Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 6 στ. 72-143
Αυτά ειπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους·
και τότε οι Αργίτες οι πολέμαρχοι τους Τρώες το δίχως άλλο
χωρίς κουράγιο πια κι ανάκαρα στην Τροία θα τους μαντρίζαν,
αν δεν ερχόταν πλάι στον Έχτορα και στον Αινεία τρεχάτος 75
και τέτοια τούς μιλούσεν ο Έλενος, ο πρώτος ορνιομάντης:
«Το πιο μεγάλο βάρος, Έχτορα κι Αινεία, σε σας απ᾽ όλους
τους Τρώες και τους Λυκιώτες έπεσε, τι είστε μαθές οι πρώτοι
σε πάσα μας δουλειά, γιά πόλεμο γιά συντυχιά βαστούμε.
Σταθείτε αυτού λοιπόν και τρέχοντας μια δω μια κει κρατήστε 80
στο καστροπόρτι ομπρός το ασκέρι μας, στων γυναικών τα χέρια
πριν πέσουν φεύγοντας κι ανάμπαιγμα γενούνε των οχτρών μας.
Κι αφού τους λόχους δυναμώσετε και στυλωθεί η καρδιά τους,
εμείς οι επίλοιποι, κι ας είμαστε του κόπου αφανισμένοι,
με τους Αργίτες θα παλέψουμε· βαριά μάς σφίγγει ανάγκη. 85
Έχτορα, ωστόσο εσύ στο κάστρο μας γιά ανέβα, στω δυονώ μας
να πεις τη μάνα, τις αρχόντισσες μες στο ναό να μάσει
της Αθηνάς της γαλανόματης, πα στην κορφή του κάστρου,
και της θεάς τον οίκο ανοίγοντας με τα κλειδιά τον άγιο,
το ανυφαντό, που πιο της φαίνεται πανώριο και μεγάλο 90
απ᾽ όλα όσα φυλάει στο σπίτι μας, το πιο της αρεσκιάς της,
να το πιθώσει στης ωριόμαλλης της Αθηνάς τα γόνα,
και να της τάξει ακόμα, δώδεκα δαμάλες στο ναό της
μονοχρονιάρες, αβουκέντρωτες, να σφάξει, αν ίσως θέλει
τώρα την Τροία και τις γυναίκες μας και τα μωρά παιδιά μας 95
να σπλαχνιστεί κι απ᾽ το άγιο κάστρο μας να διώξει του Τυδέα
το γιο τον άγριο, τον ανήμερο, που όλοι μπροστά του φεύγουν.
Ο πιο αντρειωμένος λέω πως στάθηκε μες στους Αργίτες όλους·
τόσο ποτέ του δε μας τρόμαξε μηδ᾽ ο Αχιλλέας ο ρήγας,
κι όμως θεά, όπως λεν, τον γέννησε· μα τούτος πια φρενιάζει 100
κι ουδέ μπορεί κανείς στη δύναμη να μετρηθεί μαζί του.»
Είπε, και κείνος δεν παράκουσε στο λόγο του αδερφού του·
μεμιάς επήδηξε απ᾽ το αμάξι του συνάρματος στο χώμα
κι έτρεξε, σειώντας τα κοντάρια του τα σουβλερά, στο ασκέρι,
να μπούν στον πόλεμο φωνάζοντας, κι άγρια ξανάβει μάχη. 105
Κάνουν κι αυτοί στροφή και στάθηκαν στους Αχαιούς αντίκρα.
Κι οι Αργίτες τη σφαγή παράτησαν κι εκάμαν όλοι πίσω·
και σαν τους είδαν πως ξανάστρεψαν, κάποιος θεός ελέγαν
τ᾽ αστράτα ουράνια αφήκε κι έφτασε τους Τρώες να διαφεντέψει.
Φώναξε τότε ο μέγας Έχτορας στους Τρώες γκαρδιώνοντάς τους: 110
«Ακούστε, Τρώες εσείς αντρόκαρδοι και ξακουστοί συμμάχοι,
άντρες σταθείτε, ορθή κρατάτε τη της αντριγιάς τη φλόγα,
ως να βρεθεί καιρός, στο κάστρο μας να φτάσω εγώ τρεχάτος,
και να μιλήσω στους πρωτόγερους και στις γυναίκες όλες,
πλήθια να τάξουν στους αθάνατους σφαχτά, προσπέφτοντάς τους.» 115
Είπε και φεύγει ο μέγας Έχτορας μεμιάς ο κρανοσείστης·
στους αστραγάλους και στο σβέρκο του το μαύρο δέρμα εχτύπα
απ᾽ το λουρί που ακροσειράδωνε το αφαλωτό σκουτάρι.
Ο Γλαύκος τότε, ο γιος του Ιππόλοχου, με το Διομήδη σμίγει
εκεί στη μέση, και λαχτάριζαν κι οι δυο τους να πιαστούνε. 120
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του αλλού χιμώντας,
πρώτος εμίλησε ο βροντόφωνος γιος του Τυδέα και τού ᾽πε:
«Ποιός νά ᾽σαι τάχα, αρχοντογέννητε; σαν ποιού θνητού λογιέσαι;
Δε σ᾽ έχουν δει ποτέ τα μάτια μου στη δοξαντρούσα μάχη
ως τώρα· κι όμως τους ξεπέρασες στην αντριγιά τους άλλους, 125
που δε φοβήθης το μακρόισκιωτο κοντάρι μου θωρώντας.
Μονάχα τα παιδιά των άμοιρων τη λύσσα μου αντικρίζουν.
Αν είσαι πάλε απ᾽ τους αθάνατους, φτασμένος απ᾽ τα ουράνια,
με τ᾽ ουρανού θεό δε θά ᾽θελα ποτέ μου να τα βάλω·
τι μήτε κι ο Λυκούργος μπόρεσε, του Δρύαντα ο γιος ο γαύρος, 130
χρόνια πολλά να ζήσει, ως τά ᾽βαλε με τους θεούς στα ουράνια.
Στο άγιο βουνό της Νύσας κάποτε του Διόνυσου τις βάγιες,
του βακχευτή θεού, κυνήγησε· κι ευτύς ετούτες όλες
πετούσαν καταγής τους θύρσους τους· κι ο αντροφονιάς Λυκούργος
με τη βουκέντρα του τις κέντριζε, κι ο Διόνυσος φοβήθη 135
και στο γιαλό βουτάει· κι η Θέτιδα τον δέχτη στην αγκάλη
σκιαγμένο· τι οι φωνές τον τρόμαξαν περίσσια του Λυκούργου.
Με τούτον όμως οι τρισεύτυχοι θεοί θυμώσαν τότε,
κι ο γιος του Κρόνου τον ετύφλωσε· χρόνια πολλά και πάλι
όμως δεν έζησε, τι οι αθάνατοι τον οχτρευτήκαν όλοι. 140
Γι᾽ αυτό κι εγώ με τους τρισεύτυχους θεούς μαλιές δε θέλω.
Μ᾽ αν είσαι απ᾽ τους θνητούς που θρέφουνται με τον καρπό της γης μας,
έλα κοντά, μιαν ώρα αρχύτερα το Χάρο ν᾽ ανταμώσεις.»
Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
ἔνθα κεν αὖτε Τρῶες ἀρηϊφίλων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν
Ἴλιον εἰσανέβησαν ἀναλκείῃσι δαμέντες,
εἰ μὴ ἄρ᾽ Αἰνείᾳ τε καὶ Ἕκτορι εἶπε παραστὰς 75
Πριαμίδης Ἕλενος, οἰωνοπόλων ὄχ᾽ ἄριστος·
«Αἰνεία τε καὶ Ἕκτορ, ἐπεὶ πόνος ὔμμι μάλιστα
Τρώων καὶ Λυκίων ἐγκέκλιται, οὕνεκ᾽ ἄριστοι
πᾶσαν ἐπ᾽ ἰθύν ἐστε μάχεσθαί τε φρονέειν τε,
στῆτ᾽ αὐτοῦ, καὶ λαὸν ἐρυκάκετε πρὸ πυλάων 80
πάντῃ ἐποιχόμενοι, πρὶν αὖτ᾽ ἐν χερσὶ γυναικῶν
φεύγοντας πεσέειν, δηΐοισι δὲ χάρμα γενέσθαι.
αὐτὰρ ἐπεί κε φάλαγγας ἐποτρύνητον ἁπάσας,
ἡμεῖς μὲν Δαναοῖσι μαχησόμεθ᾽ αὖθι μένοντες,
καὶ μάλα τειρόμενοί περ· ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει· 85
Ἕκτορ, ἀτὰρ σὺ πόλιν δὲ μετέρχεο, εἰπὲ δ᾽ ἔπειτα
μητέρι σῇ καὶ ἐμῇ· ἡ δὲ ξυνάγουσα γεραιὰς
νηὸν Ἀθηναίης γλαυκώπιδος ἐν πόλει ἄκρῃ,
οἴξασα κληῗδι θύρας ἱεροῖο δόμοιο,
πέπλον, ὅς οἱ δοκέει χαριέστατος ἠδὲ μέγιστος 90
εἶναι ἐνὶ μεγάρῳ καί οἱ πολὺ φίλτατος αὐτῇ,
θεῖναι Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν ἠϋκόμοιο,
καί οἱ ὑποσχέσθαι δυοκαίδεκα βοῦς ἐνὶ νηῷ
ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν, αἴ κ᾽ ἐλεήσῃ
ἄστυ τε καὶ Τρώων ἀλόχους καὶ νήπια τέκνα, 95
ὥς κεν Τυδέος υἱὸν ἀπόσχῃ Ἰλίου ἱρῆς,
ἄγριον αἰχμητήν, κρατερὸν μήστωρα φόβοιο,
ὃν δὴ ἐγὼ κάρτιστον Ἀχαιῶν φημι γενέσθαι.
οὐδ᾽ Ἀχιλῆά ποθ᾽ ὧδέ γ᾽ ἐδείδιμεν, ὄρχαμον ἀνδρῶν,
ὅν πέρ φασι θεᾶς ἐξ ἔμμεναι· ἀλλ᾽ ὅδε λίην 100
μαίνεται, οὐδέ τίς οἱ δύναται μένος ἰσοφαρίζειν.»
Ὣς ἔφαθ᾽, Ἕκτωρ δ᾽ οὔ τι κασιγνήτῳ ἀπίθησεν.
αὐτίκα δ᾽ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε,
πάλλων δ᾽ ὀξέα δοῦρα κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ,
ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν. 105
οἱ δ᾽ ἐλελίχθησαν καὶ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν·
Ἀργεῖοι δ᾽ ὑπεχώρησαν, λῆξαν δὲ φόνοιο,
φὰν δέ τιν᾽ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
Τρωσὶν ἀλεξήσοντα κατελθέμεν, ὡς ἐλέλιχθεν.
Ἕκτωρ δὲ Τρώεσσιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας· 110
«Τρῶες ὑπέρθυμοι τηλεκλειτοί τ᾽ ἐπίκουροι,
ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς,
ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼ βήω προτὶ Ἴλιον, ἠδὲ γέρουσιν
εἴπω βουλευτῇσι καὶ ἡμετέρῃς ἀλόχοισι
δαίμοσιν ἀρήσασθαι, ὑποσχέσθαι δ᾽ ἑκατόμβας. 115
Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κορυθαίολος Ἕκτωρ·
ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν,
ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης.
Γλαῦκος δ᾽ Ἱππολόχοιο πάϊς καὶ Τυδέος υἱὸς
ἐς μέσον ἀμφοτέρων συνίτην μεμαῶτε μάχεσθαι. 120
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντε,
τὸν πρότερος προσέειπε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
«τίς δὲ σύ ἐσσι, φέριστε, καταθνητῶν ἀνθρώπων;
οὐ μὲν γάρ ποτ᾽ ὄπωπα μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ
τὸ πρίν· ἀτὰρ μὲν νῦν γε πολὺ προβέβηκας ἁπάντων 125
σῷ θάρσει, ὅ τ᾽ ἐμὸν δολιχόσκιον ἔγχος ἔμεινας·
δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν.
εἰ δέ τις ἀθανάτων γε κατ᾽ οὐρανοῦ εἰλήλουθας,
οὐκ ἂν ἔγωγε θεοῖσιν ἐπουρανίοισι μαχοίμην.
οὐδὲ γὰρ οὐδὲ Δρύαντος υἱός, κρατερὸς Λυκόοργος, 130
δὴν ἦν, ὅς ῥα θεοῖσιν ἐπουρανίοισιν ἔριζεν·
ὅς ποτε μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθήνας
σεῦε κατ᾽ ἠγάθεον Νυσήϊον· αἱ δ᾽ ἅμα πᾶσαι
θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν, ὑπ᾽ ἀνδροφόνοιο Λυκούργου
θεινόμεναι βουπλῆγι· Διώνυσος δὲ φοβηθεὶς 135
δύσεθ᾽ ἁλὸς κατὰ κῦμα, Θέτις δ᾽ ὑπεδέξατο κόλπῳ
δειδιότα· κρατερὸς γὰρ ἔχε τρόμος ἀνδρὸς ὁμοκλῇ.
τῷ μὲν ἔπειτ᾽ ὀδύσαντο θεοὶ ῥεῖα ζώοντες,
καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου πάϊς· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν
ἦν, ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσιν· 140
οὐδ᾽ ἂν ἐγὼ μακάρεσσι θεοῖς ἐθέλοιμι μάχεσθαι.
εἰ δέ τίς ἐσσι βροτῶν, οἳ ἀρούρης καρπὸν ἔδουσιν,
ἆσσον ἴθ᾽, ὥς κεν θᾶσσον ὀλέθρου πείραθ᾽ ἵκηαι.»