Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 2 στ. 76-141
Ως είπε εκείνος τούτα, κάθισε, και τότε ασκώθη ομπρός τους
ο γέρο Νέστορας, που αφέντευε στην αμμουδάτη Πύλο,
κι έτσι τους μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσό τους είπε:
«Φίλοι μου εσείς, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες,
αν άλλος Αχαιός για τ᾽ όνειρο μιλούσε τούτο ομπρός μας, 80
πως είναι ψέματα θα λέγαμε, θα το αψηφούσαμε όλοι·
μα τώρα τό ᾽δε αυτός που απ᾽ όλους μας ο πιο τρανός λογιέται.
Ομπρός λοιπόν, ας αρματώσουμε τους Αχαιούς, ελάτε!»
Είπε, και πρώτος απ᾽ τη μάζωξη κινούσε για να φύγει·
τα λόγια του ρηγάρχη ακούγοντας κι οι αρχόντοι βασιλιάδες 85
πετάχτηκαν· κι ωστόσο ολόγυρα συνάζουνταν τ᾽ ασκέρια.
Πώς όταν βλέπεις σμάρια μέλισσες πυκνά να ξεπορίζουν,
κι όλο καινούργιες ξεπετάγουνται μέσ᾽ απ᾽ τον τρύπιο βράχο,
και στους ανθούς τους ανοιξιάτικους τσαμπιά τσαμπιά πετάνε,
και πλήθος άλλα εδώθε σμίγουνε κι άλλα από κει δρομούνε· 90
παρόμοια από καλύβια κι άρμενα λαός πολύς τραβούσαν
κοπαδιαστά μπροστά στ᾽ ακρόγιαλο το χαμηλό, να πάνε
στη σύναξη· κι η Φήμη εφούντωνε στη μέση εκεί, του Δία
η αποκρισάρα, και τους έβιαζε· κι εκείνοι εμαζευόνταν.
Κουφοτρικύμιζεν η σύναξη, κι ως κάθιζαν, βογγούσε 95
κάτωθε η γης, κι ήταν ο τάραχος τρανός. Να μπούν σε τάξη
κράχτες εννιά στο ασκέρι εφώναζαν, τη χλαλοή να πάψουν,
τους θεογέννητους ρηγάδες τους ν᾽ ακούσουν τί θα πούνε.
Με κόπο εκείνοι καταλάγιασαν κι ολόγυρα εκαθίσαν
δίχως φωνές. Τότε ο Αγαμέμνονας ασκώθη ο πρωταφέντης, 100
κρατώντας το ραβδί στο χέρι του, τρανή του Ηφαίστου τέχνη·
στο Δία, το γιο του Κρόνου, κάποτε τό ᾽χε χαρίσει εκείνος,
κι ο Δίας του Αργοφονιά το εχάρισε, του ψυχοπερατάρη,
κι ο Ερμής το χάρισε στον Πέλοπα τον αλογάρη πάλε,
κι ο Πέλοπας του Ατρέα το χάρισε του πρωτοστρατολάτη, 105
και στο Θυέστη ο Ατρέας πεθαίνοντας το βαριοκοπαδάρη,
κι ο Θυέστης πάλε του Αγαμέμνονα κλερονομιά το αφήκε,
πλήθος νησιά και την αργίτικη για ν᾽ αφεντεύει χώρα.
Πάνω σ᾽ αυτό ακουμπώντας κίνησε το λόγο στους Αργίτες:
«Αργίτες αντρειωμένοι, φίλοι μου, πιστοί συντρόφοι του Άρη, 110
ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, μ᾽ έμπλεξε σε συφορά μεγάλη,
ο ανέσπλαχνος, που πριν μου τό ᾽ταξε και δέχτηκε, πριν πάρω
πρώτα την Τροία την ωριοτείχιστη, να μη διαγείρω πίσω·
και τώρα δόλο μού ᾽στησε άσκημο, και με προστάζει στο Άργος,
τόσο πολύ στρατό αφού ξέκανα, να γείρω ντροπιασμένος. 115
Έτσι μαθές στον παντοδύναμο το γιο του Κρόνου αρέσει,
που πλήθος κάστρα ξεκεφάλισε και θα ξεκεφαλίσει
πλήθος ακόμα, τι στη δύναμη σαν ποιός τού παραβγαίνει;
Αλήθεια, είναι ντροπή οι μελλούμενες γενιές και να τ᾽ ακούσουν,
τέτοιος στρατός και τόσος άδικα των Αχαιών πως ήρθε 120
και πολεμάει με δίχως όφελος και μάχεται εδώ πέρα
με άντρες πιο λίγους, και δεν ξέρουμε πότε θα ᾽ρθεί το τέλος·
τι λογαριάζω, αν συφωνούσαμε μια μέρα Τρώες κι Αργίτες,
με όρκο τον πόλεμο σκολάζοντας, να ψυχομετρηθούμε,
και χωριστά μονοσυνάζουνταν οι Τρώες οι ντόπιοι, όσοι είναι, 125
αν από δέκα δέκα σμίγαμε στην άλλη εμείς οι Αργίτες,
κι οι κάθε δέκα για το κέρασμα κι από ᾽ναν Τρώα διαλέγαν,
λέω δεκαριές πολλές θ᾽ απόμεναν χωρίς τον κεραστή τους·
τόσους πολλούς εγώ στο μέτρημα λογιάζω τους Αργίτες
μπροστά στους Τρώες, αυτούς που κάθουνται στο κάστρο· μα ήρθαν άλλοι 130
από περίσσιες χώρες σύμμαχοι, τρανοί κονταρομάχοι,
που με μακραίνουν απ᾽ τον πόθο μου, και δεν μπορώ ως το θέλω
της Τροίας το κάστρο το πεντάμορφο μια μέρα να πατήσω.
Εννιά εκυλήσαν χρόνια κλειδωτά του Δία του τρισμεγάλου·
των καραβιών τα ξύλα εσάπισαν, οι γούμενες ελιώσαν, 135
και λέω θα κάθουνται τα ταίρια μας και τα μικρά παιδιά μας
μέσα στα σπίτια καρτερώντας μας, και τέλειωση δεν έχει
καμιά η δουλειά που μας κουβάλησε στα γυρογιάλια ετούτα.
Μα τώρα ελάτε, ομπρός, το λόγο μου ν᾽ ακούσουμε όλοι θέλω:
με τα καράβια πίσω ας γείρουμε στην ποθητή πατρίδα, 140
τι πια την Τροία δε θα την πάρουμε με τις φαρδιές τις ρούγες!»
Ἤτοι ὅ γ᾽ ὣς εἰπὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο, τοῖσι δ᾽ ἀνέστη
Νέστωρ, ὅς ῥα Πύλοιο ἄναξ ἦν ἠμαθόεντος·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«ὦ φίλοι, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
εἰ μέν τις τὸν ὄνειρον Ἀχαιῶν ἄλλος ἔνισπε, 80
ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον·
νῦν δ᾽ ἴδεν ὃς μέγ᾽ ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι·
ἀλλ᾽ ἄγετ᾽, αἴ κέν πως θωρήξομεν υἷας Ἀχαιῶν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας βουλῆς ἐξ ἦρχε νέεσθαι,
οἱ δ᾽ ἐπανέστησαν πείθοντό τε ποιμένι λαῶν 85
σκηπτοῦχοι βασιλῆες· ἐπεσσεύοντο δὲ λαοί.
ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων,
πέτρης ἐκ γλαφυρῆς αἰεὶ νέον ἐρχομενάων,
βοτρυδὸν δὲ πέτονται ἐπ᾽ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν·
αἱ μέν τ᾽ ἔνθα ἅλις πεποτήαται, αἱ δέ τε ἔνθα· 90
ὣς τῶν ἔθνεα πολλὰ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων
ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης ἐστιχόωντο
ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν· μετὰ δέ σφισιν Ὄσσα δεδήει
ὀτρύνουσ᾽ ἰέναι, Διὸς ἄγγελος· οἱ δ᾽ ἀγέροντο.
τετρήχει δ᾽ ἀγορή, ὑπὸ δὲ στεναχίζετο γαῖα 95
λαῶν ἱζόντων, ὅμαδος δ᾽ ἦν· ἐννέα δέ σφεας
κήρυκες βοόωντες ἐρήτυον, εἴ ποτ᾽ ἀϋτῆς
σχοίατ᾽, ἀκούσειαν δὲ διοτρεφέων βασιλήων.
σπουδῇ δ᾽ ἕζετο λαός, ἐρήτυθεν δὲ καθ᾽ ἕδρας
παυσάμενοι κλαγγῆς· ἀνὰ δὲ κρείων Ἀγαμέμνων 100
ἔστη σκῆπτρον ἔχων, τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων.
Ἥφαιστος μὲν δῶκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι,
αὐτὰρ ἄρα Ζεὺς δῶκε διακτόρῳ Ἀργειφόντῃ·
Ἑρμείας δὲ ἄναξ δῶκεν Πέλοπι πληξίππῳ,
αὐτὰρ ὁ αὖτε Πέλοψ δῶκ᾽ Ἀτρέϊ ποιμένι λαῶν, 105
Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ,
αὐτὰρ ὁ αὖτε Θυέστ᾽ Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι,
πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν.
τῷ ὅ γ᾽ ἐρεισάμενος ἔπε᾽ Ἀργείοισι μετηύδα·
«ὦ φίλοι ἥρωες Δαναοὶ, θεράποντες Ἄρηος, 110
Ζεύς με μέγα Κρονίδης ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ,
σχέτλιος, ὃς πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν
Ἴλιον ἐκπέρσαντ᾽ εὐτείχεον ἀπονέεσθαι,
νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο, καί με κελεύει
δυσκλέα Ἄργος ἱκέσθαι, ἐπεὶ πολὺν ὤλεσα λαόν. 115
οὕτω που Διὶ μέλλει ὑπερμενέϊ φίλον εἶναι,
ὃς δὴ πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα
ἠδ᾽ ἔτι καὶ λύσει· τοῦ γὰρ κράτος ἐστὶ μέγιστον.
αἰσχρὸν γὰρ τόδε γ᾽ ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι,
μὰψ οὕτω τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν 120
ἄπρηκτον πόλεμον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι
ἀνδράσι παυροτέροισι, τέλος δ᾽ οὔ πώ τι πέφανται·
εἴ περ γάρ κ᾽ ἐθέλοιμεν Ἀχαιοί τε Τρῶές τε,
ὅρκια πιστὰ ταμόντες, ἀριθμηθήμεναι ἄμφω,
Τρῶας μὲν λέξασθαι ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν, 125
ἡμεῖς δ᾽ ἐς δεκάδας διακοσμηθεῖμεν Ἀχαιοί,
Τρώων δ᾽ ἄνδρα ἕκαστοι ἑλοίμεθα οἰνοχοεύειν,
πολλαί κεν δεκάδες δευοίατο οἰνοχόοιο.
τόσσον ἐγώ φημι πλέας ἔμμεναι υἷας Ἀχαιῶν
Τρώων, οἳ ναίουσι κατὰ πτόλιν· ἀλλ᾽ ἐπίκουροι 130
πολλέων ἐκ πολίων ἐγχέσπαλοι ἄνδρες ἔασιν,
οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὐκ εἰῶσ᾽ ἐθέλοντα
Ἰλίου ἐκπέρσαι εὖ ναιόμενον πτολίεθρον.
ἐννέα δὴ βεβάασι Διὸς μεγάλου ἐνιαυτοί,
καὶ δὴ δοῦρα σέσηπε νεῶν καὶ σπάρτα λέλυνται· 135
αἱ δέ που ἡμέτεραί τ᾽ ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα
ἥατ᾽ ἐνὶ μεγάροις ποτιδέγμεναι· ἄμμι δὲ ἔργον
αὔτως ἀκράαντον, οὗ εἵνεκα δεῦρ᾽ ἱκόμεσθα.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες·
φεύγωμεν σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν· 140
οὐ γὰρ ἔτι Τροίην αἱρήσομεν εὐρυάγυιαν.»