3. Απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις

Απρόσωπα

ονομάζονται τα ρήματα (και οι εκφράσεις) που εμφανίζονται στο γ΄ ενικό πρόσωπο και δεν έχουν κάποιο πρόσωπο ως υποκείμενο (αλλά μπορεί να συντάσσονται με άλλα ρήματα τα οποία έχουν προσωπικό υποκείμενο).  
            Βρέχει και αστράφτει όλο το απόγευμα.
            Πρέπει να είστε πολύ καλός άνθρωπος.
            Φαίνεται να κοιμήθηκαν από πολλή ώρα.
            Μπορεί να έρθουμε κι εμείς αύριο.
            Της αρέσει να ταξιδεύει.
            Είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρουμε.
            Είναι απαραίτητο να του μιλήσεις.
            Είναι απίθανο να τον κάνεις να καταλάβει.
 
Κάποια από αυτά εμφανίζονται μόνο στο γ΄ ενικό πρόσωπο, ενώ άλλα έχουν και προσωπικές και απρόσωπες χρήσεις. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ρήματα όπως πρέπει, χιονίζει, μπουμπουνίζει κλπ., ενώ στη δεύτερη ρήματα όπως μπορεί/ώ, χρειάζεται/ομαι, ταιριάζει/ω, αξίζει/ω κλπ. Μπορείτε να συγκρίνετε την προσωπική με την απρόσωπη χρήση τους:
            Της ταιριάζει πολύ το κόκκινο.
            Ταιριάζουν πολύ οι δυο τους.
 
            Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις πολύ.
            Χρειάζεσαι ένα καλό μπάνιο.
 
            Μπορεί να κολυμπήσουμε.
            Μπορούμε να κολυμπήσουμε.
 
Εκτός από τις προφανείς συντακτικές διαφορές (παρουσία-απουσία αντικειμένου και προσωπικού υποκειμένου, διαφορετικά είδη) είναι δυνατό να παρουσιάζουν και μικρές ή μεγάλες διαφορές στη σημασία:
            Μπορεί να κολυμπήσουμε.
[= Είναι πιθανό / Δεν αποκλείεται / Ίσως να κολυμπήσουμε]
            Μπορούμε να κολυμπήσουμε.
[= Δεν απαγορεύεται / Έχουμε τη δυνατότητα / Έχουμε την ικανότητα να κολυμπήσουμε.]
Θέλει να το διαβάσεις δυο φορές.
[= Χρειάζεται / Πρέπει / Είναι ανάγκη να το διαβάσεις δυο φορές, π.χ. για να το καταλάβεις]
Θέλω να το διαβάσω δυο φορές.
[= Επιθυμώ / Έχω την πρόθεση να το διαβάσω δυο φορές, π.χ. γιατί μου αρέσει]
 

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις απρόσωπων ρημάτων και εκφράσεων είναι δυνατό να εκφράζεται (κανονικά σε γενική) το πρόσωπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί το ψυχολογικό» υποκείμενο – δηλαδή η οντότητα που φαίνεται να είναι άμεσα εμπλεκόμενη στην ενέργεια του ρήματος (και που θα ήταν το υποκείμενο ενός αντίστοιχου προσωπικού ρήματος):

 
            Μου φαίνεται ότι κάνεις λάθος (δηλ. εγώ νομίζω ότι κάνεις λάθος)
            Του είναι αδύνατο να καταλάβει το πρόβλημα (δηλ. αυτός δεν μπορεί να καταλάβει το πρόβλημα)