Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 3 στ. 76-145
Έτσι είπε, κι ο Έχτορας εχάρηκε τα λόγια αυτά ν᾽ ακούσει,
και τρέχοντας των Τρώων αντίσκοφτε τις φάλαγγες, κρατώντας
από τη μέση το κοντάρι του, κι αυτοί εσταθήκαν όλοι.
Οι Αργίτες πάλε οι μακρομάλληδες επήραν να του ρίχνουν
με τις σαγίτες σημαδεύοντας και τον πετροβολούσαν. 80
Μα τότε ο ρήγας Αγαμέμνονας φωνή μεγάλη σέρνει:
«Σταθείτε, Αργίτες, και μη ρίχνετε, των Αχαιών βλαστάρια·
κάποιο έχει ο κρανοσείστης Έχτορας να μας μιλήσει λόγο.»
Είπε, κι αυτοί μεμιάς σταμάτησαν να ρίχνουν και σωπάσαν,
κι ο Έχτορας τότε πήρε κι έλεγε στη μέση από τ᾽ ασκέρια: 85
«Ακούστε, Τρώες, από το στόμα μου, κι Αργίτες αντρειωμένοι,
τί είπεν ο Πάρης, πρώτος που άρχισε την έχτρα αναμεσό μας.
Οι άλλοι γυρεύει εμείς να βγάλουμε, και Τρώες κι Αργίτες όλοι,
τα ώρια μας τ᾽ άρματα ακουμπώντας τα στη γη την πολυθρόφα,
κι αυτός μαζί με τον αντρόκαρδο Μενέλαο μοναχοί τους 90
για την Ελένη να παλέψουνε κι όλο το βιος στη μέση·
κι όποιος τους δείξει δυνατότερος στο τέλος και νικήσει,
ας πάρει φεύγοντας αλάκερο το βιος και τη γυναίκα,
κι οι άλλοι μαθές αγάπη ας κάνουμε και μπιστεμένους όρκους.»
Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν εβγάναν άχνα· 95
κι είπε ο Μενέλαος ο βροντόφωνος αναμεσό τους τότε:
«Και μένα ακούστε, τι και πιότερο στα στήθια νιώθω πίκρα
απ᾽ ό,τι εσείς: λέω το καλύτερο να χωριστείτε ως φίλοι
πια Τρώες κι Αργίτες· και τραβήξατε περίσσια αλήθεια πάθη
από του Πάρη που πρωτάρχισε κι απ᾽ τη δική μου αμάχη. 100
Τώρα απ᾽ τους δυο μας όποιος θάνατο του γράφει η μοίρα νά ᾽βρει,
ας βρει· μα εσείς μιαν ώρα αρχύτερα σα φίλοι χωριστείτε.
Φέρτε δυο αρνιά, το πρώτο κάτασπρο κι αρνάδα μαύρη το άλλο,
της Γης και του Ήλιου· εμείς θα φέρουμε το τρίτο για το Δία.
Πέστε κι ο Πρίαμος νά ᾽ρθει ο ρήγας σας, να κάνει αυτός τον όρκο, 105
κανένας άλλος· τι είναι πίβουλοι και δίχως πίστη οι γιοι του·
μπας και του Δία τους όρκους κάποιος τους πατήσει και χαλάσει.
Πάντα ειν᾽ οι νιότεροι αλαφρόμυαλοι κι ο νους τους παίρνει αγέρα·
μ᾽ αν πάει μαζί και κάποιος γέροντας, αυτός, και μπρος και πίσω
θωρώντας, θέλει το καλύτερο και για τους δυο που αμόνουν.» 110
Έτσι είπε αυτός, κι εκείνοι εχάρηκαν, μαζί και Τρώες κι Αργίτες,
ο άγριος ο πόλεμος λογιάζοντας πως πια θα πάρει τέλος.
Σειρές σειρές εστήσαν τ᾽ άτια τους κι εκείνοι εκατεβήκαν,
κι ως βγάλαν τ᾽ άρματα από πάνω τους, στο χώμα τ᾽ απιθώσαν
κοντά κι οι δυο, τι δεν τους χώριζε πολύς στη μέση τόπος. 115
Ο Έχτορας τότε δυο μαντάτορες στο κάστρο μέσα στέλνει,
τ᾽ αρνιά να φέρουν δίχως άργητα, να πουν κι ο Πρίαμος νά ᾽ρθει.
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας στα βαθουλά καράβια
να τρέξει τον Ταλθύβιο πρόσταξε, το αρνί για να του φέρει·
κι αυτός του αρχοντικού Αγαμέμνονα συνάκουσε το λόγο. 120
Ωστόσο στην Ελένη μήνυμα τη χιονοβραχιονάτη
η Ίριδα φέρνει· της κουνιάδας της είχε το θώρι πάρει,
της Λαοδίκης, που του Αντήνορα το γιό ηταν παντρεμένη,
τον Ελικάονα, η κόρη η πιο όμορφη του Πρίαμου του ρηγάρχη.
Στην κάμαρα τη βρήκε κι ύφαινε σκουτί στον αργαλειό της 125
διπλόφαρδο, άλικο, και ξόμπλιαζε παλικαριές, οπού ᾽χαν
οι Αργίτες κάνει οι χαλκοθώρακοι κι οι Τρώες οι αλογατάδες,
τόσα τραβώντας για χατίρι της μες στις παλάμες του Άρη.
Κι η Ίριδα στάθη η φτεροπόδαρη κοντά της και της είπε:
«Έλα, ακριβή μου, τις πρωτάκουστες δουλειές να δεις, οι Αργίτες 130
που κάνουν τώρα οι χαλκοθώρακοι κι οι Τρώες οι αλογατάδες.
Πιο πριν κινούσαν πολυδάκρυτους ο ένας του αλλού πολέμους
στον κάμπο μέσα και λαχτάριζαν ανήλεα να χτυπιούνται·
και τώρα σκόλασαν τον πόλεμο· γερμένοι στα σκουτάρια
βουβοί καθόνται· τα κοντάρια τους πλάι τους μπηγμένα χάμω. 135
Ωστόσο ο Αλέξαντρος κι ο αντρόκαρδος Μενέλαος τώρα οι δυο τους
με τα μακριά ποθούν κοντάρια τους να χτυπηθούν για σένα,
κι ο που νικήσει αγαπημένη του γυναίκα θα σε κράξει.»
Είπε η θεά, και μες στα στήθη της γλυκό τής χύνει πόθο
για την πατρίδα της, τον πρώτο της τον άντρα, τους γονιούς της. 140
Με άσπρο μαγνάδι δίχως άργητα την κεφαλή σκεπάζει
κι όξω απ᾽ την κάμαρά της, χύνοντας δάκρυα γλυκά, πετιέται,
όχι μονάχη της· οι βάγιες της ξοπίσω, η βοϊδομάτα
Κλυμένη κι η Αίθρα, η κόρη του άτρομου Πιτθέα, την ακλουθούσαν.
Κι όπως ετρέχαν, φτάσαν γρήγορα μπροστά στο Ζερβοπόρτι. 145
Ὣς ἔφαθ᾽, Ἕκτωρ δ᾽ αὖτε χάρη μέγα μῦθον ἀκούσας,
καί ῥ᾽ ἐς μέσσον ἰὼν Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας,
μέσσου δουρὸς ἑλών· τοὶ δ᾽ ἱδρύνθησαν ἅπαντες.
τῷ δ᾽ ἐπετοξάζοντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ᾽ ἔβαλλον· 80
αὐτὰρ ὁ μακρὸν ἄϋσεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
«ἴσχεσθ᾽, Ἀργεῖοι, μὴ βάλλετε, κοῦροι Ἀχαιῶν·
στεῦται γάρ τι ἔπος ἐρέειν κορυθαίολος Ἕκτωρ.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἔσχοντο μάχης ἄνεῴ τ᾽ ἐγένοντο
ἐσσυμένως· Ἕκτωρ δὲ μετ᾽ ἀμφοτέροισιν ἔειπε· 85
«κέκλυτέ μευ, Τρῶες καὶ ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί,
μῦθον Ἀλεξάνδροιο, τοῦ εἵνεκα νεῖκος ὄρωρεν.
ἄλλους μὲν κέλεται Τρῶας καὶ πάντας Ἀχαιοὺς
τεύχεα κάλ᾽ ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ,
αὐτὸν δ᾽ ἐν μέσσῳ καὶ ἀρηΐφιλον Μενέλαον 90
οἴους ἀμφ᾽ Ἑλένῃ καὶ κτήμασι πᾶσι μάχεσθαι.
ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κρείσσων τε γένηται,
κτήμαθ᾽ ἑλὼν εὖ πάντα γυναῖκά τε οἴκαδ᾽ ἀγέσθω·
οἱ δ᾽ ἄλλοι φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ τάμωμεν.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ· 95
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος·
«κέκλυτε νῦν καὶ ἐμεῖο· μάλιστα γὰρ ἄλγος ἱκάνει
θυμὸν ἐμόν, φρονέω δὲ διακρινθήμεναι ἤδη
Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέπασθε
εἵνεκ᾽ ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ᾽ ἀρχῆς· 100
ἡμέων δ᾽ ὁπποτέρῳ θάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται,
τεθναίη· ἄλλοι δὲ διακρινθεῖτε τάχιστα.
οἴσετε ἄρν᾽, ἕτερον λευκόν, ἑτέρην δὲ μέλαιναν,
Γῇ τε καὶ Ἠελίῳ· Διὶ δ᾽ ἡμεῖς οἴσομεν ἄλλον·
ἄξετε δὲ Πριάμοιο βίην, ὄφρ᾽ ὅρκια τάμνῃ 105
αὐτός, ἐπεί οἱ παῖδες ὑπερφίαλοι καὶ ἄπιστοι,
μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται.
αἰεὶ δ᾽ ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται·
οἷς δ᾽ ὁ γέρων μετέῃσιν, ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω
λεύσσει, ὅπως ὄχ᾽ ἄριστα μετ᾽ ἀμφοτέροισι γένηται.» 110
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἐχάρησαν Ἀχαιοί τε Τρῶές τε
ἐλπόμενοι παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο.
καί ῥ᾽ ἵππους μὲν ἔρυξαν ἐπὶ στίχας, ἐκ δ᾽ ἔβαν αὐτοί,
τεύχεά τ᾽ ἐξεδύοντο· τὰ μὲν κατέθεντ᾽ ἐπὶ γαίῃ
πλησίον ἀλλήλων, ὀλίγη δ᾽ ἦν ἀμφὶς ἄρουρα· 115
Ἕκτωρ δὲ προτὶ ἄστυ δύω κήρυκας ἔπεμπε
καρπαλίμως ἄρνας τε φέρειν Πρίαμόν τε καλέσσαι·
αὐτὰρ ὁ Ταλθύβιον προΐει κρείων Ἀγαμέμνων
νῆας ἔπι γλαφυρὰς ἰέναι, ἠδ᾽ ἄρνα κέλευεν
οἰσέμεναι· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ οὐκ ἀπίθησ᾽ Ἀγαμέμνονι δίῳ. 120
Ἶρις δ᾽ αὖθ᾽ Ἑλένῃ λευκωλένῳ ἄγγελος ἦλθεν,
εἰδομένη γαλόῳ, Ἀντηνορίδαο δάμαρτι,
τὴν Ἀντηνορίδης εἶχε κρείων Ἑλικάων,
Λαοδίκην, Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην.
τὴν δ᾽ εὗρ᾽ ἐν μεγάρῳ· ἡ δὲ μέγαν ἱστὸν ὕφαινε, 125
δίπλακα πορφυρέην, πολέας δ᾽ ἐνέπασσεν ἀέθλους
Τρώων θ᾽ ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων,
οὓς ἕθεν εἵνεκ᾽ ἔπασχον ὑπ᾽ Ἄρηος παλαμάων·
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις·
«δεῦρ᾽ ἴθι, νύμφα φίλη, ἵνα θέσκελα ἔργα ἴδηαι 130
Τρώων θ᾽ ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων·
οἳ πρὶν ἐπ᾽ ἀλλήλοισι φέρον πολύδακρυν Ἄρηα
ἐν πεδίῳ, ὀλοοῖο λιλαιόμενοι πολέμοιο,
οἱ δὴ νῦν ἕαται σιγῇ, πόλεμος δὲ πέπαυται,
ἀσπίσι κεκλιμένοι, παρὰ δ᾽ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν. 135
αὐτὰρ Ἀλέξανδρος καὶ ἀρηΐφιλος Μενέλαος
μακρῇς ἐγχείῃσι μαχήσονται περὶ σεῖο·
τῷ δέ κε νικήσαντι φίλη κεκλήσῃ ἄκοιτις.»
Ὣς εἰποῦσα θεὰ γλυκὺν ἵμερον ἔμβαλε θυμῷ
ἀνδρός τε προτέρου καὶ ἄστεος ἠδὲ τοκήων· 140
αὐτίκα δ᾽ ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν
ὁρμᾶτ᾽ ἐκ θαλάμοιο τέρεν κατὰ δάκρυ χέουσα,
οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ᾽ ἕποντο,
Αἴθρη, Πιτθῆος θυγάτηρ, Κλυμένη τε βοῶπις·
αἶψα δ᾽ ἔπειθ᾽ ἵκανον ὅθι Σκαιαὶ πύλαι ἦσαν. 145