνυχας ἵππους·
δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο κατὰ κλόνον αὖτις ἐλάσσας,
ἦ λαοὺς ἐς τεῖχος ὁμοκλήσειεν ἀλῆναι.
ταῦτ᾽ ἄρα οἱ φρονέοντι παρίστατο Φοῖβος Ἀπόλλων, 715
ἀνέρι εἰσάμενος αἰζηῷ τε κρατερῷ τε,
Ἀσίῳ, ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο,
αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης, υἱὸς δὲ Δύμαντος,
ὃς Φρυγίῃ ναίεσκε ῥοῇς ἔπι Σαγγαρίοιο·
τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων· 720
«Ἕκτορ, τίπτε μάχης ἀποπαύεαι; οὐδέ τί σε χρή.
αἴθ᾽ ὅσον ἥσσων εἰμί, τόσον σέο φέρτερος εἴην·
τῶ κε τάχα στυγερῶς πολέμου ἀπερωήσειας.
ἀλλ᾽ ἄγε, Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους,
αἴ κέν πώς μιν ἕλῃς, δώῃ δέ τοι εὖχος Ἀπόλλων.» 725
Ὣς εἰπὼν ὁ μὲν αὖτις ἔβη θεὸς ἂμ πόνον ἀνδρῶν,
Κεβριόνῃ δ᾽ ἐκέλευσε δαΐφρονι φαίδιμος Ἕκτωρ
ἵππους ἐς πόλεμον πεπληγέμεν. αὐτὰρ Ἀπόλλων
δύσεθ᾽ ὅμιλον ἰών, ἐν δὲ κλόνον Ἀργείοισιν
ἧκε κακόν, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζεν. 730
Ἕκτωρ δ᾽ ἄλλους μὲν Δαναοὺς ἔα οὐδ᾽ ἐνάριζεν·
αὐτὰρ ὁ Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους.
Πάτροκλος δ᾽ ἑτέρωθεν ἀφ᾽ ἵππων ἆλτο χαμᾶζε
σκαιῇ ἔγχος ἔχων· ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον
μάρμαρον ὀκριόεντα, τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν, 735
ἧκε δ᾽ ἐρεισάμενος, οὐδὲ δὴν χάζετο φωτός,
οὐδ᾽ ἁλίωσε βέλος, βάλε δ᾽ Ἕκτορος ἡνιοχῆα,
Κεβριόνην, νόθον υἱὸν ἀγακλῆος Πριάμοιο,
ἵππων ἡνί᾽ ἔχοντα, μετώπιον ὀξέϊ λᾶϊ.
ἀμφοτέρας δ᾽ ὀφρῦς σύνελεν λίθος, οὐδέ οἱ ἔσχεν 740
ὀστέον, ὀφθαλμοὶ δὲ χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν
αὐτοῦ πρόσθε ποδῶν· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἀρνευτῆρι ἐοικὼς
κάππεσ᾽ ἀπ᾽ εὐεργέος δίφρου, λίπε δ᾽ ὀστέα θυμός.
τὸν δ᾽ ἐπικερτομέων προσέφης, Πατρόκλεες ἱππεῦ·
«ὢ πόποι, ἦ μάλ᾽ ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ. 745
εἰ δή που καὶ πόντῳ ἐν ἰχθυόεντι γένοιτο,
πολλοὺς ἂν κορέσειεν ἀνὴρ ὅδε τήθεα διφῶν,
νηὸς ἀποθρῴσκων, εἰ καὶ δυσπέμφελος εἴη,
ὡς νῦν ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων ῥεῖα κυβιστᾷ.
ἦ ῥα καὶ ἐν Τρώεσσι κυβιστητῆρες ἔασιν.» 750