Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 17 στ. 82-139
Ως είπε αυτά ο θεός, στο αντρίστικο γυρνά ξανά το απάλε.
Πίκρα βαριά μεμιάς επλάκωσε τα σωθικά του Εχτόρου·
και στις γραμμές τα μάτια ως έριξε τρογύρα, ευτύς ξεκρίνει
τον ένα να κουρσεύει τ᾽ άρματα τα ξακουστά, τον άλλο 85
στη γη να κείτεται, και το αίμα του να τρέχει απ᾽ την πληγή του.
Κινάει, περνάει μέσ᾽ απ᾽ τους πρόμαχους με αστραποβόλο κράνος
σκληρίζοντας, παρόμοιος με άσβηστη που καίει του Ηφαίστου φλόγα.
Μα όπως εφώναζε, τον άκουσεν ο γιος του Ατρέα που ερχόταν,
και με βαριά καρδιά στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του: 90
«Ωχού μου, απ᾽ τα πανώρια τ᾽ άρματα τώρα αν τραβήξω πίσω
κι από τον Πάτροκλο, που κείτεται για την τιμή μου εμένα,
μπας και θυμώσει λέω θωρώντας με κανείς απ᾽ τους Αργίτες·
μονάχος πάλε αν με τον Έχτορα και με τους Τρώες τα βάλω
από ντροπή, μη εκείνοι πιότεροι τον ένα εμένα ζώσουν· 95
τι τώρα ο κρανοσείστης Έχτορας με όλους τους Τρώες πλακώνει.
Όμως γιατί η καρδιά μου κάθεται και τ᾽ αναδεύει ετούτα;
Ενάντια στου θεού το θέλημα να πολεμάς με κάποιον
πού ᾽χει θεό προστάτη, γρήγορα κακό τρανό θα σ᾽ έβρει.
Ποιός Δαναός λοιπόν θα θύμωνε θωρώντας με να φεύγω 100
στον Έχτορα μπροστά, που μάχεται κι είναι οι θεοί μαζί του;
Ν᾽ άκουγα μόνο το βροντόφωνο τον Αίαντα κάπου τώρα!
Μαζί χιμώντας θα θυμούμασταν ξανά την αντριγιά μας,
κι ενάντια στο θεό· να σέρναμε καν το κουφάρι πίσω
για χάρη του Αχιλλέα· καλύτερο στα πάθη μας δε βρίσκω.» 105
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,
των Τρώων το ασκέρι με τον Έχτορα προλάτη τον σιμώσαν·
κι εκείνος το κουφάρι αφήνοντας γυρνάει γοργά τις πλάτες,
κάθε στιγμή θωρώντας πίσω του, σα λιόντας μακροχήτης·
που κυνηγούν μακριά απ᾽ τη στάνη τους βοσκοί μαζί και σκύλοι 110
με κονταριές και με χουγιάσματα· και του θεριού παγώνει
η ατρόμητη καρδιά, κι αθέλητα μακραίνει απ᾽ το μαντρί τους·
όμοια παράτησε τον Πάτροκλο τότε ο Μενέλαος πίσω,
και μόνο στους δικούς του ως έφτασε, μεταγυρνάει και στέκει,
τον Αία το μέγα ολούθε ψάχνοντας, το γιο του Τελαμώνα· 115
μεμιάς τον ξέκρινε που εστέκουνταν ζερβιά μεριά απ᾽ τη μάχη,
και τους συντρόφους του όλους γκάρδιωνε, στη μάχη σπρώχνοντάς τους·
τι φούντωνε άγριο φόβο ο Απόλλωνας εντός τους για φευγάλα.
Πήρε λοιπόν να τρέχει, κι έφτασε γοργά σιμά του κι είπε:
«Αίαντα, ομπρός, καλέ μου, ας δράμουμε, τον Πάτροκλο σκοτώσαν! 120
Καν το κουφάρι ας δοκιμάσουμε στον Αχιλλέα να πάμε
γυμνό· τι τον ξαρμάτωσε ο Έχτορας ο λαμπροκρανοσείστης.»
Είπε, κι ο γαύρος Αίας τινάχτηκε, σπαρτάρησε η καρδιά του,
κι ευτύς περνάει μέσ᾽ απ᾽ τους πρόμαχους με το Μενέλαο δίπλα.
Ο Έχτορας έσερνε τον Πάτροκλο, σαν πήρε τ᾽ άρματά του, 125
με κοφτερό χαλκό απ᾽ τους ώμους του την κεφαλή να κόψει
και να πετάξει το κουφάρι του θροφή στης Τροίας τους σκύλους.
Μα σίμωσε ο Αίας με το σκουτάρι του, που φάνταζε σαν πύργος,
κι ο Έχτορας πίσω στους συντρόφους του γυρνάει τους μαζωμένους,
κι απά στο αμάξι ανέβη· τ᾽ άρματα τα ώρια στους Τρώες τ᾽ αφήνει, 130
στο κάστρο να τα παν, ασύγκριτη να του χαρίζουν δόξα.
Κι ο Αίας με το φαρδύ σκουτάρι του τον Πάτροκλο σκεπάζει
κι εστάθη ομπρός, ως στέκει λιόντισσα στα λιονταρόπουλά της,
που αγριμολόοι στο δάσος πέτυχαν, καθώς τα σεργιανίζει,
κι αυτή, μεθώντας απ᾽ την πλήθια της τη λύσσα, ρίχνει κάτω 135
αλάκερό της τ᾽ απανώφρυδο, σκεπάζοντας τα μάτια·
όμοια στεκόταν ο Αίας στον Πάτροκλο μπροστά τον αντρειωμένο,
κι ο γιος του Ατρέα τού παραστέκουνταν από την άλλη, ο γαύρος
Μενέλαος, και βαθύς ανέβαινε στα σωθικά του ο πόνος.
Ὣς εἰπὼν ὁ μὲν αὖτις ἔβη θεὸς ἂμ πόνον ἀνδρῶν,
Ἕκτορα δ᾽ αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἀμφὶ μελαίνας·
πάπτηνεν δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα κατὰ στίχας, αὐτίκα δ᾽ ἔγνω
τὸν μὲν ἀπαινύμενον κλυτὰ τεύχεα, τὸν δ᾽ ἐπὶ γαίῃ 85
κείμενον· ἔρρει δ᾽ αἷμα κατ᾽ οὐταμένην ὠτειλήν.
βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ,
ὀξέα κεκληγώς, φλογὶ εἴκελος Ἡφαίστοιο
ἀσβέστῳ· οὐδ᾽ υἱὸν λάθεν Ἀτρέος ὀξὺ βοήσας·
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν· 90
«ὤ μοι ἐγών, εἰ μέν κε λίπω κάτα τεύχεα καλὰ
Πάτροκλόν θ᾽, ὃς κεῖται ἐμῆς ἕνεκ᾽ ἐνθάδε τιμῆς,
μή τίς μοι Δαναῶν νεμεσήσεται, ὅς κεν ἴδηται.
εἰ δέ κεν Ἕκτορι μοῦνος ἐὼν καὶ Τρωσὶ μάχωμαι
αἰδεσθείς, μή πώς με περιστήωσ᾽ ἕνα πολλοί· 95
Τρῶας δ᾽ ἐνθάδε πάντας ἄγει κορυθαίολος Ἕκτωρ.
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός;
ὁππότ᾽ ἀνὴρ ἐθέλῃ πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι
ὅν κε θεὸς τιμᾷ, τάχα οἱ μέγα πῆμα κυλίσθη.
τῶ μ᾽ οὔ τις Δαναῶν νεμεσήσεται, ὅς κεν ἴδηται 100
Ἕκτορι χωρήσαντ᾽, ἐπεὶ ἐκ θεόφιν πολεμίζει.
εἰ δέ που Αἴαντός γε βοὴν ἀγαθοῖο πυθοίμην,
ἄμφω κ᾽ αὖτις ἰόντες ἐπιμνησαίμεθα χάρμης
καὶ πρὸς δαίμονά περ, εἴ πως ἐρυσαίμεθα νεκρὸν
Πηλεΐδῃ Ἀχιλῆϊ· κακῶν δέ κε φέρτατον εἴη.» 105
Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὅρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
τόφρα δ᾽ ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον· ἦρχε δ᾽ ἄρ᾽ Ἕκτωρ.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἐξοπίσω ἀνεχάζετο, λεῖπε δὲ νεκρόν,
ἐντροπαλιζόμενος ὥς τε λὶς ἠϋγένειος,
ὅν ῥα κύνες τε καὶ ἄνδρες ἀπὸ σταθμοῖο δίωνται 110
ἔγχεσι καὶ φωνῇ· τοῦ δ᾽ ἐν φρεσὶν ἄλκιμον ἦτορ
παχνοῦται, ἀέκων δέ τ᾽ ἔβη ἀπὸ μεσσαύλοιο·
ὣς ἀπὸ Πατρόκλοιο κίε ξανθὸς Μενέλαος.
στῆ δὲ μεταστρεφθείς, ἐπεὶ ἵκετο ἔθνος ἑταίρων,
παπταίνων Αἴαντα μέγαν, Τελαμώνιον υἱόν. 115
τὸν δὲ μάλ᾽ αἶψ᾽ ἐνόησε μάχης ἐπ᾽ ἀριστερὰ πάσης
θαρσύνονθ᾽ ἑτάρους καὶ ἐποτρύνοντα μάχεσθαι·
θεσπέσιον γάρ σφιν φόβον ἔμβαλε Φοῖβος Ἀπόλλων·
βῆ δὲ θέειν, εἶθαρ δὲ παριστάμενος ἔπος ηὔδα.
«Αἶαν, δεῦρο, πέπον, περὶ Πατρόκλοιο θανόντος 120
σπεύσομεν, αἴ κε νέκυν περ Ἀχιλλῆϊ προφέρωμεν
γυμνόν· ἀτὰρ τά γε τεύχε᾽ ἔχει κορυθαίολος Ἕκτωρ.»
Ὣς ἔφατ᾽, Αἴαντι δὲ δαΐφρονι θυμὸν ὄρινε·
βῆ δὲ διὰ προμάχων, ἅμα δὲ ξανθὸς Μενέλαος.
Ἕκτωρ μὲν Πάτροκλον ἐπεὶ κλυτὰ τεύχε᾽ ἀπηύρα, 125
ἕλχ᾽, ἵν᾽ ἀπ᾽ ὤμοιιν κεφαλὴν τάμοι ὀξέϊ χαλκῷ,
τὸν δὲ νέκυν Τρῳῇσιν ἐρυσσάμενος κυσὶ δοίη.
Αἴας δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθε φέρων σάκος ἠΰτε πύργον·
Ἕκτωρ δ᾽ ἂψ ἐς ὅμιλον ἰὼν ἀνεχάζεθ᾽ ἑταίρων,
ἐς δίφρον δ᾽ ἀνόρουσε· δίδου δ᾽ ὅ γε τεύχεα καλὰ 130
Τρωσὶ φέρειν προτὶ ἄστυ, μέγα κλέος ἔμμεναι αὐτῷ.
Αἴας δ᾽ ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας
ἑστήκει ὥς τίς τε λέων περὶ οἷσι τέκεσσιν,
ᾧ ῥά τε νήπι᾽ ἄγοντι συναντήσωνται ἐν ὕλῃ
ἄνδρες ἐπακτῆρες· ὁ δέ τε σθένεϊ βλεμεαίνει, 135
πᾶν δέ τ᾽ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων·
ὣς Αἴας περὶ Πατρόκλῳ ἥρωϊ βεβήκει.
Ἀτρεΐδης δ᾽ ἑτέρωθεν, ἀρηΐφιλος Μενέλαος,
ἑστήκει, μέγα πένθος ἐνὶ στήθεσσιν ἀέξων.