Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 20 στ. 75-131
Έτσι έστεκαν αντίκρυ αθάνατοι σε αθάνατους· κι ωστόσο 75
μες στο στρατό ο Αχιλλέας λαχτάριζε τον Έχτορα να σμίξει,
το γιο του Πρίαμου· τι με το αίμα του ποθούσε πάνω απ᾽ όλους
τον ακατάλυτο πολέμαρχο, τον Άρη, να χορτάσει.
Ωστόσο τον Αινεία ξεσήκωσεν ο Φοίβος να χιμίξει
στον Αχιλλέα γραμμή, και τού ᾽βαλε τρανή αντριγιά στα στήθη· 80
στου γιου του Πρίαμου, του Λυκάονα, ταιριάζει τη φωνή του,
και τούτον μοιάζοντας ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία, μιλούσε:
«Αινεία, των Τρώων δημογέροντα, τί εγίναν οι φοβέρες,
που μπρος συχνά στων Τρώων τους άρχοντες πα στο κρασί πετούσες,
με του Πηλέα το γιο πως θά ᾽βγαινες να πολεμήσεις τάχα;» 85
Κι ο Αινείας γυρνώντας τότε μίλησε κι απηλογιά τού δίνει:
«Υγιέ του Πρίαμου, τί αρμηνεύεις με, ζητώντας άθελά μου
με του Πηλέα το γιο τον άφοβο να βγώ να πολεμήσω;
Πρώτη φορά αντικρύ στο γρήγορο τον Αχιλλέα δε στέκω·
κι άλλοτε λέω με το κοντάρι του με πήρε του κυνήγου, 90
στην Ίδα πάνω, σύντας πλάκωσε τα βόδια μας ν᾽ αρπάξει,
κι η Λυρνησσό κι η Πήδασο έπεσαν στα χέρια του· μα εμένα
μ᾽ έσωσε ο Δίας, ορμή και γόνατα γοργά χαρίζοντάς μου.
Τότε ο Αχιλλέας στη γη θα μ᾽ έστρωνεν αλήθεια κι η Παλλάδα·
τι αυτή τραβώντας μπρος τον γλίτωνε και τού ᾽δινε κουράγιο 95
νεκρούς να ρίχνει, Τρώες και Λέλεγες, με το χαλκό κοντάρι.
Γι᾽ αυτό τον Αχιλλέα στον πόλεμο κανείς δεν αντικρίζει·
κάποιο θεό εχει τούτος δίπλα του και τον γλιτώνει πάντα.
Μα κι ό,τι εκείνος ρίξει χύνεται γραμμή, και πριν τρυπήσει
κάποιου θνητού κορμί, τη φόρα του δεν κόβει. Αν όμως δίκια 100
εζύγιαζε ο θεός του πόλεμου την κρίση, δε νικούσε
εύκολα εμένα αυτός, ολόχαλκος κι ας πέτεται πως είναι.»
Κι απηλογήθη τότε ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία, και τού ᾽πε:
«Γιά κράξε τους θεούς, αντρόκαρδε, και συ τους αναιώνιους·
λεν η Αφροδίτη πως σε γέννησε, του γιου του Κρόνου η κόρη, 105
όμως αυτόν θεά μικρότερη· τι είναι η δικιά σου η μάνα
του Δία παιδί, κι η άλλη του Γέροντα της θάλασσας λογιέται.
Ρίχνε λοιπόν τον ακατάλυτο χαλκό μπροστά σου, μήτε
να σε δειλιάζουν οι κατάρες του καθόλου κι οι φοβέρες.»
Αυτά ειπε, και στου ρήγα εφύσηξε τα στήθη ορμή μεγάλη, 110
και μέσ᾽ απ᾽ τους προμάχους κίνησε με αστραποβόλο κράνος.
Το γιο του Αγχίση η χιονοβράχιονη τον είδεν Ήρα ωστόσο,
που στου Πηλέα το γιο ξεχύνουνταν περνώντας μες στ᾽ ασκέρια·
μαζώνει τους θεούς τρογύρα της κι αυτά τούς λέει τα λόγια:
«Τώρα βαθιά καλολογιάστε το στο νου σας, Ποσειδώνα 115
και συ Αθηνά, τα που αντικρίζετε σαν πώς θα ξετελέψουν.
Νά, ιδέστε τον Αινεία που κίνησε με αστραποβόλο κράνος,
σπρωγμένος απ᾽ το Φοίβο, πόλεμο ν᾽ ανοίξει του Αχιλλέα.
Μα ελάτε, εμείς ας τον γυρίσουμε γοργά τα μπρος οπίσω,
γιά κι από μας κανένας έπειτα στον Αχιλλέα να δράμει, 120
να του χαρίσει νίκη ασύγκριτη, κουράγιο να του δώσει,
να ιδεί των πιο τρανών αθάνατων πως έχει την αγάπη,
κι οι άλλοι πως είναι ανεμοδούληδες, που αποξαρχής παλεύουν
απ᾽ τη σφαγή κι από τον πόλεμο τους Τρώες πώς θα γλιτώσουν·
τι όλοι μας είμαστε απ᾽ τον Όλυμπο κατεβασμένοι τώρα 125
στη μάχη αυτή να μπούμε, τίποτα μέσα στους Τρώες μην πάθει,
για σήμερα· μετά του μέλλουνται τα πού ᾽χει η Μοίρα κλώσει,
σύντας γεννιόταν, κι η μητέρα του τον έφερνε στον κόσμο.
Όμως θεού φωνή αν δε φώτιζε γι᾽ αυτά τον Αχιλλέα,
θα φοβηθεί, σα δει να τού ᾽ρχεται κάποιος θεός αγνάντια 130
στον πόλεμο· βαρύ είν᾽ οι αθάνατοι στο φως να βγούν μπροστά σου.»
Ὣς οἱ μὲν θεοὶ ἄντα θεῶν ἴσαν· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς 75
Ἕκτορος ἄντα μάλιστα λιλαίετο δῦναι ὅμιλον
Πριαμίδεω· τοῦ γάρ ῥα μάλιστά ἑ θυμὸς ἀνώγει
αἵματος ἆσαι Ἄρηα ταλαύρινον πολεμιστήν.
Αἰνείαν δ᾽ ἰθὺς λαοσσόος ὦρσεν Ἀπόλλων
ἀντία Πηλεΐωνος, ἐνῆκε δέ οἱ μένος ἠΰ· 80
υἱέϊ δὲ Πριάμοιο Λυκάονι εἴσατο φωνήν·
τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων·
«Αἰνεία, Τρώων βουληφόρε, ποῦ τοι ἀπειλαί,
ἃς Τρώων βασιλεῦσιν ὑπίσχεο οἰνοποτάζων,
Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν;» 85
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Αἰνείας ἀπαμειβόμενος προσέειπε·
«Πριαμίδη, τί με ταῦτα καὶ οὐκ ἐθέλοντα κελεύεις,
ἀντία Πηλεΐωνος ὑπερθύμοιο μάχεσθαι;
οὐ μὲν γὰρ νῦν πρῶτα ποδώκεος ἄντ᾽ Ἀχιλῆος
στήσομαι, ἀλλ᾽ ἤδη με καὶ ἄλλοτε δουρὶ φόβησεν 90
ἐξ Ἴδης, ὅτε βουσὶν ἐπήλυθεν ἡμετέρῃσι,
πέρσε δὲ Λυρνησσὸν καὶ Πήδασον· αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς
εἰρύσαθ᾽, ὅς μοι ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῦνα.
ἦ κε δάμην ὑπὸ χερσὶν Ἀχιλλῆος καὶ Ἀθήνης,
ἥ οἱ πρόσθεν ἰοῦσα τίθει φάος ἠδ᾽ ἐκέλευεν 95
ἔγχεϊ χαλκείῳ Λέλεγας καὶ Τρῶας ἐναίρειν.
τῶ οὐκ ἔστ᾽ Ἀχιλῆος ἐναντίον ἄνδρα μάχεσθαι·
αἰεὶ γὰρ πάρα εἷς γε θεῶν, ὃς λοιγὸν ἀμύνει.
καὶ δ᾽ ἄλλως τοῦ γ᾽ ἰθὺ βέλος πέτετ᾽, οὐδ᾽ ἀπολήγει
πρὶν χροὸς ἀνδρομέοιο διελθέμεν. εἰ δὲ θεός περ 100
ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος, οὔ κε μάλα ῥέα
νικήσει᾽, οὐδ᾽ εἰ παγχάλκεος εὔχεται εἶναι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων·
«ἥρως, ἀλλ᾽ ἄγε καὶ σὺ θεοῖς αἰειγενέτῃσιν
εὔχεο· καὶ δὲ σέ φασι Διὸς κούρης Ἀφροδίτης 105
ἐκγεγάμεν, κεῖνος δὲ χερείονος ἐκ θεοῦ ἐστίν·
ἡ μὲν γὰρ Διός ἐσθ᾽, ἡ δ᾽ ἐξ ἁλίοιο γέροντος.
ἀλλ᾽ ἰθὺς φέρε χαλκὸν ἀτειρέα, μηδέ σε πάμπαν
λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ.»
Ὣς εἰπὼν ἔμπνευσε μένος μέγα ποιμένι λαῶν, 110
βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ.
οὐδ᾽ ἔλαθ᾽ Ἀγχίσαο πάϊς λευκώλενον Ἥρην
ἀντία Πηλεΐωνος ἰὼν ἀνὰ οὐλαμὸν ἀνδρῶν·
ἡ δ᾽ ἄμυδις στήσασα θεοὺς μετὰ μῦθον ἔειπε·
«φράζεσθον δὴ σφῶϊ, Ποσείδαον καὶ Ἀθήνη, 115
ἐν φρεσὶν ὑμετέρῃσιν, ὅπως ἔσται τάδε ἔργα.
Αἰνείας ὅδ᾽ ἔβη κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ
ἀντία Πηλεΐωνος, ἀνῆκε δὲ Φοῖβος Ἀπόλλων.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, ἡμεῖς πέρ μιν ἀποτρωπῶμεν ὀπίσσω
αὐτόθεν· ἤ τις ἔπειτα καὶ ἡμείων Ἀχιλῆϊ 120
παρσταίη, δοίη δὲ κράτος μέγα, μηδέ τι θυμῷ
δευέσθω, ἵνα εἰδῇ ὅ μιν φιλέουσιν ἄριστοι
ἀθανάτων, οἱ δ᾽ αὖτ᾽ ἀνεμώλιοι οἳ τὸ πάρος περ
Τρωσὶν ἀμύνουσιν πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα.
πάντες δ᾽ Οὐλύμποιο κατήλθομεν ἀντιόωντες 125
τῆσδε μάχης, ἵνα μή τι μετὰ Τρώεσσι πάθῃσι
σήμερον· ὕστερον αὖτε τὰ πείσεται ἅσσα οἱ Αἶσα
γιγνομένῳ ἐπένησε λίνῳ, ὅτε μιν τέκε μήτηρ.
εἰ δ᾽ Ἀχιλεὺς οὐ ταῦτα θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς,
δείσετ᾽ ἔπειθ᾽, ὅτε κέν τις ἐναντίβιον θεὸς ἔλθῃ 130
ἐν πολέμῳ· χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς.»