Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 23 στ. 54-107
Είπε, κι αυτοί, γρικώντας, πρόθυμα συνάκουσαν το λόγο,
και κάθε συντροφιά σα σύνταξε γοργά το δείπνο, εκάτσαν 55
κι ετρώγαν, κι είχεν, ως εταίριαζε, καθείς το μερτικό του.
Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
καθένας πήγε στο καλύβι του να στρώσει, να πλαγιάσει.
Μόνο ο Αχιλλέας στης πολυφούρφουρης της θάλασσας την άκρα
στους πλήθιους μέσα Μυρμιδόνες του στενάζοντας ξαπλώνει, 60
σε πλάτωμα ανοιχτό, κει πού ᾽σπαζε πα στο γιαλό το κύμα·
κι ο ύπνος, γλυκός χυμένος γύρα του, τον πήρε, λύνοντάς του
τις έγνοιες της ψυχής, τι απόκαμε το σταλωτό κορμί του
γύρω στην Τροία την ανεμόδαρτη στον Έχτορα χιμώντας.
Κι ήρθε η ψυχή του δόλιου Πάτροκλου σιμά του, με τον ίδιο 65
σε όλα του μοιάζοντας, στο ανάριμμα και στα πανώρια μάτια
και στη φωνή, και φόραε πάνω της τα ρούχα τα δικά του·
κι εστάθη πάνω απ᾽ το κεφάλι του κι αυτά τού λέει τα λόγια:
«Γιε του Πηλέα, κοιμάσαι ξέγνοιαστος, και μένα αλησμονάς με!
Όσό ᾽μουν ζωντανός, με φρόντιζες, νεκρό μ᾽ αφήνεις τώρα. 70
θάψ᾽ το κορμί μου δίχως άργητα, να μπώ στον Κάτω Κόσμο·
τα ψυχολόγια με αποδιώχνουνε, των πεθαμένων οι ίσκιοι·
περνώντας το ποτάμι, αντάμα τους να σμίξω, δε μ᾽ αφήνουν,
κι όξω απ᾽ τον Άδη τον πλατύπορτο του κάκου τριγυρίζω.
Δώσ᾽ μου το χέρι τώρα, μ᾽ έπνιξεν ο θρήνος, τι απ᾽ τον Άδη 75
πια δε γυρνώ, σύντας θ᾽ ανάψετε φωτιά για να με κάφτε.
Πια ζωντανοί μακριά απ᾽ τους σύντροφους τους ακριβούς οι δυο μας
να βουλευτούμε δε θα κάτσουμε· τι εμένα με κατάπιε
του Χάρου η μαύρη μοίρα, πού ᾽λαχα την ώρα που γεννιόμουν.
Όμως και σένα η Μοίρα σού ᾽γραψε, θεόμοιαστε Αχιλλέα, 80
στων Τρώων το κάστρο των τρισεύγενων μπροστά να σ᾽ έβρει ο Χάρος.
Μια πεθυμιά μου ακόμα θά ᾽λεγα, και κάνε τη, αν μ᾽ ακούσεις:
Των δυο μας, Αχιλλέα, τα κόκαλα μη μας τα βάλουν χώρια·
να μπούν μαζί, ως κι αναστηθήκαμε στο αρχοντικό σας μέσα,
τότε ο Μενοίτιος που παιδόπουλο με πήρε απ᾽ την Οπούντα, 85
μετά απ᾽ τον άγριο φόνο πού ᾽καμα, και μ᾽ έφερε κοντά σας,
τη μέρα εκείνη που, θυμώνοντας, το αγόρι του Αμφιδάμα
αστόχαστα, άθελά μου εσκότωσα, σαν παίζαμε αστραγάλους.
Έτσι με δέχτηκε ο αλογόχαρος Πηλέας στο αρχοντικό του,
και σύντας γνοιαστικά με ανάστησε, με κάνει σύντροφό σου. 90
Παρόμοια τώρα και τα κόκαλα των δυο μας ας σκεπάσει
το ίδιο χρυσό σταμνί, που σού ᾽δωκεν η σεβαστή σου η μάνα.»
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε:
«Φίλε ακριβέ, σαν τί να σ᾽ έσπρωξε κι ήρθες εδώ σε μένα,
κι έτσι μιλάς και παραγγέλνεις μου τό ᾽να και τ᾽ άλλο; Ωστόσο 95
θα κάμω εγώ καθώς με αρμήνεψες και θα σε ακούσω σε όλα.
Μα έλα κοντά μου, καν για μια στιγμή να σφιχταγκαλιαστούμε,
κι αντάμα οι δυο μας τον ολόπικρο ν᾽ αποχαρούμε θρήνο!»
Αυτά ειπε, κι άπλωσε τα χέρια του, μα δεν τον έπιασε, όχι·
τι κλαψουρίζοντας του εξέφυγε βαθιά η ψυχή στο χώμα, 100
ίδια καπνός. Ορθός τινάχτηκε τότε ο Αχιλλέας χαμένος,
τα χέρια εχτύπησε θαμάζοντας και τέτοια λέει θρηνώντας:
«Ωχού μου, νά λοιπόν που βρίσκεται και μες στον Άδη ακόμα
ψυχή και διακαμός στον άνθρωπο, κι όμως ζωή καθόλου!
τι όλη τη νύχτα αυτή του Πάτροκλου του δόλιου εδώ μπροστά μου 105
στεκόταν η ψυχή και μύρουνταν πικρά θρηνολογώντας,
και τό ᾽να, τ᾽ άλλο μού παράγγελνε, και τού ᾽μοιαζε περίσσια.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πίθοντο.
ἐσσυμένως δ᾽ ἄρα δόρπον ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι 55
δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν κλισίηνδε ἕκαστος,
Πηλεΐδης δ᾽ ἐπὶ θινὶ πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
κεῖτο βαρὺ στενάχων, πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσιν, 60
ἐν καθαρῷ, ὅθι κύματ᾽ ἐπ᾽ ἠϊόνος κλύζεσκον·
εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε, λύων μελεδήματα θυμοῦ,
νήδυμος ἀμφιχυθείς —μάλα γὰρ κάμε φαίδιμα γυῖα
Ἕκτορ᾽ ἐπαΐσσων προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν—
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Πατροκλῆος δειλοῖο, 65
πάντ᾽ αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ᾽ ἐϊκυῖα
καὶ φωνήν, καὶ τοῖα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο·
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«εὕδεις, αὐτὰρ ἐμεῖο λελασμένος ἔπλευ, Ἀχιλλεῦ.
οὐ μέν μευ ζώοντος ἀκήδεις, ἀλλὰ θανόντος· 70
θάπτέ με ὅττι τάχιστα, πύλας Ἀΐδαο περήσω.
τῆλέ με εἴργουσι ψυχαί, εἴδωλα καμόντων,
οὐδέ μέ πω μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο ἐῶσιν,
ἀλλ᾽ αὔτως ἀλάλημαι ἀν᾽ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ.
καί μοι δὸς τὴν χεῖρ᾽, ὀλοφύρομαι· οὐ γὰρ ἔτ᾽ αὖτις 75
νίσομαι ἐξ Ἀΐδαο, ἐπήν με πυρὸς λελάχητε.
οὐ μὲν γὰρ ζωοί γε φίλων ἀπάνευθεν ἑταίρων
βουλὰς ἑζόμενοι βουλεύσομεν, ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν κὴρ
ἀμφέχανε στυγερή, ἥ περ λάχε γιγνόμενόν περ·
καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ μοῖρα, θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ, 80
τείχει ὕπο Τρώων εὐηφενέων ἀπολέσθαι.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω καὶ ἐφήσομαι, αἴ κε πίθηαι·
μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ᾽, Ἀχιλλεῦ,
ἀλλ᾽ ὁμοῦ, ὡς τράφομέν περ ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν,
εὖτέ με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος 85
ἤγαγεν ὑμέτερόνδ᾽ ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς,
ἤματι τῷ, ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος,
νήπιος, οὐκ ἐθέλων, ἀμφ᾽ ἀστραγάλοισι χολωθείς·
ἔνθα με δεξάμενος ἐν δώμασιν ἱππότα Πηλεὺς
ἔτραφέ τ᾽ ἐνδυκέως καὶ σὸν θεράποντ᾽ ὀνόμηνεν· 90
ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι
χρύσεος ἀμφιφορεύς, τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«τίπτε μοι, ἠθείη κεφαλή, δεῦρ᾽ εἰλήλουθας,
καί μοι ταῦτα ἕκαστ᾽ ἐπιτέλλεαι; αὐτὰρ ἐγώ τοι 95
πάντα μάλ᾽ ἐκτελέω καὶ πείσομαι ὡς σὺ κελεύεις.
ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι· μίνυνθά περ ἀμφιβαλόντε
ἀλλήλους ὀλοοῖο τεταρπώμεσθα γόοιο.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσιν,
οὐδ᾽ ἔλαβε· ψυχὴ δὲ κατὰ χθονὸς ἠΰτε καπνὸς 100
ᾤχετο τετριγυῖα· ταφὼν δ᾽ ἀνόρουσεν Ἀχιλλεὺς
χερσί τε συμπλατάγησεν, ἔπος δ᾽ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν·
«ὢ πόποι, ἦ ῥά τίς ἐστι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι
ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν·
παννυχίη γάρ μοι Πατροκλῆος δειλοῖο 105
ψυχὴ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε,
καί μοι ἕκαστ᾽ ἐπέτελλεν, ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ.»