Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 76-154
Κι ο μέγας Αίαντας του αποκρίθηκεν, ο γιος του Τελαμώνα:
«Και μένα, στο κοντάρι ολόγυρα τ᾽ ανίκητά μου χέρια
με τρώνε, κι η αντριγιά μου εθέριεψε· τα δυο μου πόδια κάτω
πετούν φωτιές, και με τον Έχτορα, το γιο του Πρίαμου, θέλω
να στήσω πόλεμο και μόνος μου, με όσην αντρειά κι αν έχει!» 80
Τέτοια εμιλούσαν συναλλήλως τους αυτοί, χαρά γιομάτοι
απ᾽ την ορμή, ο θεός που φύσηξε στα στήθια τους γι᾽ απάλε.
Κι ωστόσο ο Κοσμοσείστης σήκωνε πιο πέρα τους Αργίτες,
που ήταν πιο πίσω και ξαπόσταιναν πλάι στα γοργά καράβια.
Αρμοκομμένοι από τον κάματο το φοβερό εστεκόνταν, 85
κι εσπάραζε ο καημός τα σπλάχνα τους, τους Τρώες καθώς εβλέπαν
πού ᾽χαν πηδήξει πλήθος άμετρο τα τρίψηλα τειχιά τους·
και τρέχαν κάτω από τα φρύδια τους τα δάκρυα, ως τους θωρούσαν.
Θαράπιο του κακού δεν έβλεπαν· μα τότε ο Κοσμοσείστης,
γοργά ζυγώνοντάς τους, ψύχωσε τα δυνατά φουσάτα. 90
Τον Τεύκρο και το Λήτο ολόπρωτα κινάει ν᾽ αναγκαρδιώσει,
και τον Πηνέλαο τον τρανόψυχο, το Θόα και το Μηριόνη,
το Δήπυρο και τον Αντίλοχο, τους γαύρους πολεμάρχους·
όλους τούς γκάρδιωνε, ανεμάρπαστα φωνάζοντάς τους λόγια:
«Ντροπής, Αργίτες, σεις οι νιότεροι! Τα θάρρητά μου τά ᾽χω 95
σε σας! Αν πείτε να παλέψετε, γλιτώνουν τα καράβια.
Αν όμως στον ανήλεο πόλεμο δε θέλετε να μπείτε,
το δίχως άλλο η μέρα εσίμωσε που οι Τρώες θα μας χαλάσουν.
Ωχού, τί θάμα αυτό κι αντίθαμα τα μάτια μου που βλέπουν,
τρομαχτικό, που δε λογάριαζα πως θα γενεί ποτέ μου, 100
τους Τρώες φτασμένους στα καράβια μας, αυτούς που ως τώρα πάντα
δειλιάρες αλαφίνες έμοιαζαν, που στα ρουμάνια θρέφουν
λύκους και τσάκαλους και λιόπαρδους, ως τρέχουν δώθε κείθε,
όπου τους λάχει, δίχως δύναμη κι ουδέ αντριγιά στα στήθη·
όμοια κι οι Τρώες πιο πριν δεν ήθελαν, κι ουδέ για λίγο μόνο 105
μπρος στην ορμή μας και στα χέρια μας να κρατηθούν αντρίκεια.
Τώρα μακριά απ᾽ το κάστρο, στ᾽ άρμενα τα βαθουλά χτυπιούνται,
από του ρήγα μας την ξέπαρση, το αναμελιό των άλλων,
που ως μάλωσαν μαζί του, εθύμωσαν, και πια να διαφεντέψουν
τα γρήγορα δε θέλουν άρμενα, μόνο χαλνιούνται ομπρός τους. 110
Όμως αλήθεια, κι αν το φταίξιμο πέρα για πέρα πέφτει
στο γιο του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα, το ρήγα πρωταφέντη,
που δε σεβάστη το γοργόποδο γιο του Πηλέα καθόλου,
πάλε δεν πρέπει εμείς τον πόλεμο ν᾽ αφήσουμε στη μέση,
μόν᾽ ό,τι εγίνη ας το βολέψουμε, τι όσοι έχουν νου βολεύουν. 115
Πρεπό δεν είναι εσείς να σβήνετε τη φλόγα της αντρειάς σας,
τι είστε κι οι πιο αντρειωμένοι ανάμεσα στους άλλους· δεν τα βάζω
μ᾽ έναν δειλιάρη εγώ, τον πόλεμο που παρατάει και φεύγει·
όμως με σας πολύ συχύζουμαι, με όσο κανέναν άλλον.
Κιοτήδες! Πιο τρανό θα κάνετε με την αναμελιά σας 120
αυτή κακό! Μα ομπρός, στα στήθια του βαθιά να βάλει θέλω
ντροπή ο καθένας και φιλότιμο· τρανός μάς ζώνει αγώνας.
Ο Έχτορας στέκει ο βροντερόφωνος μπροστά από τ᾽ άρμενά μας
κι ανέφοβος την πόρτα εσύντριψε και τη μεγάλη αμπάρα!»
Τέτοια προστάζοντας ξεσήκωσε τ᾽ ασκέρια ο Κοσμοσείστης. 125
Γύρω απ᾽ τους δυο τους Αίαντες στάθηκαν μεμιάς οι Αργίτες τότε,
τόσο γεροί, που κι ο Άρης νά ᾽ρχουνταν δε θά ᾽βρισκε ψεγάδι,
μηδέ η Παλλάδα η στρατολάτισσα· τι διαλεχτοί αντρειωμένοι
τους Τρώες προσμέναν και τον Έχτορα· και κλείσαν τις γραμμές τους
σκουτάρι με σκουτάρι αγγίζοντας, κοντάρι με κοντάρι· 130
σκούδο στο σκούδο σφιχτοσμίγουνταν, κράνος στο κράνος, άντρας
στον άντρα· κι ως εσκύβαν, άγγιζαν στ᾽ αλογουρίσια κράνη
ψηλά τα κέρατα τα λιόλαμπρα· τόσο πυκνά αρμοδέναν.
Και τα κοντάρια, ως σειούνταν, μπλέκουνταν στα θρασεμένα χέρια·
κι αυτοί μπροστά μονάχα εκοίταζαν κι απάλε ελαχταρίζαν. 135
Κι οι Τρώες απανωτοί ξεχύθηκαν, κι ολομπροστά τραβούσε
ο γαύρος Έχτορας. Πώς κύλησε στρογγυλεμένος βράχος,
που ξάφνου από γκρεμού το ακρόχειλο νεροποντή τον σπρώχνει,
το χώμα που τον δένει ως έσπασε με το νερό το πλήθιο·
κι αυτός ψηλά πηδώντας πέτεται, κι αντιβογγάει το δάσο, 140
και τρέχει σίγουρα, ασταμάτητα, στον κάμπο ώσπου να φτάσει,
και τότε πια σταμάτησε άθελα, με όση κι αν είχε φόρα·
όμοια ειχε φοβερίσει κι ο Έχτορας ως το γιαλό να φτάσει
περνώντας εύκολα τ᾽ αργίτικα καλύβια και καράβια
σκοτώνοντας· μα σύντας σκόνταψε πα στα πυκνά φουσάτα, 145
πέφτοντας πάνω τους εστάθηκε. Κι οι Αργίτες αντικρύ του
με τα σπαθιά και με τα δίκοπα κεντώντας τον κοντάρια
πίσω τον έσπρωξαν· τρεκλίζοντας αναγυρίζει εκείνος,
και φώναξε στους Τρώες με δύναμη, να τον ακούσουν όλοι:
«Λυκιώτες και Δαρδάνοι αντρόψυχοι και Τρώες, κοντά μου ελάτε, 150
κι ώρα πολλή μπροστά μου σίγουρα δε θα σταθούν οι Αργίτες,
κι ας μαζωχτήκαν, κι ας συντάχτηκαν, κι ας σφιχταραδιαστήκαν!
Θα φύγουν λέω μπρος στο κοντάρι μου, στ᾽ αλήθεια αν με γκαρδιώνει
ο άντρας της Ήρας, ο βαρύβροντος ο Δίας ο τρισμεγάλος.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη Τελαμώνιος Αἴας·
«οὕτω νῦν καὶ ἐμοὶ περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι
μαιμῶσιν, καί μοι μένος ὤρορε, νέρθε δὲ ποσσὶν
ἔσσυμαι ἀμφοτέροισι· μενοινώω δὲ καὶ οἶος
Ἕκτορι Πριαμίδῃ ἄμοτον μεμαῶτι μάχεσθαι.» 80
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
χάρμῃ γηθόσυνοι, τήν σφιν θεὸς ἔμβαλε θυμῷ·
τόφρα δὲ τοὺς ὄπιθεν γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς,
οἳ παρὰ νηυσὶ θοῇσιν ἀνέψυχον φίλον ἦτορ.
τῶν ῥ᾽ ἅμα τ᾽ ἀργαλέῳ καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο, 85
καί σφιν ἄχος κατὰ θυμὸν ἐγίγνετο δερκομένοισι
Τρῶας, τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ.
τοὺς οἵ γ᾽ εἰσορόωντες ὑπ᾽ ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον·
οὐ γὰρ ἔφαν φεύξεσθαι ὑπὲκ κακοῦ· ἀλλ᾽ ἐνοσίχθων
ῥεῖα μετεισάμενος κρατερὰς ὄτρυνε φάλαγγας. 90
Τεῦκρον ἔπι πρῶτον καὶ Λήϊτον ἦλθε κελεύων
Πηνέλεών θ᾽ ἥρωα Θόαντά τε Δηΐπυρόν τε
Μηριόνην τε καὶ Ἀντίλοχον, μήστωρας ἀϋτῆς·
τοὺς ὅ γ᾽ ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«αἰδὼς Ἀργεῖοι, κοῦροι νέοι· ὔμμιν ἔγωγε 95
μαρναμένοισι πέποιθα σαωσέμεναι νέας ἁμάς·
εἰ δ᾽ ὑμεῖς πολέμοιο μεθήσετε λευγαλέοιο,
νῦν δὴ εἴδεται ἦμαρ ὑπὸ Τρώεσσι δαμῆναι.
ὢ πόποι, ἦ μέγα θαῦμα τόδ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι,
δεινόν, ὃ οὔ ποτ᾽ ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον, 100
Τρῶας ἐφ᾽ ἡμετέρας ἰέναι νέας, οἳ τὸ πάρος περ
φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν, αἵ τε καθ᾽ ὕλην
θώων παρδαλίων τε λύκων τ᾽ ἤϊα πέλονται
αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες, οὐδ᾽ ἔπι χάρμη·
ὣς Τρῶες τὸ πρίν γε μένος καὶ χεῖρας Ἀχαιῶν 105
μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐναντίον, οὐδ᾽ ἠβαιόν·
νῦν δὲ ἑκὰς πόλιος κοίλῃς ἐπὶ νηυσὶ μάχονται
ἡγεμόνος κακότητι μεθημοσύνῃσί τε λαῶν,
οἳ κείνῳ ἐρίσαντες ἀμυνέμεν οὐκ ἐθέλουσι
νηῶν ὠκυπόρων, ἀλλὰ κτείνονται ἀν᾽ αὐτάς. 110
ἀλλ᾽ εἰ δὴ καὶ πάμπαν ἐτήτυμον αἴτιός ἐστιν
ἥρως Ἀτρεΐδης, εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων,
οὕνεκ᾽ ἀπητίμησε ποδώκεα Πηλεΐωνα,
ἡμέας γ᾽ οὔ πως ἔστι μεθιέμεναι πολέμοιο.
ἀλλ᾽ ἀκεώμεθα θᾶσσον· ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν. 115
ὑμεῖς δ᾽ οὐκέτι καλὰ μεθίετε θούριδος ἀλκῆς
πάντες ἄριστοι ἐόντες ἀνὰ στρατόν. οὐδ᾽ ἂν ἔγωγε
ἀνδρὶ μαχεσσαίμην ὅς τις πολέμοιο μεθείη
λυγρὸς ἐών· ὑμῖν δὲ νεμεσσῶμαι περὶ κῆρι.
ὦ πέπονες, τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῖζον 120
τῇδε μεθημοσύνῃ· ἀλλ᾽ ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος
αἰδῶ καὶ νέμεσιν· δὴ γὰρ μέγα νεῖκος ὄρωρεν.
Ἕκτωρ δὴ παρὰ νηυσὶ βοὴν ἀγαθὸς πολεμίζει
καρτερός, ἔρρηξεν δὲ πύλας καὶ μακρὸν ὀχῆα.»
Ὥς ῥα κελευτιόων γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς. 125
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ Αἴαντας δοιοὺς ἵσταντο φάλαγγες
καρτεραί, ἃς οὔτ᾽ ἄν κεν Ἄρης ὀνόσαιτο μετελθὼν
οὔτε κ᾽ Ἀθηναίη λαοσσόος· οἳ γὰρ ἄριστοι
κρινθέντες Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα δῖον ἔμιμνον,
φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ· 130
ἀσπὶς ἄρ᾽ ἀσπίδ᾽ ἔρειδε, κόρυς κόρυν, ἀνέρα δ᾽ ἀνήρ·
ψαῦον δ᾽ ἱππόκομοι κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισι
νευόντων, ὡς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν·
ἔγχεα δὲ πτύσσοντο θρασειάων ἀπὸ χειρῶν
σειόμεν᾽· οἱ δ᾽ ἰθὺς φρόνεον, μέμασαν δὲ μάχεσθαι. 135
Τρῶες δὲ προὔτυψαν ἀολλέες, ἦρχε δ᾽ ἄρ᾽ Ἕκτωρ
ἀντικρὺ μεμαώς, ὀλοοίτροχος ὣς ἀπὸ πέτρης,
ὅν τε κατὰ στεφάνης ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ,
ῥήξας ἀσπέτῳ ὄμβρῳ ἀναιδέος ἔχματα πέτρης·
ὕψι δ᾽ ἀναθρῴσκων πέτεται, κτυπέει δέ θ᾽ ὑπ᾽ αὐτοῦ 140
ὕλη· ὁ δ᾽ ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον, ἧος ἵκηται
ἰσόπεδον, τότε δ᾽ οὔ τι κυλίνδεται ἐσσύμενός περ·
ὣς Ἕκτωρ ἧος μὲν ἀπείλει μέχρι θαλάσσης
ῥέα διελεύσεσθαι κλισίας καὶ νῆας Ἀχαιῶν
κτείνων· ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πυκινῇς ἐνέκυρσε φάλαγξι 145
στῆ ῥα μάλ᾽ ἐγχριμφθείς· οἱ δ᾽ ἀντίοι υἷες Ἀχαιῶν
νύσσοντες ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν
ὦσαν ἀπὸ σφείων· ὁ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη.
ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Τρώεσσι γεγωνώς·
«Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταί, 150
παρμένετ᾽· οὔ τοι δηρὸν ἐμὲ σχήσουσιν Ἀχαιοί,
καὶ μάλα πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες,
ἀλλ᾽, ὀΐω, χάσσονται ὑπ᾽ ἔγχεος, εἰ ἐτεόν με
ὦρσε θεῶν ὤριστος, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης.»