Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 15 στ. 78-148
Αυτά ειπε, και το λόγο του άκουσεν η κρουσταλλόχερη Ήρα,
κι απ᾽ τα βουνά της Ίδας έδραμε στον Όλυμπο το μέγα.
Πώς ταξιδεύει ενούς η θύμηση, που έχει γυρίσει χώρες 80
πολλές, και στη στιγμή στοχάζεται μες στα βαθιά του φρένα
“νά ᾽μουν εκεί, γιά αλλού”, και του περνούν περίσσια απ᾽ το κεφάλι·
όμοια γοργά πετώντας έφτασε κι η Ήρα η σεβάσμια τότε
πα στον απόγκρεμο τον Όλυμπο· και βρήκε στο παλάτι
του Δία μαζί όλους τους αθάνατους θεούς, κι αυτοί, ως την είδαν, 85
με ορμή σκωθήκαν χαιρετώντας τη με το κρασί στο χέρι.
Μ᾽ αυτή τους άλλους όλους άφησε, και παίρνει το ποτήρι
της ροδομάγουλης της Θέμιδας, που έτρεξε ομπρός της πρώτη
και κράζοντάς τη με ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«Ήρα, τί τρέχει κι ήρθες; Φαίνεσαι περίσσια συχυσμένη· 90
πολύ του Κρόνου ο γιος, το ταίρι σου, θα σ᾽ έχει λέω τρομάξει.»
Και τότε απηλογιά τής έδωσεν η κρουσταλλόχερη Ήρα:
«Μη μου ζητάς να μάθεις, Θέμιδα, το ξέρεις δα κι ατή σου,
πόσο σκληρή καρδιά κι αμάλαχτη στα στήθια εκείνος κλείνει.
Μα κάμε αρχή, μες στο παλάτι μας ξανά οι θεοί να πάρουν 95
να τρων, κι εσύ με τους αθάνατους τους άλλους θα τ᾽ ακούσεις.
σαν τί αδικιές ο Δίας σοφίστηκε να κάνει· λέω με τούτες
δε θα χαρεί κανείς στα φρένα του, μήτε θνητός και μήτε
θεός, γλυκό ψωμί κι αν έμεινε να χαίρεται κανένας!»
Είπε, και κάθισε στο θρόνο της η πολυσέβαστη Ήρα, 100
κι οι άλλοι θεοί μεμιάς δαγκώθηκαν στο αρχοντικό του Δία·
κι εκείνη με τα χείλια εγέλασε, μ᾽ απά στα μαύρα φρύδια
το μέτωπό της δε γαλήνευε, κι αυτά τούς λέει ξεσπώντας:
«Άμυαλοι εμείς, που μες στην τρέλα μας τα βάζουμε μαζί του!
Να του ριχτούμε ακόμα θέλουμε, ν᾽ αφήσει αυτά που κάνει, 105
με λόγια ή και μεβιάς· μ᾽ αλάργα μας καθίζει αυτός, και διόλου
δε μας ψηφά, δε λογαριάζει μας· τι λέει πως ξεχωρίζει
μες σ᾽ όλους τους θεούς στη δύναμη και στην αντρειά περίσσια.
Λοιπόν βαστάτε, στον καθένα μας ό,τι κακό κι αν κάνει.
Έτσι τον Άρη τώρα επλάκωσε λέω συφορά μεγάλη, 110
τι ο γιος του ο Ασκάλαφος στον πόλεμο σκοτώθηκε, που αγάπη
περίσσια τού ᾽χεν ο Άρης ο άτρομος, γιατί ᾽ταν λέει δικός του.»
Αυτά ειπε, κι ο Άρης τότε χτύπησε τα δυο γερά μεριά του
με τ᾽ ανοιχτά του χεροπάλαμα, και φώναξε θρηνώντας:
«Μη μου κακιώστε τώρα, αθάνατοι του Ολύμπου, αν τρέξω κάτω 115
στα πλοία τ᾽ αργίτικα, το θάνατο να γδικιωθώ του γιου μου,
κι ακόμα αν είν᾽ γραφτό αστροπέλεκο του Δία να μ᾽ έβρει, αντάμα
με τους νεκρούς κι εγώ να κείτουμαι στο γαίμα και στη σκόνη.»
Αυτά ειπε, και να ζέψουν τ᾽ άτια του, το Φόβο και τον Τρόμο,
προστάζει ευτύς, κι ατός του εφόρεσε τη στραφτερή του αρμάτα. 120
Έτσι ο θυμός του Δία θα πλήθαινε το δίχως άλλο τότε,
κι η μάνητά του στους αθάνατους πιο ανήλεη θα ξεσπούσε,
αν η Αθηνά, μην πάθουν τρέμοντας όλοι οι θεοί, απ᾽ το θρόνο
δεν πεταγόταν, κει που κάθουνταν, να δράμει στο ξωπόρτι.
Από κεφάλι κι ώμους τού ᾽βγαλε και κράνος και σκουτάρι, 125
και το χαλκό κοντάρι παίρνοντας απ᾽ το γερό του χέρι
το στήνει ορθό, και βάλθηκε έπειτα τον Άρη να μαλώνει:
«Ξεφρενιασμένε εσύ, θεότρελε, χαμένος πας! Του κάκου
τά ᾽χεις τ᾽ αφτιά κι ακούς. Δε σού ᾽μεινε ντροπή και νους καθόλου.
Η κρουσταλλόχερη δεν άκουσες το τί μας είπεν Ήρα, 130
που τον ολύμπιο Δία παράτησε πριν λίγην ώρα κι ήρθε;
Γιά θέλεις συφορές αρίφνητες να πάθεις και να γείρεις
με το στανιό ξανά στον Όλυμπο, κι ας καίγεται η καρδιά σου,
και σε κακό να ρίξεις άμετρο και μας τους άλλους όλους;
Θα παρατήσει αυτός τους πέρφανους τους Τρώες και τους Αργίτες 135
και θά ᾽ρθει πίσω ευτύς στον Όλυμπο, και τις φωνές θα βάλει
βάζοντας χέρι αράδα σε όλους μας, γιά φταίμε γιά δε φταίμε.
Άσε λοιπόν σου λέω την όργητα για τον υγιό σου τώρα.
Κι άλλοι μαθές πολύ πιο κάλλιοι του στη δύναμη, στα χέρια,
νεκροί εχουν πέσει γιά θα πέσουνε· τι των ανθρώπων όλων 140
η φύτρα κι η γενιά δε γίνεται του Χάρου να γλιτώσει.»
Αυτά ειπε, και στο θρόνο εκάθισε τον αντρειωμένον Άρη.
Κι η Ήρα φωνάζει στον Απόλλωνα να βγεί μαζί της έξω,
κι η Ίριδα νά ᾽ρθει, των αθάνατων θεών μαντατοφόρα·
και τότε λέει και με ανεμάρπαστα τους συντυχαίνει λόγια: 145
«Στην Ίδα ο Δίας το γρηγορότερο να πάτε σας προστάζει,
κι όταν κει πέρα πια θα φτάσετε κι ομπρός στο Δία σταθείτε,
ό,τι προστάξει εκείνος κάνετε γοργά κι ό,τι ζητήσει.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
βῆ δ᾽ ἐξ Ἰδαίων ὀρέων ἐς μακρὸν Ὄλυμπον.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἀΐξῃ νόος ἀνέρος, ὅς τ᾽ ἐπὶ πολλὴν 80
γαῖαν ἐληλουθὼς φρεσὶ πευκαλίμῃσι νοήσῃ,
«ἔνθ᾽ εἴην, ἢ ἔνθα», μενοινήῃσί τε πολλά,
ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη·
ἵκετο δ᾽ αἰπὺν Ὄλυμπον, ὁμηγερέεσσι δ᾽ ἐπῆλθεν
ἀθανάτοισι θεοῖσι Διὸς δόμῳ· οἱ δὲ ἰδόντες 85
πάντες ἀνήϊξαν καὶ δεικανόωντο δέπασσιν.
ἡ δ᾽ ἄλλους μὲν ἔασε, Θέμιστι δὲ καλλιπαρῄῳ
δέκτο δέπας· πρώτη γὰρ ἐναντίη ἦλθε θέουσα,
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ἥρη, τίπτε βέβηκας; ἀτυζομένῃ δὲ ἔοικας· 90
ἦ μάλα δή σε φόβησε Κρόνου πάϊς, ὅς τοι ἀκοίτης.»
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ λευκώλενος Ἥρη·
«μή με, θεὰ Θέμι, ταῦτα διείρεο· οἶσθα καὶ αὐτή,
οἷος κείνου θυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής.
ἀλλὰ σύ γ᾽ ἄρχε θεοῖσι δόμοις ἔνι δαιτὸς ἐΐσης· 95
ταῦτα δὲ καὶ μετὰ πᾶσιν ἀκούσεαι ἀθανάτοισιν,
οἷα Ζεὺς κακὰ ἔργα πιφαύσκεται· οὐδέ τί φημι
πᾶσιν ὁμῶς θυμὸν κεχαρησέμεν, οὔτε βροτοῖσιν
οὔτε θεοῖς, εἴ πέρ τις ἔτι νῦν δαίνυται εὔφρων.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσα καθέζετο πότνια Ἥρη, 100
ὄχθησαν δ᾽ ἀνὰ δῶμα Διὸς θεοί· ἡ δὲ γέλασσε
χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ᾽ ὀφρύσι κυανέῃσιν
ἰάνθη· πᾶσιν δὲ νεμεσσηθεῖσα μετηύδα·
«νήπιοι, οἳ Ζηνὶ μενεαίνομεν ἀφρονέοντες·
ἦ ἔτι μιν μέμαμεν καταπαυσέμεν ἆσσον ἰόντες 105
ἢ ἔπει ἠὲ βίῃ· ὁ δ᾽ ἀφήμενος οὐκ ἀλεγίζει
οὐδ᾽ ὄθεται· φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι
κάρτεΐ τε σθένεΐ τε διακριδὸν εἶναι ἄριστος.
τῶ ἔχεθ᾽ ὅττι κεν ὔμμι κακὸν πέμπῃσιν ἑκάστῳ.
ἤδη γὰρ νῦν ἔλπομ᾽ Ἄρηΐ γε πῆμα τετύχθαι· 110
υἱὸς γάρ οἱ ὄλωλε μάχῃ ἔνι, φίλτατος ἀνδρῶν,
Ἀσκάλαφος, τόν φησιν ὃν ἔμμεναι ὄβριμος Ἄρης.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ Ἄρης θαλερὼ πεπλήγετο μηρὼ
χερσὶ καταπρηνέσσ᾽, ὀλοφυρόμενος δ᾽ ἔπος ηὔδα·
«μὴ νῦν μοι νεμεσήσετ᾽, Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες, 115
τείσασθαι φόνον υἷος ἰόντ᾽ ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν,
εἴ πέρ μοι καὶ μοῖρα Διὸς πληγέντι κεραυνῷ
κεῖσθαι ὁμοῦ νεκύεσσι μεθ᾽ αἵματι καὶ κονίῃσιν.»
Ὣς φάτο, καί ῥ᾽ ἵππους κέλετο Δεῖμόν τε Φόβον τε
ζευγνύμεν, αὐτὸς δ᾽ ἔντε᾽ ἐδύσετο παμφανόωντα. 120
ἔνθα κ᾽ ἔτι μείζων τε καὶ ἀργαλεώτερος ἄλλος
πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι χόλος καὶ μῆνις ἐτύχθη,
εἰ μὴ Ἀθήνη πᾶσι περιδείσασα θεοῖσιν
ὦρτο διὲκ προθύρου, λίπε δὲ θρόνον ἔνθα θάασσε,
τοῦ δ᾽ ἀπὸ μὲν κεφαλῆς κόρυθ᾽ εἵλετο καὶ σάκος ὤμων, 125
ἔγχος δ᾽ ἔστησε στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ἑλοῦσα
χάλκεον· ἡ δ᾽ ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα·
«μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφθορας· ἦ νύ τοι αὔτως
οὔατ᾽ ἀκουέμεν ἐστί, νόος δ᾽ ἀπόλωλε καὶ αἰδώς.
οὐκ ἀΐεις ἅ τέ φησι θεὰ λευκώλενος Ἥρη, 130
ἣ δὴ νῦν πὰρ Ζηνὸς Ὀλυμπίου εἰλήλουθεν;
ἦ ἐθέλεις αὐτὸς μὲν ἀναπλήσας κακὰ πολλὰ
ἂψ ἴμεν Οὔλυμπόνδε καὶ ἀχνύμενός περ ἀνάγκῃ,
αὐτὰρ τοῖς ἄλλοισι κακὸν μέγα πᾶσι φυτεῦσαι;
αὐτίκα γὰρ Τρῶας μὲν ὑπερθύμους καὶ Ἀχαιοὺς 135
λείψει, ὁ δ᾽ ἡμέας εἶσι κυδοιμήσων ἐς Ὄλυμπον,
μάρψει δ᾽ ἑξείης ὅς τ᾽ αἴτιος ὅς τε καὶ οὐκί.
τῶ σ᾽ αὖ νῦν κέλομαι μεθέμεν χόλον υἷος ἑῆος·
ἤδη γάρ τις τοῦ γε βίην καὶ χεῖρας ἀμείνων
ἢ πέφατ᾽, ἢ καὶ ἔπειτα πεφήσεται· ἀργαλέον δὲ 140
πάντων ἀνθρώπων ῥῦσθαι γενεήν τε τόκον τε.»
Ὣς εἰποῦσ᾽ ἵδρυσε θρόνῳ ἔνι θοῦρον Ἄρηα.
Ἥρη δ᾽ Ἀπόλλωνα καλέσσατο δώματος ἐκτὸς
Ἶρίν θ᾽, ἥ τε θεοῖσι μετάγγελος ἀθανάτοισι,
καί σφεας φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 145
«Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ᾽ ἐλθέμεν ὅττι τάχιστα·
αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθητε, Διός τ᾽ εἰς ὦπα ἴδησθε,
ἕρδειν ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ.»