Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 21 στ. 64-135
Τέτοια λογιάζοντας τον πρόσμενε, κι εκείνος σαστισμένος
τα γόνα του να πιάσει εσίμωσε, ποθώντας πάνω απ᾽ όλα 65
το μαύρο να ξεφύγει θάνατο και την παντέρμη Μοίρα.
Κι ως ο Αχιλλέας ο γαύρος άσκωνε τ᾽ ολόμακρο κοντάρι
να τον χτυπήσει, εκείνος έτρεξε κι αρπάει τα γόνατα του
σκυφτός· κι απάνω από τη ράχη του περνώντας το κοντάρι
στη γη εκαρφώθη, κι ας λαχτάριζε με σάρκα να χορτάσει. 70
Κι αυτός με τό ᾽να χέρι τού ᾽πιασε παρακλητά τα γόνα,
με τ᾽ άλλο το κοντάρι τού άρπαξε και δεν το παρατούσε,
και κράζοντάς τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Σπλαχνίσου με, Αχιλλέα, σεβάσου με, στα γόνατά σου πέφτω·
σέβας μού πρέπει, αρχοντογέννητε, τι ικέτης σου λογιούμαι· 75
από το χέρι σου πρωτόφαγα ψωμί τη μέρα εκείνη
που ήρθες και μ᾽ άρπαξες απ᾽ τ᾽ όμορφο περβόλι μας, κι αλάργα
κι απ᾽ το γονιό κι απ᾽ τους συντρόφους μου με πούλησες στη Λήμνο
την άγια πέρα, κι είχες διάφορο βόδια εκατό από μένα·
κι έπειτα γλίτωσα πλερώνοντας τρίδιπλα τόσα, κι είναι 80
δώδεκα μέρες μόνο σήμερα πού ᾽χω στην Τροία διαγείρει·
πολλά εχω πάθει, κι όμως μ᾽ έριξε στα χέρια σου και πάλε
η μαύρη Μοίρα· θα μ᾽ οχτρεύεται το δίχως άλλο ο Δίας,
για δεύτερη φορά που μ᾽ έκανε δικό σου· η Λαοθόη
με γέννα, η μάνα μου, λιγόχρονο, του γέροντα Άλτη η κόρη, 85
του Άλτη που κυβερνάει τους Λέλεγες, τους άξιους πολεμάρχους,
στο Σατνιόεντα πλάι, την Πήδασο την αψηλή βαστώντας.
Την κόρη του είχε ο Πρίαμος ταίρι του, μα είχε και πλήθος άλλες.
Δυο γιοι της είμαστε, απ᾽ το χέρι σου κι οι δυο μας θα σφαγούμε·
στους πεζολάτες μέσα σκότωσες πρώτη γραμμή τον έναν, 90
το θείο Πολύδωρο, χτυπώντας τον με σουβλερό κοντάρι.
Και τώρα εδώ κι εμένα θάνατος θα βρεί, τι δεν τ᾽ ολπίζω
μέσα απ᾽ τα χέρια σου, όπου μ᾽ έριξεν η Μοίρα, να γλιτώσω.
Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σού ᾽λεγα, και συ στο νου σου βάλ᾽ το:
Μη με σκοτώνεις! Με τον Έχτορα δε βγήκα εγώ απ᾽ την ίδια 95
κοιλιά, που τον τρανό, καλόκαρδο, σού ᾽χει σκοτώσει ακράνη.»
Έτσι του Πρίαμου ο γιος ο ασύγκριτος στον Αχιλλέα μιλούσε
παρακαλώντας, μα ανελέημονη φωνή γρικά στ᾽ αφτιά του:
«Για ξαγορές μην κρένεις, άμυαλε! Δε θέλω ούτε ν᾽ ακούσω!
Άλλες φορές, παλιά, του Πάτροκλου πριν φτάσει η μαύρη μέρα, 100
κι εγώ το λόγιαζα καλύτερο τους Τρώες να μη σκοτώνω·
κι αλήθεια ειναι πολλοί που σκλάβωσα και πούλησα στα ξένα.
Μα τώρα πια κανείς το θάνατο δε θα ξεφύγει, απ᾽ όσους
ρίξει ο θεός μπροστά απ᾽ το κάστρο σας μες στα δικά μου χέρια―
κανένας απ᾽ τους Τρώες, μα πιότερο του Πρίαμου γιος κανένας! 105
Όμως και συ, καλέ μου, πέθανε! τί δέρνεσαι του κάκου;
Πέθανε τώρα λέω κι ο Πάτροκλος, περίσσια πιο αντρειωμένος.
Κι εγώ δε βλέπεις πόσο ειμαι όμορφος και πόση αντρειά με ζώνει;
Έχω πατέρα ρήγα, αθάνατη μ᾽ έχει γεννήσει μάνα·
κι όμως και μένα θά ᾽βρει ο θάνατος κι η ασβολωμένη Μοίρα· 110
θα φτάσει κάποια αυγή γιά σούρουπο γιά μεσημέρι, σύντας
και τη δικιά μου μες στον πόλεμο ζωή θα πάρει κάποιος
γιά με κοντάρι γιά απ᾽ την κόρδα του χτυπώντας με σαγίτα.»
Αυτά ειπε, κι εκεινού τα γόνατα λυθήκαν κι η καρδιά του,
και το κοντάρι ευτύς παράτησε, κι απλώνοντας τα χέρια 115
καθίζει· κι ο Αχιλλέας γυμνώνοντας το κοφτερό σπαθί του
στο κλειδοκόκαλο τον χτύπησε, στο σβέρκο πλάι, κι εχώθη
το δίκοπο σπαθί όλο μέσα του· κι αυτός στη γη ξαπλώθη
τα πίστομα, και το αίμα τού ᾽τρεχε μουσκεύοντας το χώμα.
Τότε ο Αχιλλέας απ᾽ το ποδάρι του τον πιάνει και τον ρίχνει 120
στον ποταμό, λόγια ανεμάρπαστα με καυκησιά πετώντας:
«Κάθου αυτού μέσα και συντρόφευε τα ψάρια, που θα γλείψουν
το γαίμα της πληγής σου ανέσπλαχνα! Κι ουδέ θα σε ξαπλώσει
σε στρώμα να σε κλάψει η μάνα σου· του Σκάμαντρου το ρέμα
το στρουφιχτό βαθιά στης θάλασσας τον κόρφο θα σε σύρει. 125
Και κάποιο ψάρι, εκεί που η θάλασσα ψηλά σγουραίνει σκούρα,
να φάει θ᾽ ανέβει του Λυκάονα πηδώντας το άσπρο ξίγκι.
Όλοι ας χαθείτε, ωσόπου πάρουμε της άγιας Τροίας το κάστρο,
φεύγοντας σεις μπροστά, και πίσω σας εγώ αφανίζοντάς σας!
Κι ουδέ μπορεί κι ο ασημοστρόβιλος ο ποταμός καθόλου 130
να σας συντράμει, κι ας του σφάζετε παλιάθε πλήθιους ταύρους,
και ζωντανά ας του ρίχνετε άλογα στα στρουφιχτά νερά του.
Μα κι έτσι δε γλιτώνει ούτ᾽ ένας σας, ως να πλερώσετε όλοι
βαριά του Πάτροκλου το θάνατο, των Αχαιών το θρήνο,
που ως είχα λείψει εγώ, σκοτώσατε μπρος στα γοργά καράβια.» 135
Ὣς ὥρμαινε μένων· ὁ δέ οἱ σχεδὸν ἦλθε τεθηπώς,
γούνων ἅψασθαι μεμαώς, περὶ δ᾽ ἤθελε θυμῷ 65
ἐκφυγέειν θάνατόν τε κακὸν καὶ κῆρα μέλαιναν.
ἤτοι ὁ μὲν δόρυ μακρὸν ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς
οὐτάμεναι μεμαώς, ὁ δ᾽ ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων
κύψας· ἐγχείη δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ
ἔστη, ἱεμένη χροὸς ἄμεναι ἀνδρομέοιο. 70
αὐτὰρ ὁ τῇ ἑτέρῃ μὲν ἑλὼν ἐλλίσσετο γούνων,
τῇ δ᾽ ἑτέρῃ ἔχεν ἔγχος ἀκαχμένον οὐδὲ μεθίει·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«γουνοῦμαι σ᾽, Ἀχιλεῦ· σὺ δέ μ᾽ αἴδεο καί μ᾽ ἐλέησον·
ἀντί τοί εἰμ᾽ ἱκέταο, διοτρεφές, αἰδοίοιο· 75
πὰρ γὰρ σοὶ πρώτῳ πασάμην Δημήτερος ἀκτήν,
ἤματι τῷ ὅτε μ᾽ εἷλες ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ,
καί με πέρασσας ἄνευθεν ἄγων πατρός τε φίλων τε
Λῆμνον ἐς ἠγαθέην, ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον.
νῦν δὲ λύμην τρὶς τόσσα πορών· ἠὼς δέ μοί ἐστιν 80
ἥδε δυωδεκάτη, ὅτ᾽ ἐς Ἴλιον εἰλήλουθα
πολλὰ παθών· νῦν αὖ με τεῇς ἐν χερσὶν ἔθηκε
μοῖρ᾽ ὀλοή· μέλλω που ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί,
ὅς με σοὶ αὖτις δῶκε· μινυνθάδιον δέ με μήτηρ
γείνατο Λαοθόη, θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος, 85
Ἄλτεω, ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ἀνάσσει,
Πήδασον αἰπήεσσαν ἔχων ἐπὶ Σατνιόεντι.
τοῦ δ᾽ ἔχε θυγατέρα Πρίαμος, πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας·
τῆς δὲ δύω γενόμεσθα, σὺ δ᾽ ἄμφω δειροτομήσεις.
ἤτοι τὸν πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι δάμασσας, 90
ἀντίθεον Πολύδωρον, ἐπεὶ βάλες ὀξέϊ δουρί·
νῦν δὲ δὴ ἐνθάδ᾽ ἐμοὶ κακὸν ἔσσεται· οὐ γὰρ ὀΐω
σὰς χεῖρας φεύξεσθαι, ἐπεί ῥ᾽ ἐπέλασσέ γε δαίμων.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι·
μή με κτεῖν᾽, ἐπεὶ οὐχ ὁμογάστριος Ἕκτορός εἰμι, 95
ὅς τοι ἑταῖρον ἔπεφνεν ἐνηέα τε κρατερόν τε.»
Ὣς ἄρα μιν Πριάμοιο προσηύδα φαίδιμος υἱὸς
λισσόμενος ἐπέεσσιν, ἀμείλικτον δ᾽ ὄπ᾽ ἄκουσε·
«νήπιε, μή μοι ἄποινα πιφαύσκεο μηδ᾽ ἀγόρευε·
πρὶν μὲν γὰρ Πάτροκλον ἐπισπεῖν αἴσιμον ἦμαρ, 100
τόφρα τί μοι πεφιδέσθαι ἐνὶ φρεσὶ φίλτερον ἦεν
Τρώων, καὶ πολλοὺς ζωοὺς ἕλον ἠδὲ πέρασσα·
νῦν δ᾽ οὐκ ἔσθ᾽ ὅς τις θάνατον φύγῃ, ὅν κε θεός γε
Ἰλίου προπάροιθεν ἐμῇς ἐν χερσὶ βάλῃσι,
καὶ πάντων Τρώων, περὶ δ᾽ αὖ Πριάμοιό γε παίδων. 105
ἀλλά, φίλος, θάνε καὶ σύ· τίη ὀλοφύρεαι οὕτως;
κάτθανε καὶ Πάτροκλος, ὅ περ σέο πολλὸν ἀμείνων.
οὐχ ὁράᾳς οἷος καὶ ἐγὼ καλός τε μέγας τε;
πατρὸς δ᾽ εἴμ᾽ ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ·
ἀλλ᾽ ἔπι τοι καὶ ἐμοὶ θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή· 110
ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ,
ὁππότε τις καὶ ἐμεῖο Ἄρῃ ἐκ θυμὸν ἕληται,
ἢ ὅ γε δουρὶ βαλὼν ἢ ἀπὸ νευρῆφιν ὀϊστῷ.»
Ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ·
ἔγχος μέν ῥ᾽ ἀφέηκεν, ὁ δ᾽ ἕζετο χεῖρε πετάσσας 115
ἀμφοτέρας· Ἀχιλεὺς δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ
τύψε κατὰ κληῗδα παρ᾽ αὐχένα, πᾶν δέ οἱ εἴσω
δῦ ξίφος ἄμφηκες· ὁ δ᾽ ἄρα πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ
κεῖτο ταθείς, ἐκ δ᾽ αἷμα μέλαν ῥέε, δεῦε δὲ γαῖαν.
τὸν δ᾽ Ἀχιλεὺς ποταμόνδε λαβὼν ποδὸς ἧκε φέρεσθαι, 120
καί οἱ ἐπευχόμενος ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευεν·
«ἐνταυθοῖ νῦν κεῖσο μετ᾽ ἰχθύσιν, οἵ σ᾽ ὠτειλὴν
αἷμ᾽ ἀπολιχμήσονται ἀκηδέες· οὐδέ σε μήτηρ
ἐνθεμένη λεχέεσσι γοήσεται, ἀλλὰ Σκάμανδρος
οἴσει δινήεις εἴσω ἁλὸς εὐρέα κόλπον. 125
θρῴσκων τις κατὰ κῦμα μέλαιναν φρῖχ᾽ ὑπαΐξει
ἰχθύς, ὅς κε φάγῃσι Λυκάονος ἀργέτα δημόν.
φθείρεσθ᾽, εἰς ὅ κεν ἄστυ κιχείομεν Ἰλίου ἱρῆς,
ὑμεῖς μὲν φεύγοντες, ἐγὼ δ᾽ ὄπιθεν κεραΐζων.
οὐδ᾽ ὑμῖν ποταμός περ ἐΰρροος ἀργυροδίνης 130
ἀρκέσει, ᾧ δὴ δηθὰ πολέας ἱερεύετε ταύρους,
ζωοὺς δ᾽ ἐν δίνῃσι καθίετε μώνυχας ἵππους.
ἀλλὰ καὶ ὧς ὀλέεσθε κακὸν μόρον, εἰς ὅ κε πάντες
τείσετε Πατρόκλοιο φόνον καὶ λοιγὸν Ἀχαιῶν,
οὓς ἐπὶ νηυσὶ θοῇσιν ἐπέφνετε νόσφιν ἐμεῖο.» 135