Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 12 στ. 80-174
Αυτά ειπε, κι άρεσαν στον Έχτορα τα γνωστικά του λόγια, 80
κι ευτύς επήδηξε απ᾽ τ᾽ αμάξι του συνάρματος στο χώμα·
κι οι Τρώες οι επίλοιποι δεν έμειναν κι αυτοί στ᾽ αμάξια πάνω,
μόνο στη γη πηδήξαν όλοι τους, τον Έχτορα σαν είδαν.
Κι ο καθανείς του αμαξολάτη του παράγγελνε, με τάξη
να του κρατάει κει πέρα τ᾽ άλογα, μπροστά από το χαντάκι· 85
κι ατοί τους ξεχωρίσαν έπειτα, κολόνες πέντε εκάμαν,
κι ως ορδινιάστηκαν, εκίνησαν ξοπίσω απ᾽ τους ρηγάρχες.
Τον Έχτορα άλλοι και τον άψεγο τον Πολυδάμα ακλούθουν,
οι πιο πολλοί κι οι πιο λιοντόκαρδοι, και λαχταρούσαν όλοι
να σπάσουν το τειχί, και πόλεμο μπρος στ᾽ άρμενα ν᾽ ανοίξουν. 90
Από σιμά ο Κεβριόνης έρχουνταν· τι πιο αχαμνό ειχε αφήσει
απ᾽ τον Κεβριόνη ο μέγας Έχτορας να του φυλάει τ᾽ αμάξι.
Σ᾽ άλλους ο Αλκάθοος μπήκε κύβερνος κι ο Αγήνορας κι ο Πάρης·
στους τρίτους ο Έλενος κι ο Δήφοβος, ίδιος θεός στην όψη,
οι δυο του Πρίαμου γιοι, κι ο αντρόκαρδος μαζί τους Άσιος τρίτος, 95
ο γιος του Υρτάκου, που τον έφεραν φαριά από την Αρίσβη,
τρανά, φλογάτα, απ᾽ του Σελλήεντα του ποταμού τους όχτους.
Στους τέταρτους του Αγχίση αφέντευεν ο γιος ο ψυχωμένος,
ο Αινείας· μαζί του και του Αντήνορα δυο γιοι μπροστά ετραβούσαν,
ο Αρχέλοχος κι ο Ακάμας, πού ᾽ξεραν πάσα πολέμου τέχνη. 100
Κι ο Σαρπηδόνας μπήκε κύβερνος στους ξακουστούς συμμάχους,
το Γλαύκο και τον άγριο παίρνοντας Αστεροπαίο μαζί του·
τι εκείνοι στην αντρειά τού φάνηκε πως ξεπερνούν τους άλλους
μετά απ᾽ τον ίδιο, που ξεχώριζε μες στους δικούς του πρώτος.
Κι αυτοί ως αρμόσαν τα καλόφτιαστα σκουτάρια δίπλα δίπλα, 105
με λύσσα στους Αργίτες έπεσαν απάνω, κι ούτε ελέγαν
πως θα βαστάξουν, μόνο στ᾽ άρμενα τα μαύρα θα ριχτούνε.
Έτσι λοιπόν οι Τρώες οι επίλοιποι κι οι ξακουστοί συμμάχοι
του Πολυδάμα του αψεγάδιαστου γρικήξαν την ορμήνια·
ο Άσιος, του Υρτάκου ο γιος, δεν ήθελε μονάχα αυτός ωστόσο 110
πίσω ν᾽ αφήσει εκεί τ᾽ αλόγατα και τον αμαξολάτη,
μόνο μαζί μ᾽ αυτά στα γρήγορα χιμάει καράβια απάνω,
ο ανέμυαλος! τι δεν του μέλλουνταν, ξεφεύγοντας του Χάρου,
και για το αμάξι καμαρώνοντας και τ᾽ άτια του να γείρει
απ᾽ τα καράβια στο ανεμόδαρτο της Τροίας το κάστρο πίσω· 115
τι ο ξορκισμένος Χάρος πρόλαβε και κάτω απ᾽ το κοντάρι
του Ιδομενέα του αρχοντογέννητου τον δάμασε εκεί πέρα·
τι εκίνησε μπροστά για τ᾽ άρμενα, ζερβιά μεριά, οι Αργίτες
όπου γυρίζαν με τ᾽ αμάξια τους και τ᾽ άτια από τον κάμπο.
Εκεί, κι αμάξι κι άτια επέρασε, κι ουδέ στο καστροπόρτι 120
βρήκε κλεισμένα τα πορτόφυλλα και το μεγάλο σύρτη·
τι οι Αργίτες τα κρατούσαν διάπλατα, κανένα απ᾽ τους δικούς τους
μπας και γλιτώσουν στα καράβια τους, φευγάτο από τη μάχη.
Εκεί γραμμή τραβούσε τ᾽ άλογα, κι από κοντά οι δικοί του,
στριγγά σκληρίζοντας· τι λόγιαζαν πως πια οι Αργίτες τώρα 125
δε θα βαστάξουν, μόνο στ᾽ άρμενα τα μαύρα θα ριχτούνε,
οι ανέμυαλοι! τι στην καστρόπορτα τους λάχαν δυο αντρειωμένοι,
απ᾽ τους Λαπίθες τους πολέμαρχους παλικαρίσια φύτρα·
γιος του Πειρίθου λιονταρόκαρδος, ο Πολυποίτης, ο ένας,
ο άλλος ο Λεοντέας, που θύμιζε τον αντροφά τον Άρη. 130
Μπροστά απ᾽ τις αψηλές καστρόπορτες στεκόνταν τώρα οι δυο τους,
ως στέκουν δρυς αψηλοφούντωτοι πα στα βουνά, βαστώντας
μέρα και νύχτα και τους άνεμους και της βροχής τις μπόρες,
τι ρίζες τούς κρατούν τετράβαθες, μεγάλες, στεριωμένες.
Έτσι κι αυτοί, στα δυο τα χέρια τους και στην περίσσια αντρειά τους 135
θαρρεύοντας, τον Άσιο πρόσμεναν που ερχόταν, και δε φεύγαν.
Κι οι Τρώες γραμμή προς το καλόχτιστο τραβούσαν καστροτείχι
ψηλά κρατώντας τα σκουτάρια τους με αλαλητό μεγάλο,
στο ρήγαν Άσιο, στον Οινόμαο, στο Θόωνα, στον Ορέστη,
στον Ιαμενό και στον Αδάμαντα, του Άσιου το γιο, τρογύρα. 140
Εκείνοι στην αρχή εκρατιόντουσαν πιο μέσα, τους Αργίτες
να ξεσηκώσουν, τα καράβια τους να διαφεντέψουν όλοι·
μα βλέποντας τους Τρώες να χύνουνται στο καστροτείχι απάνω
και τους Αργίτες με άγριο τάραχο στα πόδια να το βάζουν,
όξω απ᾽ την πόρτα οι δυο τους χίμιξαν κι αρχίσαν να χτυπιούνται, 145
με κάπρους στα ρουμάνια μοιάζοντας, που αγριμολόοι και σκύλοι
με άγριες φωνές τούς κοντοζύγωσαν, κι αυτοί δεν κάνουν πίσω,
μόνο λοξά χιμούν και γύρα τους τα θάμνα ξεριζώνουν
τσακίζοντάς τα, και τα δόντια τους γρικάς με ορμή να τρίζουν,
ως τη στιγμή που κάποιος ρίχνοντας τους βρει και τους σκοτώσει· 150
όμοια ο χαλκός αχούσε κι έτριζε στα στήθη τους απάνω,
καθώς τους ρίχναν καταπρόσωπα, τι αντρίκεια επολεμούσαν,
κι είχαν στην αντριγιά τα θάρρη τους και στους συντρόφους πάνω.
Κείνοι κοτρόνια απ᾽ τους καλόχτιστους πετούσαν κάτω πύργους,
την ίδια τους ζωή, τα γρήγορα τα πλοία να διαφεντέψουν 155
και τα καλύβια· οι πέτρες έπεφταν στη γη σα στούπες χιόνι,
που ως ο άνεμος μεβιάς συντάραξε μαυροϊσκιωμένα γνέφη,
πυκνές τις ρίχνει, αποσκεπάζοντας τη γη την πολυθρόφα·
τόσο οι ριξιές πυκνές εχύνουνταν κι από Αχαιούς και Τρώες.
Κι όπως επέφταν οι μυλόπετρες, με κούφιο αχό βροντούσαν 160
τα κράνη γύρω απ᾽ τα κεφάλια τους κι οι αφαλωτές ασπίδες.
Και τότε μανιασμένος βόγγηξε χτυπώντας τα μεριά του
ο Άσιος, ο γιος του Υρτάκου, κι έσυρε ψηλά φωνή μεγάλη:
«Πατέρα Δία, και σένα ψέματα να λες σου αρέσει βλέπω
ένα σωρό· τι εγώ δεν τό ᾽λεγα τ᾽ ανίκητά μας χέρια 165
και την ορμή μας πως θ᾽ αντίσκοφταν οι Αργίτες οι αντρειωμένοι.
Μ᾽ αυτοί, ως οι σφήκες οι λιγνόμεσες γιά τ᾽ άγρια τα μελίσσια
σε στράτα χτίζουν κακοτράχαλη τα βαθουλά κελιά τους
και δεν τ᾽ αφήνουν, μια και τά ᾽χτισαν, μόν᾽ στους οχτρούς χιμώντας
ατρόμητες τα μελισσόπουλα μοχτούν να διαφεντέψουν· 170
όμοια κι αυτοί στις πόρτες στέκουνται, δε λεν να κάνουν πίσω,
κι ας είναι μόνο δυο, πριν θάνατο γιά δώσουν γιά και πάρουν.»
Αυτά ειπε, μα του Δία δεν άλλαξε τη γνώμη μ᾽ έτοια λόγια·
τι μέσα του βαθιά τον Έχτορα βουλιόταν να δοξάσει.
Ὣς φάτο Πουλυδάμας, ἅδε δ᾽ Ἕκτορι μῦθος ἀπήμων, 80
αὐτίκα δ᾽ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε.
οὐδὲ μὲν ἄλλοι Τρῶες ἐφ᾽ ἵππων ἠγερέθοντο,
ἀλλ᾽ ἀπὸ πάντες ὄρουσαν, ἐπεὶ ἴδον Ἕκτορα δῖον.
ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἕκαστος
ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ᾽ ἐπὶ τάφρῳ· 85
οἱ δὲ διαστάντες, σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες,
πένταχα κοσμηθέντες ἅμ᾽ ἡγεμόνεσσιν ἕποντο.
Οἱ μὲν ἅμ᾽ Ἕκτορ᾽ ἴσαν καὶ ἀμύμονι Πουλυδάμαντι,
οἳ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι ἔσαν, μέμασαν δὲ μάλιστα
τεῖχος ῥηξάμενοι κοίλῃς ἐπὶ νηυσὶ μάχεσθαι. 90
καί σφιν Κεβριόνης τρίτος εἵπετο· πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ ὄχεσφιν
ἄλλον Κεβριόναο χερείονα κάλλιπεν Ἕκτωρ.
τῶν δ᾽ ἑτέρων Πάρις ἦρχε καὶ Ἀλκάθοος καὶ Ἀγήνωρ,
τῶν δὲ τρίτων Ἕλενος καὶ Δηΐφοβος θεοειδής,
υἷε δύω Πριάμοιο· τρίτος δ᾽ ἦν Ἄσιος ἥρως, 95
Ἄσιος Ὑρτακίδης, ὃν Ἀρίσβηθεν φέρον ἵπποι
αἴθωνες μεγάλοι, ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος.
τῶν δὲ τετάρτων ἦρχεν ἐῢς πάϊς Ἀγχίσαο,
Αἰνείας, ἅμα τῷ γε δύω Ἀντήνορος υἷε,
Ἀρχέλοχός τ᾽ Ἀκάμας τε, μάχης εὖ εἰδότε πάσης. 100
Σαρπηδὼν δ᾽ ἡγήσατ᾽ ἀγακλειτῶν ἐπικούρων,
πρὸς δ᾽ ἕλετο Γλαῦκον καὶ ἀρήϊον Ἀστεροπαῖον·
οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι
τῶν ἄλλων μετά γ᾽ αὐτόν· ὁ δ᾽ ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ ἀλλήλους ἄραρον τυκτῇσι βόεσσι, 105
βάν ῥ᾽ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔφαντο
σχήσεσθ᾽, ἀλλ᾽ ἐν νηυσὶ μελαίνῃσιν πεσέεσθαι.
Ἔνθ᾽ ἄλλοι Τρῶες τηλεκλειτοί τ᾽ ἐπίκουροι
βουλῇ Πουλυδάμαντος ἀμωμήτοιο πίθοντο·
ἀλλ᾽ οὐχ Ὑρτακίδης ἔθελ᾽ Ἄσιος, ὄρχαμος ἀνδρῶν, 110
αὖθι λιπεῖν ἵππους τε καὶ ἡνίοχον θεράποντα,
ἀλλὰ σὺν αὐτοῖσιν πέλασεν νήεσσι θοῇσι,
νήπιος, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλε κακὰς ὑπὸ κῆρας ἀλύξας
ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν ἀγαλλόμενος παρὰ νηῶν
ἂψ ἀπονοστήσειν προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν· 115
πρόσθεν γάρ μιν μοῖρα δυσώνυμος ἀμφεκάλυψεν
ἔγχεϊ Ἰδομενῆος, ἀγαυοῦ Δευκαλίδαο.
εἴσατο γὰρ νηῶν ἐπ᾽ ἀριστερά, τῇ περ Ἀχαιοὶ
ἐκ πεδίου νίσοντο σὺν ἵπποισιν καὶ ὄχεσφι·
τῇ ῥ᾽ ἵππους τε καὶ ἅρμα διήλασεν, οὐδὲ πύλῃσιν 120
εὗρ᾽ ἐπικεκλιμένας σανίδας καὶ μακρὸν ὀχῆα,
ἀλλ᾽ ἀναπεπταμένας ἔχον ἀνέρες, εἴ τιν᾽ ἑταίρων
ἐκ πολέμου φεύγοντα σαώσειαν μετὰ νῆας.
τῇ ῥ᾽ ἰθὺς φρονέων ἵππους ἔχε, τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο
ὀξέα κεκλήγοντες· ἔφαντο γὰρ οὐκέτ᾽ Ἀχαιοὺς 125
σχήσεσθ᾽, ἀλλ᾽ ἐν νηυσὶ μελαίνῃσιν πεσέεσθαι·
νήπιοι, ἐν δὲ πύλῃσι δύ᾽ ἀνέρας εὗρον ἀρίστους,
υἷας ὑπερθύμους Λαπιθάων αἰχμητάων,
τὸν μὲν Πειριθόου υἷα, κρατερὸν Πολυποίτην,
τὸν δὲ Λεοντῆα, βροτολοιγῷ ἶσον Ἄρηϊ. 130
τὼ μὲν ἄρα προπάροιθε πυλάων ὑψηλάων
ἕστασαν ὡς ὅτε τε δρύες οὔρεσιν ὑψικάρηνοι,
αἵ τ᾽ ἄνεμον μίμνουσι καὶ ὑετὸν ἤματα πάντα,
ῥίζῃσιν μεγάλῃσι διηνεκέεσσ᾽ ἀραρυῖαι·
ὣς ἄρα τὼ χείρεσσι πεποιθότες ἠδὲ βίηφι 135
μίμνον ἐπερχόμενον μέγαν Ἄσιον οὐδὲ φέβοντο.
οἱ δ᾽ ἰθὺς πρὸς τεῖχος ἐΰδμητον βόας αὔας
ὑψόσ᾽ ἀνασχόμενοι ἔκιον μεγάλῳ ἀλαλητῷ
Ἄσιον ἀμφὶ ἄνακτα καὶ Ἰαμενὸν καὶ Ὀρέστην
Ἀσιάδην τ᾽ Ἀδάμαντα Θόωνά τε Οἰνόμαόν τε. 140
οἱ δ᾽ ἤτοι ἧος μὲν ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς
ὄρνυον ἔνδον ἐόντες ἀμύνεσθαι περὶ νηῶν·
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῖχος ἐπεσσυμένους ἐνόησαν
Τρῶας, ἀτὰρ Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φόβος τε,
ἐκ δὲ τὼ ἀΐξαντε πυλάων πρόσθε μαχέσθην, 145
ἀγροτέροισι σύεσσιν ἐοικότε, τώ τ᾽ ἐν ὄρεσσιν
ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν δέχαται κολοσυρτὸν ἰόντα,
δοχμώ τ᾽ ἀΐσσοντε περὶ σφίσιν ἄγνυτον ὕλην
πρυμνὴν ἐκτάμνοντες, ὑπαὶ δέ τε κόμπος ὀδόντων
γίγνεται εἰς ὅ κέ τίς τε βαλὼν ἐκ θυμὸν ἕληται· 150
ὣς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς
ἄντην βαλλομένων· μάλα γὰρ κρατερῶς ἐμάχοντο,
λαοῖσιν καθύπερθε πεποιθότες ἠδὲ βίηφιν.
οἱ δ᾽ ἄρα χερμαδίοισιν ἐϋδμήτων ἀπὸ πύργων
βάλλον, ἀμυνόμενοι σφῶν τ᾽ αὐτῶν καὶ κλισιάων 155
νηῶν τ᾽ ὠκυπόρων· νιφάδες δ᾽ ὡς πῖπτον ἔραζε,
ἅς τ᾽ ἄνεμος ζαής, νέφεα σκιόεντα δονήσας,
ταρφειὰς κατέχευεν ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ·
ὣς τῶν ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον, ἠμὲν Ἀχαιῶν
ἠδὲ καὶ ἐκ Τρώων· κόρυθες δ᾽ ἀμφ᾽ αὖον ἀΰτευν 160
βαλλομένων μυλάκεσσι καὶ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι.
δή ῥα τότ᾽ ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ
Ἄσιος Ὑρτακίδης, καὶ ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα·
«Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά νυ καὶ σὺ φιλοψευδὴς ἐτέτυξο
πάγχυ μάλ᾽· οὐ γὰρ ἔγωγ᾽ ἐφάμην ἥρωας Ἀχαιοὺς 165
σχήσειν ἡμέτερόν γε μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους.
οἱ δ᾽, ὥς τε σφῆκες μέσον αἰόλοι ἠὲ μέλισσαι
οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἔπι παιπαλοέσσῃ,
οὐδ᾽ ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον, ἀλλὰ μένοντες
ἄνδρας θηρητῆρας ἀμύνονται περὶ τέκνων, 170
ὣς οἵ γ᾽ οὐκ ἐθέλουσι πυλάων καὶ δύ᾽ ἐόντε
χάσσασθαι πρίν γ᾽ ἠὲ κατακτάμεν ἠὲ ἁλῶναι.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδὲ Διὸς πεῖθε φρένα ταῦτ᾽ ἀγορεύων·
Ἕκτορι γάρ οἱ θυμὸς ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι.