Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 14 στ. 82-152
Ταυροκοιτώντας ο πολύβουλος του απάντησε Οδυσσέας:
«Ατρείδη, τί είναι αυτός που ξέφυγε τα δυο σου χείλια ο λόγος;
Εσύ άλλους θά ᾽ξιζε, κακότυχε, να κυβερνάς ―κιοτήδες,
και μόνο εμάς να μην αφέντευες, που ο Δίας μάς έχει δώσει 85
από τα νιάτα ως τα γεράματα να κλώθουμε πολέμους
φριχτούς αδιάκοπα, ώσπου ο θάνατος να μας πετύχει κάπου.
Με τα σωστά σου το πλατύρουγο των Τρώων γυρεύεις κάστρο
να παρατήσουμε, για χάρη του που έχουμε τόσα πάθει;
Σώπα, μην τύχει και το λόγο σου κι άλλος γρικήσει Αργίτης, 90
λόγο, που λέω ποτέ δε θά ᾽πρεπε στο στόμα να τον βάλει
κανένας φρόνιμος, που θά ᾽ξερε να κρένει μυαλωμένα
και βασιλιά ραβδί στα χέρια του κρατάει και τον ακούνε
τόσα φουσάτα, σαν τ᾽ αργίτικα που εσύ αφεντεύεις τώρα.
Μα τέτοια τώρα που ξεστόμισες θα πω μυαλό δεν έχεις· 95
ζητάς τα καλοκούβερτα άρμενα να ρίξουμε στο κύμα,
όσο βαστούν ακόμα ο πόλεμος κι η χλαλοή· δε φτάνει
που οι Τρώες νικούνε; να τους κάνουμε κι άλλο χατίρι θέλεις,
κι εμάς να μας πλακώσει αφεύγατος χαμός; τι οι Αργίτες όλοι,
τ᾽ άρμενα αν ρίξουμε στη θάλασσα, δε θα βαστήξουν άλλο, 100
μόν᾽ θα κοιτάξουν πώς να φύγουνε τη μάχη απαρατώντας·
κι έτσι η βουλή σου θα μας ρήμαζε, των Αχαιών ρηγάρχη!»
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας του απηλογήθη κι είπε:
«Πολύ, Οδυσσέα, βαρύς ο λόγος σου κι ως την καρδιά με βρίσκει·
μα εγώ απ᾽ τους Αχαιούς δε γύρεψα ποτέ μου αθέλητά τους 105
τα καλοκούβερτα στη θάλασσα να ρίξουμε καράβια.
Μ᾽ ας δώσει κάποιος σας καλύτερη βουλή από τούτη τώρα,
γιά νιος γιά γέρος είναι, πρόθυμα κι εγώ να συνακούσω.»
Τότε ο Διομήδης ο βροντόφωνος γυρνώντας αποκρίθη:
«Ο άντρας αυτός εδώ ειναι, αλάργα μας μην τον ζητάμε, φτάνει 110
σ᾽ ό,τι τυχόν θα πω ν᾽ ακούσετε, και μη βαρυγνωμήστε
και πείτε εγώ πως είμαι απ᾽ όλους σας ο πιο μικρός στα χρόνια.
Βαστώ κι εγώ από κύρη αντρόκαρδο και τό ᾽χω για καμάρι,
απ᾽ τον Τυδέα, που χώμα ανάχυτο στη Θήβα τον σκεπάζει.
Τρεις ο Πορθέας υγιούς εγέννησε δίχως ψεγάδι, κι όλοι 155
στην Καλυδώνα την απόγκρεμη και στην Πλευρώνα εζούσαν,
τον Άγριο, δεύτερο το Μέλανα, στερνό το γαύρο Οινέα,
τον τρίτο απ᾽ όλους και καλύτερο, του κύρη μου τον κύρη.
Κι έμεινε αυτός εκεί, μα ο κύρης μου γυρνώντας πέρα δώθε
ρίζωσε στο Άργος· έτσι θέλησεν ο Δίας κι οι αθάνατοι οι άλλοι. 120
Μια κόρη του Άδραστου παντρεύτηκε κι αρχοντεμένα εζούσε
σε πλούσιο σπίτι· σταροχώραφα δικά του πλήθος είχε
κι άλλα πολλά τρογύρα χτήματα με δέντρα και μ᾽ αμπέλια·
κι είχε και πλήθος αρνοκάτσικα, και πρώτος στο κοντάρι
απ᾽ τους Αργίτες· θά ᾽χετε ακουστά και σεις αν είπα αλήθειες. 125
Λοιπόν δε σέρνω από δειλιάρικη γενιά και τιποτένια,
για ν᾽ αψηφήσετε το λόγο μου, σωστός τυχόν αν είναι.
Ομπρός, και λαβωμένοι ως είμαστε, να μπούμε μες στη μάχη·
η ανάγκη το καλεί. Κι ας μείνουμε, χωρίς να πολεμούμε,
μακριά από τις ριξιές, κανένας μας μη λαβωθεί και πάλε. 130
Τους άλλους όμως να γκαρδιώσουμε, που ως τώρα, τη ζωή τους
φυλάγοντας, αλάργα στέκουνται και στ᾽ άρματα δε μπαίνουν.»
Είπε, κι αυτοί, γρικώντας, πρόθυμα συνάκουσαν το λόγο·
κι ευτύς κινήσαν, κι ο Αγαμέμνονας τραβούσε ομπρός ο ρήγας.
Κι ο κοσμοσείστης ρήγας άδικα δε βίγλιζε ψηλάθε· 135
γερόντου θώρι επήρε κι έτρεξε, κι ως έσμιξε μαζί τους,
το δεξί χέρι του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, φουχτώνει,
και κράζοντάς τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Ατρείδη, του Αχιλλέα θα χαίρεται το δίχως άλλο τώρα
η ανήμερη καρδιά, το θάνατο και τη φευγάλα ως βλέπει 140
των Αχαιών, τι αλήθεια μέσα του σταλιά μυαλό δεν έχει―
που το κακό να πέσει απάνω του κι απ᾽ το θεό να τό ᾽βρει!
Μα εσένα ακόμα οι τρισμακάριστοι θεοί δε σε μισήσαν·
θά ᾽ρθει η στιγμή, των Τρώων που οι κύβερνοι κι οι πρωτοκεφαλάδες
στον κάμπο κουρνιαχτό θ᾽ ασκώσουνε, και θα τους δεις κι ατός σου 145
πίσω στο κάστρο απ᾽ τα καλύβια μας κι απ᾽ τ᾽ άρμενα να φεύγουν.»
Έτσι του μίλησε, και χούγιαξε χιμώντας μες στον κάμπο.
Όσο φωνάζει ασκέρι αρίφνητο, στον πόλεμο που μπήκε,
εννιά χιλιάδες, δέκα, κι όλοι τους παλεύουν και χτυπιούνται·
τόση φωνή απ᾽ τα στήθια του έβγαλε κι ο κοσμοσείστης ρήγας, 150
και δύναμη τρανή ξεσήκωσε στον κάθε Αργίτη μέσα,
ξυπνώντας του λαχτάρα γι᾽ άπαυτους αγώνες και πολέμους.
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Ἀτρεΐδη, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων·
οὐλόμεν᾽, αἴθ᾽ ὤφελλες ἀεικελίου στρατοῦ ἄλλου
σημαίνειν, μηδ᾽ ἄμμιν ἀνασσέμεν, οἷσιν ἄρα Ζεὺς 85
ἐκ νεότητος ἔδωκε καὶ ἐς γῆρας τολυπεύειν
ἀργαλέους πολέμους, ὄφρα φθιόμεσθα ἕκαστος.
οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν
καλλείψειν, ἧς εἵνεκ᾽ ὀϊζύομεν κακὰ πολλά;
σίγα, μή τίς τ᾽ ἄλλος Ἀχαιῶν τοῦτον ἀκούσῃ 90
μῦθον, ὃν οὔ κεν ἀνήρ γε διὰ στόμα πάμπαν ἄγοιτο,
ὅς τις ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν
σκηπτοῦχός τ᾽ εἴη, καί οἱ πειθοίατο λαοὶ
τοσσοίδ᾽ ὅσσοισιν σὺ μετ᾽ Ἀργείοισιν ἀνάσσεις·
νῦν δέ σευ ὠνοσάμην πάγχυ φρένας, οἷον ἔειπες· 95
ὃς κέλεαι πολέμοιο συνεσταότος καὶ ἀϋτῆς
νῆας ἐϋσσέλμους ἅλαδ᾽ ἑλκέμεν, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον
Τρωσὶ μὲν εὐκτὰ γένηται ἐπικρατέουσί περ ἔμπης,
ἡμῖν δ᾽ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ. οὐ γὰρ Ἀχαιοὶ
σχήσουσιν πόλεμον νηῶν ἅλαδ᾽ ἑλκομενάων, 100
ἀλλ᾽ ἀποπαπτανέουσιν, ἐρωήσουσι δὲ χάρμης.
ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται, ὄρχαμε λαῶν.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
«ὦ Ὀδυσεῦ, μάλα πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ
ἀργαλέῃ· ἀτὰρ οὐ μὲν ἐγὼν ἀέκοντας ἄνωγα 105
νῆας ἐϋσσέλμους ἅλαδ᾽ ἑλκέμεν υἷας Ἀχαιῶν.
νῦν δ᾽ εἴη ὃς τῆσδέ γ᾽ ἀμείνονα μῆτιν ἐνίσποι,
ἢ νέος ἠὲ παλαιός· ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη.»
Τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
«ἐγγὺς ἀνήρ, οὐ δηθὰ ματεύσομεν, αἴ κ᾽ ἐθέλητε 110
πείθεσθαι, καὶ μή τι κότῳ ἀγάσησθε ἕκαστος
οὕνεκα δὴ γενεῆφι νεώτατός εἰμι μεθ᾽ ὑμῖν·
πατρὸς δ᾽ ἐξ ἀγαθοῦ καὶ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι,
Τυδέος, ὃν Θήβῃσι χυτὴ κατὰ γαῖα καλύπτει.
Πορθεῖ γὰρ τρεῖς παῖδες ἀμύμονες ἐξεγένοντο, 115
οἴκεον δ᾽ ἐν Πλευρῶνι καὶ αἰπεινῇ Καλυδῶνι,
Ἄγριος ἠδὲ Μέλας, τρίτατος δ᾽ ἦν ἱππότα Οἰνεύς,
πατρὸς ἐμοῖο πατήρ· ἀρετῇ δ᾽ ἦν ἔξοχος αὐτῶν.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν αὐτόθι μεῖνε, πατὴρ δ᾽ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη
πλαγχθείς· ὧς γάρ που Ζεὺς ἤθελε καὶ θεοὶ ἄλλοι. 120
Ἀδρήστοιο δ᾽ ἔγημε θυγατρῶν, ναῖε δὲ δῶμα
ἀφνειὸν βιότοιο, ἅλις δέ οἱ ἦσαν ἄρουραι
πυροφόροι, πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφίς,
πολλὰ δέ οἱ πρόβατ᾽ ἔσκε· κέκαστο δὲ πάντας Ἀχαιοὺς
ἐγχείῃ· τὰ δὲ μέλλετ᾽ ἀκουέμεν, εἰ ἐτεόν περ. 125
τῶ οὐκ ἄν με γένος γε κακὸν καὶ ἀνάλκιδα φάντες
μῦθον ἀτιμήσαιτε πεφασμένον, ὅν κ᾽ ἐῢ εἴπω.
δεῦτ᾽ ἴομεν πόλεμόνδε καὶ οὐτάμενοί περ ἀνάγκῃ.
ἔνθα δ᾽ ἔπειτ᾽ αὐτοὶ μὲν ἐχώμεθα δηϊοτῆτος
ἐκ βελέων, μή πού τις ἐφ᾽ ἕλκεϊ ἕλκος ἄρηται· 130
ἄλλους δ᾽ ὀτρύνοντες ἐνήσομεν, οἳ τὸ πάρος περ
θυμῷ ἦρα φέροντες ἀφεστᾶσ᾽ οὐδὲ μάχονται.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο·
βὰν δ᾽ ἴμεν, ἦρχε δ᾽ ἄρα σφιν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων.
Οὐδ᾽ ἀλαοσκοπιὴν εἶχε κλυτὸς ἐννοσίγαιος, 135
ἀλλὰ μετ᾽ αὐτοὺς ἦλθε παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς,
δεξιτερὴν δ᾽ ἕλε χεῖρ᾽ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ἀτρεΐδη, νῦν δή που Ἀχιλλῆος ὀλοὸν κῆρ
γηθεῖ ἐνὶ στήθεσσι, φόνον καὶ φύζαν Ἀχαιῶν 140
δερκομένῳ, ἐπεὶ οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ᾽ ἠβαιαί.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ὣς ἀπόλοιτο, θεὸς δέ ἑ σιφλώσειε·
σοὶ δ᾽ οὔ πω μάλα πάγχυ θεοὶ μάκαρες κοτέουσιν,
ἀλλ᾽ ἔτι που Τρώων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
εὐρὺ κονίσουσιν πεδίον, σὺ δ᾽ ἐπόψεαι αὐτὸς 145
φεύγοντας προτὶ ἄστυ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων.»
Ὣς εἰπὼν μέγ᾽ ἄϋσεν, ἐπεσσύμενος πεδίοιο.
ὅσσον τ᾽ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι
ἀνέρες ἐν πολέμῳ, ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος,
τόσσην ἐκ στήθεσφιν ὄπα κρείων ἐνοσίχθων 150
ἧκεν· Ἀχαιοῖσιν δὲ μέγα σθένος ἔμβαλ᾽ ἑκάστῳ
καρδίῃ, ἄληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι.