Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 22 στ. 77-130
Έτσι μιλούσε τότε ο γέροντας, τα κάτασπρα μαλλιά του
συρομαδώντας, όμως του Έχτορα δεν άλλαζε τη γνώμη.
Κι αντίκρα εδέρνουνταν η μάνα του, πνιγμένη μες στο θρήνο,
κι ανοίγοντας τον κόρφο εσήκωσε το στήθος της με τ᾽ άλλο, 80
και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Έχτορα γιε μου, αυτά σεβάσου τα, σπλαχνίσου εμέ την ίδια!
Κάποτε αν βύζαξες τα στήθη μου και ξέχασες τον πόνο,
βάλ᾽ τα στο νου σου τούτα, αγόρι μου, και τον οχτρό πολέμα
μέσ᾽ απ᾽ το κάστρο μας· μη στέκεσαι στήθος με στήθος μπρος του. 85
Δίχως καρδιά εισαι! τι αν σε σκότωνεν αυτός, στο στρώμα απάνω
δε θα μπορούσα εγώ που σ᾽ έκανα να σε θρηνήσω, μήτε
η ακριβαγόραστη γυναίκα σου, βλαστάρι μου· μακριά μας
στ᾽ αργίτικα καράβια οι γρήγοροι θα σε σπαράξουν σκύλοι!»
Αυτά κι οι δυο με θρήνους φώναζαν, τον ακριβό το γιο τους 90
παρακαλώντας, όμως του Έχτορα δεν άλλαζαν τη γνώμη,
μόν᾽ πρόσμενε το σαραντάπηχο τον Αχιλλέα που ερχόταν.
Πώς φίδι του βουνού στην τρύπα του παραμονεύει κάποιον,
φαρμακερά βοτάνια ως γεύτηκε, κι όλο χολή φρενιάζει,
κι άγριες ματιές πετάει, στην τρύπα του κουλουριαστό τρογύρα· 95
με ίδια αγριεμένη λύσσα κι ο Έχτορας το αστραφτερό σκουτάρι
σε μια γωνιά του πύργου εστύλωσε, χωρίς να κάμει πίσω.
Βόγγηξε τότε και στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
«Αλί μου! τώρα εγώ αν διαβαίνοντας τις πόρτες μπω στο κάστρο,
πρώτος ―το ξέρω― ο Πολυδάμαντας θα βγεί να με ντροπιάσει, 100
που μού ᾽δινε βουλή, στο κάστρο μας τους Τρώες να φέρω μέσα,
ψες βράδυ, που ο Αχιλλέας ασκώθηκε για την κακιά μας μοίρα.
Μα δεν τον άκουσα, και θά ᾽μασταν πολύ πιο κερδεμένοι.
Τώρα που τόσο ασκέρι εχάλασα με φταίξιμο δικό μου,
μπροστά στους Τρώες αλήθεια ντρέπουμαι και στις μακρομαντούσες 105
Τρωαδίτισσες, κανένας κάποτε μην πει αχαμνότερός μου:
“Ο Έχτορας χάλασε το ασκέρι μας με την ξεθαρρεσιά του.”
Αυτά θα πουν. Πολύ καλύτερο για μένα θά ᾽ταν τότε
γιά να σκοτώσω, ομπρός του βγαίνοντας, τον Αχιλλέα, πριν γείρω,
γιά και να πέσω από τα χέρια του, σαν άντρας, μπρος στο κάστρο. 110
Αν πάλε το σκουτάρι απίθωνα το αφαλωτό στο χώμα
και το βαρύ μου κράνος, κι έγερνα στο τείχος το κοντάρι,
κι ατός μου επήγαινα τον άψεγο τον Αχιλλέα να σμίξω,
και την Ελένη πίσω τού ᾽ταζα κι όλο το βιος μαζί της,
που μες στα βαθουλά καράβια του φόρτωσε ο Πάρης τότε 115
κι έφερε εδώ στην Τροία ―της έχτρας μας η αρχή που εστάθη η πρώτη―
πίσω στους γιους του Ατρέα να τά ᾽δινα· κι ακόμα εμείς κι οι Αργίτες
τους θησαυρούς να μοιραζόμαστε που κλει το κάστρο εντός του,
κι όρκο τους Τρώες να πάρουν έβαζα με τους πρωτογερόντους,
να μοιραστούν στα δυο και τίποτα μαθές να μην τους κρύψουν 120
απ᾽ όσα πλούτη τ᾽ ώριο κάστρο μας φυλάγει εντός του ακόμα…
Όμως γιατί η καρδιά μου κάθεται και τ᾽ αναδεύει ετούτα;
Εγώ μην πάω παρακαλώντας τον, κι αυτός σπλαχνιά δε νιώσει
κι ουδέ με σεβαστεί, ξαρμάτωτο μονάχα με ξεκάνει
σα μια γυναίκα, όπως θα βρίσκομαι, με δίχως τ᾽ άρματά μου. 125
Καιρός δεν είναι πια να στήσουμε γλυκοκουβέντα οι δυο μας,
λόγια του ανέμου, ως ένας άγουρος που σμίξει με κοπέλα,
ως μια κοπέλα κι ένας άγουρος που γλυκοκουβεντιάζουν.
Κάλλιο θαρρώ μιαν ώρα αρχύτερα να πιάσουμε το απάλε,
σε ποιόν να ιδούμε ο αφέντης του Όλυμπου τη νίκη θα χαρίσει.» 130
Ἦ ῥ᾽ ὁ γέρων, πολιὰς δ᾽ ἄρ᾽ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσὶ
τίλλων ἐκ κεφαλῆς· οὐδ᾽ Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθε.
μήτηρ δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ὀδύρετο δάκρυ χέουσα,
κόλπον ἀνιεμένη, ἑτέρηφι δὲ μαζὸν ἀνέσχε· 80
καί μιν δάκρυ χέουσ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ἕκτορ, τέκνον ἐμόν, τάδε τ᾽ αἴδεο καί μ᾽ ἐλέησον
αὐτήν, εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον·
τῶν μνῆσαι, φίλε τέκνον, ἄμυνε δὲ δήϊον ἄνδρα
τείχεος ἐντὸς ἐών, μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτῳ, 85
σχέτλιος· εἴ περ γάρ σε κατακτάνῃ, οὔ σ᾽ ἔτ᾽ ἔγωγε
κλαύσομαι ἐν λεχέεσσι, φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή,
οὐδ᾽ ἄλοχος πολύδωρος· ἄνευθε δέ σε μέγα νῶϊν
Ἀργείων παρὰ νηυσὶ κύνες ταχέες κατέδονται.»
Ὣς τώ γε κλαίοντε προσαυδήτην φίλον υἱόν, 90
πολλὰ λισσομένω· οὐδ᾽ Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθον,
ἀλλ᾽ ὅ γε μίμν᾽ Ἀχιλῆα πελώριον ἆσσον ἰόντα.
ὡς δὲ δράκων ἐπὶ χειῇ ὀρέστερος ἄνδρα μένῃσι,
βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ᾽, ἔδυ δέ τέ μιν χόλος αἰνός,
σμερδαλέον δὲ δέδορκεν ἑλισσόμενος περὶ χειῇ· 95
ὣς Ἕκτωρ ἄσβεστον ἔχων μένος οὐχ ὑπεχώρει,
πύργῳ ἔπι προὔχοντι φαεινὴν ἀσπίδ᾽ ἐρείσας·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«ὤ μοι ἐγών, εἰ μέν κε πύλας καὶ τείχεα δύω,
Πουλυδάμας μοι πρῶτος ἐλεγχείην ἀναθήσει, 100
ὅς μ᾽ ἐκέλευε Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι
νύχθ᾽ ὕπο τήνδ᾽ ὀλοήν, ὅτε τ᾽ ὤρετο δῖος Ἀχιλλεύς.
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐ πιθόμην· ἦ τ᾽ ἂν πολὺ κέρδιον ἦεν.
νῦν δ᾽ ἐπεὶ ὤλεσα λαὸν ἀτασθαλίῃσιν ἐμῇσιν,
αἰδέομαι Τρῶας καὶ Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους, 105
μή ποτέ τις εἴπῃσι κακώτερος ἄλλος ἐμεῖο·
“Ἕκτωρ ἧφι βίηφι πιθήσας ὤλεσε λαόν.”
ὣς ἐρέουσιν· ἐμοὶ δὲ τότ᾽ ἂν πολὺ κέρδιον εἴη
ἄντην ἢ Ἀχιλῆα κατακτείναντα νέεσθαι,
ἠέ κεν αὐτῷ ὀλέσθαι ἐϋκλειῶς πρὸ πόληος. 110
εἰ δέ κεν ἀσπίδα μὲν καταθείομαι ὀμφαλόεσσαν
καὶ κόρυθα βριαρήν, δόρυ δὲ πρὸς τεῖχος ἐρείσας
αὐτὸς ἰὼν Ἀχιλῆος ἀμύμονος ἀντίος ἔλθω
καί οἱ ὑπόσχωμαι Ἑλένην καὶ κτήμαθ᾽ ἅμ᾽ αὐτῇ,
πάντα μάλ᾽ ὅσσα τ᾽ Ἀλέξανδρος κοίλῃς ἐνὶ νηυσὶν 115
ἠγάγετο Τροίηνδ᾽, ἥ τ᾽ ἔπλετο νείκεος ἀρχή,
δωσέμεν Ἀτρεΐδῃσιν ἄγειν, ἅμα δ᾽ ἀμφὶς Ἀχαιοῖς
ἄλλ᾽ ἀποδάσσεσθαι, ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε·
Τρωσὶν δ᾽ αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι
μή τι κατακρύψειν, ἀλλ᾽ ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 120
κτῆσιν ὅσην πτολίεθρον ἐπήρατον ἐντὸς ἐέργει·
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός;
μή μιν ἐγὼ μὲν ἵκωμαι ἰών, ὁ δέ μ᾽ οὐκ ἐλεήσει
οὐδέ τί μ᾽ αἰδέσεται, κτενέει δέ με γυμνὸν ἐόντα
αὔτως ὥς τε γυναῖκα, ἐπεί κ᾽ ἀπὸ τεύχεα δύω. 125
οὐ μέν πως νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ᾽ ἀπὸ πέτρης
τῷ ὀαριζέμεναι, ἅ τε παρθένος ἠΐθεός τε,
παρθένος ἠΐθεός τ᾽ ὀαρίζετον ἀλλήλοιιν.
βέλτερον αὖτ᾽ ἔριδι ξυνελαυνέμεν ὅττι τάχιστα·
εἴδομεν ὁπποτέρῳ κεν Ὀλύμπιος εὖχος ὀρέξῃ.» 130