Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 7 στ. 54-119
Είπε, κι εχάρη ο μέγας Έχτορας τα λόγια αυτά ν᾽ ακούσει,
και τρέχοντας των Τρώων αντίσκοφτε τις φάλαγγες, κρατώντας 55
από τη μέση το κοντάρι του, κι αυτοί σταθήκαν όλοι.
Καθίζει τότε κι ο Αγαμέμνονας τους χαλκαρματωμένους
Αργίτες· κι η Αθηνά κι ο Απόλλωνας ο ασημοδοξαράτος
στον αψηλό του βροντοσκούταρου του Δία το δρυ καθίσαν,
με αγιούπες μοιάζοντας, και χαίρουνταν μπροστά τους ως θωρούσαν 60
τους δυο στρατούς· και τούτοι εκάθουνταν πυκνές πυκνές αράδες,
και τρικυμίζαν τα σκουτάρια τους, τα κράνη, τα κοντάρια.
Πώς, σα φυσήξει ξάφνου Ζέφυρος, στο πρώτο σήκωμά του
μεμιάς ανατριχιάζει η θάλασσα και μαύρισε το κύμα·
όμοια κι οι Τρώες κι οι Αργίτες μαύριζαν, στον κάμπο όπως καθίζαν. 65
Κι ο Έχτορας πήρε τότε κι έλεγε καταμεσός στ᾽ ασκέρια:
«Γιά ακούστε τώρα, Τρώες, τα λόγια μου, κι Αργίτες αντρειωμένοι,
το τί η καρδιά βαθιά στα στήθη μου με σπρώχνει να μιλήσω·
τους όρκους μας ο Δίας δεν τέλεψεν ο αψηλοθρονιασμένος,
μόνο κακό τρανό στα φρένα του και για τους δυο μας κλώθει, 70
ώσπου την Τροία την καλοπύργωτη να κάνετε δικιά σας,
γιά κι οι ίδιοι πλάι στα πελαγόδρομα καράβια σας χαθείτε.
Έχει το ασκέρι σας πολέμαρχους τους πιο αντρειανούς Αργίτες·
ποιανού το λέει η καρδιά στα στήθη του να χτυπηθεί μαζί μου;
Ας έρθει ομπρός στο θείο τον Έχτορα, κι ας μείνουν οι άλλοι πίσω. 75
Κι εγώ σας λέω ―κι ας είναι μάρτυρας ο Δίας και για τους δυο μας―
με το μακρύ χαλκό του ο αντίμαχος αν με σκοτώσει, ας γδύσει
κι ας κουβαλήσει την αρμάτα μου στα βαθουλά καράβια·
μα το νεκρό κορμί στο σπίτι μου να δώσει, για να βάλουν
οι Τρώες μαζί με τις γυναίκες τους φωτιά και να με κάψουν. 80
Μ᾽ αν τον σκοτώσω εγώ, κι ο Απόλλωνας τρανή μού δώσει δόξα,
στην Τροία την άγια την αρμάτα του θα φέρω, γδύνοντάς τον,
και στο ναό του μακροδόξαρου θα την κρεμάσω Φοίβου·
μα το νεκρό στα καλοκούβερτα καράβια θα γυρίσω,
για να τον θάψουν οι μακρόμαλλοι στο χώμα μέσα Αργίτες, 85
και μνήμα στον πλατύν Ελλήσποντο χυτό να του σηκώσουν.
Κι ένας θα πει από τους μελλούμενους θνητούς, ως ταξιδεύει
με το πολύσκαρμο καράβι του στο πέλαο το κρασάτο:
“Κάποιος στο μνήμα τούτο κείτεται καιρούς και χρόνια τώρα,
που ο μέγας Έχτορας τον σκότωσε, κι ας ήταν παλικάρι.” 90
Αυτά θα πει κανείς, κι αθάνατο θα μείνει τ᾽ όνομά μου.»
Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν εβγάζαν άχνα·
όχι να πουν, ντροπή τούς έπιανε, και ναι να πουν, τρομάζαν.
Αργά ο Μενέλαος ξεπετάχτηκε και σε φωνές ξεσπάζει,
όλο θυμό κι οργή, και μέσα του βαριά η καρδιά βογγούσε: 95
«Ωχού μου, καυκησιάροι, Αργίτισσες! τι Αργίτες πια δεν είστε!
Αληθινά βαριά, κατάβαρη ντροπή μάς απαντέχει,
αν Αχαιός κανείς τον Έχτορα δε βγει ν᾽ αντιπαλέψει.
Νερό και χώμα αχ άμποτε όλοι σας να γίνετε, που τώρα
αθάρρευτοι, άτιμοι κι αδόξαστοι μου κάθεστε ένας ένας! 100
Εγώ μπροστά σ᾽ αυτόν με τ᾽ άρματα λοιπόν θα βγώ, κι η νίκη
σε ποιόν θα κλίνει, μόν᾽ οι αθάνατοι πού ᾽ναι ψηλά τ᾽ ορίζουν.»
Έτσι τους μίλησε, και ντύθηκε την ώρια αρματωσιά του·
και τότε πια, Μενέλαε, θά ᾽βλεπες την ύστερή σου μέρα,
στα χέρια του Έχτορα ―τρανότερος πολύ μαθές εκείνος― 105
των Αχαιών αν δεν πετάγουνταν οι αρχόντοι να σε πιάσουν,
κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας ατός του, ο γιος του Ατρέα,
που απ᾽ το δεξιό το χέρι σ᾽ έπιασε κι αυτά τα λόγια σού ᾽πε:
«Ευγενικέ Μενέλαε, τά ᾽χασες, κι ουδέ ταιριάζει εσένα
μια τέτοια τρέλα· υπομονέψου το, με όση κι αν έχεις πίκρα, 110
και μη ζητάς ν᾽ ανοίξεις πόλεμο με τον καλύτερό σου,
του Πρίαμου τον υγιό τον Έχτορα, που κι άλλοι τον τρομάζουν.
Ως κι ο Αχιλλέας το τρέμει, αντίκρα του στη δοξαντρούσα μάχη
να χτυπηθεί, κι ας λογαριάζεται πολύ καλύτερός σου.
Μα τώρα εσύ με τους συντρόφους σου για σύρε να καθίσεις, 115
κι άλλον πολέμαρχο θ᾽ ασκώσουμε να μετρηθεί μαζί του.
Κι όσο κι αν είναι τούτος άφοβος κι ανέμπληστος για μάχη,
όλο χαρά θαρρώ τα γόνατα στη γη θα γείρει, αν ίσως
γλιτώσει απ᾽ τον ανήλεο πόλεμο κι απ᾽ τη σφαγή την άγρια.»
Ὣς ἔφαθ᾽, Ἕκτωρ δ᾽ αὖτ᾽ ἐχάρη μέγα μῦθον ἀκούσας,
καί ῥ᾽ ἐς μέσσον ἰὼν Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας, 55
μέσσου δουρὸς ἑλών· οἱ δ᾽ ἱδρύνθησαν ἅπαντες.
κὰδ δ᾽ Ἀγαμέμνων εἷσεν ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς·
κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀθηναίη τε καὶ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
ἑζέσθην ὄρνισιν ἐοικότες αἰγυπιοῖσι
φηγῷ ἐφ᾽ ὑψηλῇ πατρὸς Διὸς αἰγιόχοιο, 60
ἀνδράσι τερπόμενοι· τῶν δὲ στίχες ἥατο πυκναί,
ἀσπίσι καὶ κορύθεσσι καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι.
οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ
ὀρνυμένοιο νέον, μελάνει δέ τε πόντος ὑπ᾽ αὐτῆς,
τοῖαι ἄρα στίχες ἥατ᾽ Ἀχαιῶν τε Τρώων τε 65
ἐν πεδίῳ· Ἕκτωρ δὲ μετ᾽ ἀμφοτέροισιν ἔειπε·
«κέκλυτέ μευ, Τρῶες καὶ ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί,
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
ὅρκια μὲν Κρονίδης ὑψίζυγος οὐκ ἐτέλεσσεν,
ἀλλὰ κακὰ φρονέων τεκμαίρεται ἀμφοτέροισιν, 70
εἰς ὅ κεν ἢ ὑμεῖς Τροίην εὔπυργον ἕλητε,
ἢ αὐτοὶ παρὰ νηυσὶ δαμήετε ποντοπόροισιν.
ὑμῖν δ᾽ ἐν γὰρ ἔασιν ἀριστῆες Παναχαιῶν·
τῶν νῦν ὅν τινα θυμὸς ἐμοὶ μαχέσασθαι ἀνώγει,
δεῦρ᾽ ἴτω ἐκ πάντων πρόμος ἔμμεναι Ἕκτορι δίῳ. 75
ὧδε δὲ μυθέομαι, Ζεὺς δ᾽ ἄμμ᾽ ἐπιμάρτυρος ἔστω·
εἰ μέν κεν ἐμὲ κεῖνος ἕλῃ ταναήκεϊ χαλκῷ,
τεύχεα συλήσας φερέτω κοίλας ἐπὶ νῆας,
σῶμα δὲ οἴκαδ᾽ ἐμὸν δόμεναι πάλιν, ὄφρα πυρός με
Τρῶες καὶ Τρώων ἄλοχοι λελάχωσι θανόντα. 80
εἰ δέ κ᾽ ἐγὼ τὸν ἕλω, δώῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων,
τεύχεα σύλησας οἴσω προτὶ Ἴλιον ἱρήν,
καὶ κρεμόω προτὶ νηὸν Ἀπόλλωνος ἑκάτοιο,
τὸν δὲ νέκυν ἐπὶ νῆας ἐϋσσέλμους ἀποδώσω,
ὄφρα ἑ ταρχύσωσι κάρη κομόωντες Ἀχαιοί, 85
σῆμά τέ οἱ χεύωσιν ἐπὶ πλατεῖ Ἑλλησπόντῳ.
καί ποτέ τις εἴπῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων,
νηῒ πολυκλήϊδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον·
“ἀνδρὸς μὲν τόδε σῆμα πάλαι κατατεθνηῶτος,
ὅν ποτ᾽ ἀριστεύοντα κατέκτανε φαίδιμος Ἕκτωρ.” 90
ὥς ποτέ τις ἐρέει· τὸ δ᾽ ἐμὸν κλέος οὔ ποτ᾽ ὀλεῖται.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ·
αἴδεσθεν μὲν ἀνήνασθαι, δεῖσαν δ᾽ ὑποδέχθαι·
ὀψὲ δὲ δὴ Μενέλαος ἀνίστατο καὶ μετέειπε
νείκει ὀνειδίζων, μέγα δὲ στεναχίζετο θυμῷ· 95
«ὤ μοι, ἀπειλητῆρες, Ἀχαιΐδες, οὐκέτ᾽ Ἀχαιοί·
ἦ μὲν δὴ λώβη τάδε γ᾽ ἔσσεται αἰνόθεν αἰνῶς,
εἰ μή τις Δαναῶν νῦν Ἕκτορος ἀντίος εἶσιν.
ἀλλ᾽ ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισθε,
ἥμενοι αὖθι ἕκαστοι ἀκήριοι, ἀκλεὲς αὔτως· 100
τῷδε δ᾽ ἐγὼν αὐτὸς θωρήξομαι· αὐτὰρ ὕπερθε
νίκης πείρατ᾽ ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας κατεδύσετο τεύχεα καλά.
ἔνθα κέ τοι, Μενέλαε, φάνη βιότοιο τελευτὴ
Ἕκτορος ἐν παλάμῃσιν, ἐπεὶ πολὺ φέρτερος ἦεν, 105
εἰ μὴ ἀναΐξαντες ἕλον βασιλῆες Ἀχαιῶν,
αὐτός τ᾽ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
δεξιτερῆς ἕλε χειρὸς ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«ἀφραίνεις, Μενέλαε διοτρεφές, οὐδέ τί σε χρὴ
ταύτης ἀφροσύνης· ἀνὰ δὲ σχέο κηδόμενός περ, 110
μηδ᾽ ἔθελ᾽ ἐξ ἔριδος σεῦ ἀμείνονι φωτὶ μάχεσθαι,
Ἕκτορι Πριαμίδῃ, τόν τε στυγέουσι καὶ ἄλλοι.
καὶ δ᾽ Ἀχιλεὺς τούτῳ γε μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ
ἔρριγ᾽ ἀντιβολῆσαι, ὅ περ σέο πολλὸν ἀμείνων.
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν ἵζευ ἰὼν μετὰ ἔθνος ἑταίρων, 115
τούτῳ δὲ πρόμον ἄλλον ἀναστήσουσιν Ἀχαιοί.
εἴ περ ἀδειής τ᾽ ἐστὶ καὶ εἰ μόθου ἔστ᾽ ἀκόρητος,
φημί μιν ἀσπασίως γόνυ κάμψειν, αἴ κε φύγῃσι
δηΐου ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος.»