Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 10 στ. 72-142
Είπε, κι αφού τον καλορμήνεψε, τον αδερφό του διώχνει,
κι ατός του κίνησε το Νέστορα να βρεί το στρατολάτη.
Στο μαύρο του τον πέτυχε άρμενο μπροστά και στο καλύβι,
στο μαλακό του στρώμα· δίπλα του κι η πλουμιστή του αρμάτα, 75
τα δυο κοντάρια, το σκουτάρι του, το αστραφτερό του κράνος
και τ᾽ ολοξόμπλιαστο ζωστάρι του, που ο γέροντας ζωνόταν
σαν αρματώνουνταν, στον πόλεμο να πάει τον καταλύτη
με το στρατό του· τι δεν τό ᾽βαζε, κι ας ήταν γέρος, κάτω.
Μεμιάς ανακουμπάει στον άγκωνα και το κεφάλι ασκώνει, 80
και λέει στο γιο του Ατρέα ρωτώντας τον και μ᾽ έτοια λόγια κρένει:
«Ποιός είσαι συ που στα καράβια μας και στο στρατό μονάχος
μες στης νυχτιάς το σκότος έρχεσαι, που όλοι οι θνητοί κοιμούνται;
Μουλάρι τάχα γιά και σύντροφο να βρείς κανένα ψάχνεις;
Μίλα μου, μη ζυγώνεις άλαλος, ποιά σ᾽ έχει σφίξει ανάγκη;» 85
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας απηλογιά τού δίνει:
«Γιε του Νηλέα, ρηγάρχη Νέστορα, των Αχαιών η δόξα,
το γιο του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα, θωρείς εδώ, που ο Δίας
απ᾽ όλους πιότερο σε βάσανα με ρίχνει δίχως τέλος,
όσο κρατάει η πνοή στα στήθη μου κι η δύναμη στα γόνα. 90
Έτσι γυρνώ, τι δε μου κάθεται γλυκός στα μάτια γύπνος·
μου τυραννούν τη σκέψη ο πόλεμος, των Αχαιών τα πάθη.
Για τους Αργίτες τρόμος μ᾽ έπιασε φριχτός, κι ουδέ η ψυχή μου
γερά βαστιέται, μόνο τά ᾽χασα, κι όξω πηδάει η καρδιά μου
νά ᾽βγει απ᾽ το στήθος, και τα γόνατα μου τρέμουν τ᾽ αντρειωμένα. 95
Όμως δουλειά εσύ τώρα αν γύρευες, μια και δεν πιάνει ο γύπνος
μηδέ και σένα, στους βαρδιάτορες έλα μαζί να πάμε,
να δούμε, η αγρύπνια μην τους τσάκισε κι ο κάματος, και γείραν
να κοιμηθούνε, κι έτσι ολότελα τη βάρδια τους ξεχάσαν.
Οι οχτροί κοντά εδώ πέρα κάθουνται, κι ουδέ κανείς μας ξέρει, 100
αν δεν τους κατεβεί τον πόλεμο ν᾽ ανοίξουν και τη νύχτα.»
Κι απηλογιά ο γερήνιος Νέστορας του δίνει ο αλογολάτης:
«Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
ο Δίας σα δύσκολο ο βαθύγνωμος του Εχτόρου τα χατίρια
όλα να του τα κάνει, ως πέτεται· μα πιότερες ακόμα 105
θα πάθει συφορές, μου εικάζεται, φτάνει ο Αχιλλέας μια μέρα
τη μάνητά του την ανέσπλαχνη να διώξει απ᾽ την καρδιά του.
Μετά χαράς να ᾽ρθώ· μα θά ᾽θελα να πούμε και στους άλλους,
στον Οδυσσέα, στον πολεμόχαρο γιο του Τυδέα, κι ακόμα
στον Αία το γρήγορο, στον άτρομο γιο του Φυλέα, το Μέγη. 110
Νά ᾽ταν και κάποιος που θα πήγαινε τρεχάτος να φωνάξει
να ᾽ρθούν και τούτοι, ο ισόθεος Αίαντας κι ο Ιδομενέας ο ρήγας·
τι τα δικά τους στέκουν άρμενα μακριά πολύ, στην άκρη.
Για το Μενέλαο νιώθω σέβαση κι αγάπη, κι όμως πρέπει
να τον μαλώσω· μην πικραίνεσαι μαζί μου, δεν το κρύβω· 115
γιατί κοιμάται, κι ολομόναχο σ᾽ αφήκε να παλεύεις,
πού ᾽πρεπε εκείνος στους πρωτόγερους όλους να τρέχει τώρα
παρακαλώντας τους, τι αβάσταχτη μας έχει σφίξει ανάγκη.»
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας απηλογιά τού δίνει:
«Άλλες φορές εγώ ειμαι, γέροντα, που λέω να τον μαλώσεις· 120
τι δείχνει αναμελιά κι απάνω του καμιά δουλειά δεν παίρνει·
όχι γιατί ᾽ναι οκνός γιά τού ᾽λειψεν η γνώση, μόνο θέλει
εγώ ν᾽ αρχίζω πρώτος πάντα μου, και με κοιτάει στα μάτια.
Μ᾽ απόψε πρώτος ξεπετάχτηκε μονάχος και με βρήκε,
κι εγώ να κράξει ευτύς τον έστειλα τους αντρειανούς που θέλεις. 125
Πάμε λοιπόν, θα τους πετύχουμε μπροστά απ᾽ τις πόρτες όλους,
στους φύλακες· εκεί παράγγειλα να γίνει η σύναξή μας.»
Κι απηλογιά ο γερήνιος Νέστορας του δίνει ο αλογολάτης:
«Έτσι κανείς απ᾽ όσους έτρεξε να ξεσηκώσει νά ᾽ρθουν
δε θ᾽ αψηφήσει λέω τα λόγια του κι ουδέ θα του θυμώσει.» 130
Αυτά ειπε ο γέροντας, και φόρεσε στα στήθια το χιτώνα,
και σάνταλα πανώρια πέρασε στ᾽ αστραφτερά του πόδια,
κι έριξε γύρα του και στέριωσε την πορφυρή φλοκάτα,
πού ᾽ταν διπλή, φαρδιά, κι απάνω της πυκνό το χνούδι ανθούσε·
και το γερό κοντάρι αρπάζοντας το καλοακονισμένο 135
κινάει στα πλοία των χαλκοθώρακων των Αχαιών να φτάσει.
Τον Οδυσσέα πιο πρώτα εσήκωσε, πού ᾽χε θεού τη γνώση,
ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας από τον ύπνο τότε
φωνάζοντάς τον· κι όπως άκουσεν εκείνος τη φωνή του,
μεμιάς πετάχτη απ᾽ το καλύβι του κι έτσι μιλάει ρωτώντας: 140
«Ποιά νά ᾽ν᾽ η ανάγκη που σας έσφιξε και στ᾽ άρμενά μας δίπλα
γυρνάτε μόνοι στο στρατόπεδο, μέσα στη θεία τη νύχτα;»
Ὣς εἰπὼν ἀπέπεμπεν ἀδελφεὸν εὖ ἐπιτείλας·
αὐτὰρ ὁ βῆ ῥ᾽ ἰέναι μετὰ Νέστορα, ποιμένα λαῶν·
τὸν δ᾽ εὗρεν παρά τε κλισίῃ καὶ νηῒ μελαίνῃ
εὐνῇ ἔνι μαλακῇ· παρὰ δ᾽ ἔντεα ποικίλ᾽ ἔκειτο, 75
ἀσπὶς καὶ δύο δοῦρε φαεινή τε τρυφάλεια.
πὰρ δὲ ζωστὴρ κεῖτο παναίολος, ᾧ ῥ᾽ ὁ γεραιὸς
ζώννυθ,᾽ ὅτ᾽ ἐς πόλεμον φθισήνορα θωρήσσοιτο
λαὸν ἄγων, ἐπεὶ οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ.
ὀρθωθεὶς δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ ἀγκῶνος, κεφαλὴν ἐπαείρας, 80
Ἀτρεΐδην προσέειπε καὶ ἐξερεείνετο μύθῳ·
«τίς δ᾽ οὗτος κατὰ νῆας ἀνὰ στρατὸν ἔρχεαι οἶος
νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, ὅτε θ᾽ εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι,
ἠέ τιν᾽ οὐρήων διζήμενος, ἤ τιν᾽ ἑταίρων;
φθέγγεο, μηδ᾽ ἀκέων ἐπ᾽ ἔμ᾽ ἔρχεο· τίπτε δέ σε χρεώ;» 85
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
«ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν,
γνώσεαι Ἀτρεΐδην Ἀγαμέμνονα, τὸν περὶ πάντων
Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι διαμπερές, εἰς ὅ κ᾽ ἀϋτμὴ
ἐν στήθεσσι μένῃ καί μοι φίλα γούνατ᾽ ὀρώρῃ. 90
πλάζομαι ὧδ᾽, ἐπεὶ οὔ μοι ἐπ᾽ ὄμμασι νήδυμος ὕπνος
ἱζάνει, ἀλλὰ μέλει πόλεμος καὶ κήδε᾽ Ἀχαιῶν.
αἰνῶς γὰρ Δαναῶν περιδείδια, οὐδέ μοι ἦτορ
ἔμπεδον, ἀλλ᾽ ἀλαλύκτημαι, κραδίη δέ μοι ἔξω
στηθέων ἐκθρῴσκει, τρομέει δ᾽ ὑπὸ φαίδιμα γυῖα. 95
ἀλλ᾽ εἴ τι δραίνεις, ἐπεὶ οὐδὲ σέ γ᾽ ὕπνος ἱκάνει,
δεῦρ᾽ ἐς τοὺς φύλακας καταβήομεν, ὄφρα ἴδωμεν,
μὴ τοὶ μὲν καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ
κοιμήσωνται, ἀτὰρ φυλακῆς ἐπὶ πάγχυ λάθωνται.
δυσμενέες δ᾽ ἄνδρες σχεδὸν ἥαται· οὐδέ τι ἴδμεν, 100
μή πως καὶ διὰ νύκτα μενοινήσωσι μάχεσθαι.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,
οὔ θην Ἕκτορι πάντα νοήματα μητίετα Ζεὺς
ἐκτελέει, ὅσα πού νυν ἐέλπεται· ἀλλά μιν οἴω 105
κήδεσι μοχθήσειν καὶ πλείοσιν, εἴ κεν Ἀχιλλεὺς
ἐκ χόλου ἀργαλέοιο μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ.
σοὶ δὲ μάλ᾽ ἕψομ᾽ ἐγώ· ποτὶ δ᾽ αὖ καὶ ἐγείρομεν ἄλλους
ἠμὲν Τυδεΐδην δουρικλυτὸν ἠδ᾽ Ὀδυσῆα
ἠδ᾽ Αἴαντα ταχὺν καὶ Φυλέος ἄλκιμον υἱόν. 110
ἀλλ᾽ εἴ τις καὶ τοῦσδε μετοιχόμενος καλέσειεν,
ἀντίθεόν τ᾽ Αἴαντα καὶ Ἰδομενῆα ἄνακτα·
τῶν γὰρ νῆες ἔασιν ἑκαστάτω, οὐδὲ μάλ᾽ ἐγγύς.
ἀλλὰ φίλον περ ἐόντα καὶ αἰδοῖον Μενέλαον
νεικέσω, εἴ πέρ μοι νεμεσήσεαι, οὐδ᾽ ἐπικεύσω, 115
ὡς εὕδει, σοὶ δ᾽ οἴῳ ἐπέτρεψεν πονέεσθαι.
νῦν ὄφελεν κατὰ πάντας ἀριστῆας πονέεσθαι
λισσόμενος· χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ᾽ ἀνεκτός.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
«ὦ γέρον, ἄλλοτε μέν σε καὶ αἰτιάασθαι ἄνωγα· 120
πολλάκι γὰρ μεθιεῖ τε καὶ οὐκ ἐθέλει πονέεσθαι,
οὔτ᾽ ὄκνῳ εἴκων οὔτ᾽ ἀφραδίῃσι νόοιο,
ἀλλ᾽ ἐμέ τ᾽ εἰσορόων καὶ ἐμὴν ποτιδέγμενος ὁρμήν.
νῦν δ᾽ ἐμέο πρότερος μάλ᾽ ἐπέγρετο καί μοι ἐπέστη·
τὸν μὲν ἐγὼ προέηκα καλήμεναι οὓς σὺ μεταλλᾷς. 125
ἀλλ᾽ ἴομεν· κείνους δὲ κιχησόμεθα πρὸ πυλάων
ἐν φυλάκεσσ᾽, ἵνα γάρ σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«οὕτως οὔ τίς οἱ νεμεσήσεται οὐδ᾽ ἀπιθήσει
Ἀργείων, ὅτε κέν τιν᾽ ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ.» 130
Ὣς εἰπὼν ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα,
ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρα χλαῖναν περονήσατο φοινικόεσσαν
διπλῆν ἐκταδίην, οὔλη δ᾽ ἐπενήνοθε λάχνη.
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ, 135
βῆ δ᾽ ἰέναι κατὰ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων.
πρῶτον ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντον,
ἐξ ὕπνου ἀνέγειρε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ
φθεγξάμενος· τὸν δ᾽ αἶψα περὶ φρένας ἤλυθ᾽ ἰωή,
ἐκ δ᾽ ἦλθε κλισίης καί σφεας πρὸς μῦθον ἔειπε· 140
«τίφθ᾽ οὕτω κατὰ νῆας ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε
νύκτα δι᾽ ἀμβροσίην, ὅ τι δὴ χρειὼ τόσον ἵκει;»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
μὴ νεμέσα· τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς. 145
ἀλλ᾽ ἕπε᾽, ὄφρα καὶ ἄλλον ἐγείρομεν, ὅν τ᾽ ἐπέοικε
βουλὰς βουλεύειν, ἢ φευγέμεν ἠὲ μάχεσθαι.»