Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 723-773
Και τότε ντροπιασμένοι απ᾽ τ᾽ άρμενα και τα καλύβια οι Τρώες
θα φεύγαν πίσω, στο ανεμόδαρτο καστρί τους να διαγείρουν,
ο Πολυδάμας αν δε ζύγωνε του Εχτόρου να μιλήσει: 725
«Έχτορα εσύ, κεφάλι αγύριστο, που δεν ακούς ορμήνιες!
Μια κι ο θεός αντρειά σού εχάρισε στον πόλεμο περίσσια,
γι᾽ αυτό και στο μυαλό φαντάζεσαι πως ξεπερνάς τους άλλους
Μα ένας εσύ, μαζί δε γίνεται τις χάρες νά ᾽χεις όλες.
Στον έναν ο θεός εχάρισε παλικαριά περίσσια, 730
κιθάρα και φωνή στο δεύτερο, χορό στον άλλο δίνει,
και πάλε σ᾽ άλλον ο βροντόλαλος ο Δίας φυτεύει γνώμη
σωστή, και πλήθος κόσμος βρίσκεται μαζί του κερδεμένος·
πολλούς γλιτώνει, όμως καλύτερα τί κάνει αυτός το ξέρει.
Ωστόσο εγώ θα πω τη γνώμη μου, την πιο σωστή που ξέρω· 735
τι σ᾽ έχει η φλόγα ολούθε ολόγυρα ζωσμένο του πολέμου,
κι οι Τρώες οι αντρόψυχοι, αφού πάτησαν το καστροτείχι, τώρα
με τ᾽ άρματά τους άλλοι εστάθηκαν κι άλλοι χτυπιούνται ακόμα
σκορπώντας δώθε κείθε στ᾽ άρμενα, με πιο πολλούς πιο λίγοι.
Μόν᾽ έλα, γύρνα πίσω, κάλεσε να ᾽ρθούν εδώ οι προλάτες, 740
κι έτσι μαζί να μελετήσουμε καλά την κάθε γνώμη,
αν θα ριχτούμε στα πολύκουπα καράβια τώρα απάνω
τη νίκη αν ο θεός μάς χάριζε, γιά μήπως πρέπει τάχα
δίχως ζημιά απ᾽ τα πλοία να φύγουμε· τι εγώ φοβούμαι μήπως
ό,τι από χτες οι Αργίτες χρώσταγαν μας το πλερώσουν τώρα· 745
τι κάποιος, της σφαγής ανέμπληστος, προσμένει στα καράβια,
και δε θα κρατηθεί απ᾽ τον πόλεμο μακριά θαρρώ καθόλου.»
Αυτά ειπε, κι άρεσαν στον Έχτορα τα γνωστικά του λόγια,
κι ευτύς πετιέται από το αμάξι του συνάρματος στο χώμα,
και κράζοντάς τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: 750
«Εσύ εδώ πέρα, Πολυδάμαντα, γιά κράτα τους προλάτες,
κι εγώ θα τρέξω εκεί, στον πόλεμο να μπώ, και πίσω πάλε
γοργά θα γείρω, το κουμάντο μου σα θά ᾽χω πια τελέψει.»
Είπε, και σα βουνό ξεχύθηκε που χιόνια το πλακώνουν,
με φωνές άγριες, από σύμμαχους και Τρώες περνώντας μέσα. 755
Όλοι δρομούνε στον καλόγνωμο τον Πολυδάμα γύρα,
το γιο του Πάνθου, ευτύς ως του Έχτορα την προσταγή γρικήξαν.
Κι αυτός τριγύριζε τους πρόμαχους, μήπως και βρεί τον Άσιο,
το γιο του Υρτάκου, και τον Έλενο, τον αντρειωμένο ρήγα,
το Δήφοβο και τον Αδάμαντα, του Άσιου το γιο τον άξιο. 760
Μα δεν τους βρήκε ολότελα άβλαβους κι αχάλαστους πια τώρα·
τι άλλοι νεκροί, από χέρια αργίτικα θανατωμένοι, αντίκρυ
στων καραβιών τις πρύμνες κείτουνταν, κι άλλοι κρουσμένοι πάλε
από σαϊτιά γιά από κοντάρεμα στο κάστρο είχαν διαγείρει.
Όμως ζερβά μες στον πολύδακρο τον πόλεμο τον Πάρη, 765
το θείο τον άντρα της ωριόμαλλης Ελένης, ανταμώνει,
καρδιά να δίνει στους συντρόφους του, στη μάχη σπρώχνοντάς τους·
κι όπως κοντά του εστάθη, με άσκημα τον αποπήρε λόγια:
«Πάρη κακόπαρη, πανέμορφε και γυναικά και πλάνε,
πού βρίσκεται ο αντρειωμένος Έλενος κι ο Δήφοβος και του Άσιου 770
ο γιος ο Αδάμαντας; τί απόγινε κι ο Άσιος, ο γιος του Υρτάκου;
πού νά ᾽ναι ο Οθρυονέας; Συθέμελα πια τώρα η Τροία χαμένη
η απόγκρεμη· και συ καρτέρα τον σε λίγο το χαμό σου!»
Ἔνθα κε λευγαλέως νηῶν ἄπο καὶ κλισιάων
Τρῶες ἐχώρησαν προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν,
εἰ μὴ Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς· 725
«Ἕκτορ, ἀμήχανός ἐσσι παραρρητοῖσι πιθέσθαι.
οὕνεκά τοι περὶ δῶκε θεὸς πολεμήϊα ἔργα,
τοὔνεκα καὶ βουλῇ ἐθέλεις περιίδμεναι ἄλλων·
ἀλλ᾽ οὔ πως ἅμα πάντα δυνήσεαι αὐτὸς ἑλέσθαι.
ἄλλῳ μὲν γὰρ δῶκε θεὸς πολεμήϊα ἔργα, 730
ἄλλῳ δ᾽ ὀρχηστύν, ἑτέρῳ κίθαριν καὶ ἀοιδήν,
ἄλλῳ δ᾽ ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον εὐρύοπα Ζεὺς
ἐσθλόν, τοῦ δέ τε πολλοὶ ἐπαυρίσκοντ᾽ ἄνθρωποι,
καί τε πολέας ἐσάωσε, μάλιστα δὲ καὐτὸς ἀνέγνω.
αὐτὰρ ἐγὼν ἐρέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα· 735
πάντῃ γάρ σε περὶ στέφανος πολέμοιο δέδηε·
Τρῶες δὲ μεγάθυμοι, ἐπεὶ κατὰ τεῖχος ἔβησαν,
οἱ μὲν ἀφεστᾶσιν σὺν τεύχεσιν, οἱ δὲ μάχονται
παυρότεροι πλεόνεσσι, κεδασθέντες κατὰ νῆας.
ἀλλ᾽ ἀναχασσάμενος κάλει ἐνθάδε πάντας ἀρίστους· 740
ἔνθεν δ᾽ ἂν μάλα πᾶσαν ἐπιφρασσαίμεθα βουλήν,
ἤ κεν ἐνὶ νήεσσι πολυκλήϊσι πέσωμεν,
αἴ κ᾽ ἐθέλῃσι θεος δόμεναι κράτος, ἦ κεν ἔπειτα
πὰρ νηῶν ἔλθωμεν ἀπήμονες. ἦ γὰρ ἔγωγε
δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ 745
χρεῖος, ἐπεὶ παρὰ νηυσὶν ἀνὴρ ἆτος πολέμοιο
μίμνει, ὃν οὐκέτι πάγχυ μάχης σχήσεσθαι ὀΐω.»
Ὣς φάτο Πουλυδάμας, ἅδε δ᾽ Ἕκτορι μῦθος ἀπήμων,
αὐτίκα δ᾽ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 750
«Πουλυδάμα, σὺ μὲν αὐτοῦ ἐρύκακε πάντας ἀρίστους,
αὐτὰρ ἐγὼ κεῖσ᾽ εἶμι καὶ ἀντιόω πολέμοιο·
αἶψα δ᾽ ἐλεύσομαι αὖτις, ἐπὴν εὖ τοῖς ἐπιτείλω.»
Ἦ ῥα, καὶ ὁρμήθη ὄρεϊ νιφόεντι ἐοικώς,
κεκλήγων, διὰ δὲ Τρώων πέτετ᾽ ἠδ᾽ ἐπικούρων. 755
οἱ δ᾽ ἐς Πανθοΐδην ἀγαπήνορα Πουλυδάμαντα
πάντες ἐπεσσεύοντ᾽, ἐπεὶ Ἕκτορος ἔκλυον αὐδήν.
αὐτὰρ ὁ Δηΐφοβόν τε βίην θ᾽ Ἑλένοιο ἄνακτος
Ἀσιάδην τ᾽ Ἀδάμαντα καὶ Ἄσιον, Ὑρτάκου υἱόν,
φοίτα ἀνὰ προμάχους διζήμενος, εἴ που ἐφεύροι. 760
τοὺς δ᾽ εὗρ᾽ οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ᾽ ἀνολέθρους·
ἀλλ᾽ οἱ μὲν δὴ νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσιν Ἀχαιῶν
χερσὶν ὑπ᾽ Ἀργείων κέατο ψυχὰς ὀλέσαντες,
οἱ δ᾽ ἐν τείχει ἔσαν βεβλημένοι οὐτάμενοί τε.
τὸν δὲ τάχ᾽ εὗρε μάχης ἐπ᾽ ἀριστερὰ δακρυοέσσης 765
δῖον Ἀλέξανδρον, Ἑλένης πόσιν ἠϋκόμοιο,
θαρσύνονθ᾽ ἑτάρους καὶ ἐποτρύνοντα μάχεσθαι,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος προσέφη αἰσχροῖς ἐπέεσσι·
«Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά,
ποῦ τοι Δηΐφοβός τε βίη θ᾽ Ἑλένοιο ἄνακτος 770
Ἀσιάδης τ᾽ Ἀδάμας ἠδ᾽ Ἄσιος, Ὑρτάκου υἱός;
ποῦ δέ τοι Ὀθρυονεύς; νῦν ὤλετο πᾶσα κατ᾽ ἄκρης
Ἴλιος αἰπεινή· νῦν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.»