2. Τί είναι το ρήμα;

Το ρήμα είναι το κεντρικό συστατικό, ο «πυρήνας» της πρότασης. Καμιά πρόταση δεν μπορεί να σταθεί στον λόγο [προφορικός και γραπτός λόγος] χωρίς αυτό

 :

Τα παιδιά παίζουν

Η μουσική είναι εκπληκτική

Ο ήλιος λάμπει

Εχθές αγόρασα ένα απίστευτο βιβλίο

Έκανες την εργασία σου;

Όταν απουσιάζει το ρήμα από μια πρόταση, τότε η πρόταση αυτή έχει τόσο συντακτικό πρόβλημα όσο και πρόβλημα στη σημασία. Δηλαδή, καμία από τις άλλες λέξεις της πρότασης δεν μπορεί να έχει μια συγκεκριμένη συντακτική λειτουργία (υποκείμενο, αντικείμενο κλπ.) χωρίς το ρήμα.:

      Υ                        Ρ                  Α

Η Ελένη                μαθαίνει      κιθάρα

Ο υπολογιστής     χρειάζεται δίσκο

Ο Ορέστης            έχει                         πυρετό

 

Συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε τα ρήματα ως μεταβατικά ή αμετάβατα ανάλογα με το αν αυτό που δηλώνουν «μεταβαίνει» ή όχι σε άλλον/άλλους υποχρεωτικό/ούς όρο/όρους της πρότασης. Οι όροι αυτοί είναι γνωστοί ως συμπληρώματα. Έτσι, μπορούμε να έχουμε περιπτώσεις ρημάτων όπως:
 
ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ                                                  Η Μαρία έφυγε
(χωρίς συμπλήρωμα)
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ                                                             Η Μαρία έφαγε το γλυκό.
(με άμεσο αντικείμενο ως συμπλήρωμα)
ΔΙΜΕΤΑΒΑΤΟ ή ΔΙΠΤΩΤΟ                              Η Μαρία έδωσε το βιβλίο στον Πέτρο
(με έμμεσο και άμεσο αντικείμενο ως συμπληρώματα)
 
Ένα ρήμα μπορεί να εκφράζει είτε μία δραστηριότητα (π.χ. πηγαίνω, κάνω) είτε μια κατάσταση (π.χ. κρυώνω, ακούω). Αποτελείται από το θέμα (με τα απαραίτητα λεξικά μορφήματα που το καθιστούν ρήμα) (π.χ. πηγ-αιν-, ακου-, κρυ-ων-), το οποίο συνδυάζεται με τις καταλήξεις κλίσης του ρήματος (-ω, -αμε, -ουν).

Οι τύποι ενός ρήματος μπορούν να πραγματώνουν τα ακόλουθα γραμματικά [γραμματική] χαρακτηριστικά:

·                πρόσωπο

·                αριθμό

·                χρόνο

·                φωνή και διάθεση

·                όψη

·                έγκλιση/τρόπο

 

2.1 Το πρόσωπο και ο αριθμός

Το ρήμα στα ελληνικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι η γλώσσα μας διατηρεί πλούσια κλιτική [κλίση] μορφολογία (σε αντίθεση με γλώσσες όπως τα αγγλικά),

φέρει τα γραμματικά χαρακτηριστικά του προσώπου (πρώτο, δεύτερο, τρίτο) και του αριθμού (ενικός, πληθυντικός). Τα χαρακτηριστικά αυτά πραγματώνονται στους ρηματικούς τύπους με τη μορφή διακριτών καταλήξεων:

 
 
Ενικός αριθμός

α πρόσωπο: (εγώ) χαμογελάω

β πρόσωπο: (εσύ) διασκεδάζεις

γ πρόσωπο: (αυτός) είναι καλό παιδί ή (αυτή) διαβάζει πολύ ή (αυτό) το σκυλάκι είναι πανέμορφο.

 
Πληθυντικός αριθμός

α πρόσωπο: (εμείς) πηγαίνουμε σχολείο

β πρόσωπο: (εσείς) ακούτε μουσική

γ πρόσωπο: (αυτοί) αγόρασαν σπίτι ή (αυτές) κάνουν βόλτα ή (αυτά) τα μαθήματα είναι δύσκολα

 

 


2.2 Ο χρόνος

Ο χρόνος αφορά τη χρονική στιγμή κατά την οποία γίνεται αυτό που περιγράφει το ρήμα.

  Στην παρακάτω «γραμμή του χρόνου» βλέπουμε παραστατικά τη σχέση αυτή μεταξύ του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος:
 
Παρελθόν                                            Παρόν                                                  Μέλλον
                                                           
 
Οι χρόνοι του ρήματος αντιστοιχίζονται στη διάκριση παρελθόν – παρόν – μέλλον, όπως φαίνεται στον ακόλουθο Πίνακα:
 

 

ΧΡΟΝΟΣ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

ΠΑΡΟΝ

Ενεστώτας

Παίζω τένις

ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Αόριστος

 

Παρατατικός

 

 

Παρακείμενος

 

Υπερσυντέλικος

Ακούσαμε θόρυβο

 

Πήγαινε ωδείο κάθε Δευτέρα

 

Έχω διαβάσει

 

Το διαγώνισμα είχε ολοκληρωθεί πριν τελειώσει η ώρα

 

ΜΕΛΛΟΝ

Εξακολουθητικός Μέλλοντας

 

Στιγμιαίος Μέλλοντας

 

 

Συντελεσμένος Μέλλοντας

Του χρόνου η Ελένη θα πηγαίνει σχολείο

 

Τα παιδιά θα πάνε στη γιαγιά τους

 

Την ώρα που θα φτάσεις θα έχει τελειώσει το μάθημα

 

 


2.3 Η φωνή και διάθεση

Το ρήμα διακρίνει δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική. Η φωνή αφορά τη μορφή του ρηματικού τύπου ενώ η διάθεση αφορά τη σημασία του

 .
 

Στην ενεργητική ένα ρήμα δείχνει ότι το υποκείμενο ενεργεί, δηλαδή κάνει κάτι

 . Ένα ρήμα φαίνεται ότι είναι στην ενεργητική φωνή από την κατάληξή του: π.χ. στο α’ πρόσωπο ενικού αριθμού ενεστώτα η κατάληξη ενός ρήματος είναι -ω/-ώ. Για παράδειγμα πηγαίνω, διαβάζω, ακούω, θεωρώ. Τα ρήματα ενεργητικής φωνής, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν και ενεργητική διάθεση.
 
Στην

παθητική το υποκείμενο εμφανίζεται να επηρεάζεται από αυτό που περιγράφει το ρήμα.

  Και αυτό φαίνεται από την κατάληξή του: π.χ. στο α’ πρόσωπο ενικού αριθμού είναι -μαι. Για παράδειγμα ακούγομαι, αγαπιέμαι, κινούμαι, πλένομαι.

Στην παθητική φωνή η διάθεση του ρήματος μπορεί να ποικίλλει

 . Δηλαδή, ένα ρήμα μπορεί να εκφράζει:

α) παθητική διάθεση: όταν το υποκείμενο επηρεάζεται από κάτι άλλο, π.χ. η μουσική ακούγεται (δηλαδή, από το στερεοφωνικό) παντού.

β) μέση διάθεση (με αυτοπαθή σημασία): όταν το υποκείμενο προκαλεί κάτι στον εαυτό του, π.χ. η Μαρία λούζεται κάθε μέρα (δηλαδή η ίδια η Μαρία λούζει μόνη της τα μαλλιά της).

γ) μέση διάθεση (με αλληλοπαθή σημασία): όταν δύο ή περισσότερα υποκείμενα κάνουν κάτι το ένα στο άλλο, π.χ. τα παιδιά αγαπιούνται.

 

Στη γλώσσα μας υπάρχουν ρήματα τα οποία μπορεί να απαντούν μόνο στην ενεργητική φωνή, όπως τα παίζω, μοιάζω, ξέρω, λείπω κλπ. και ρήματα τα οποία απαντούν μόνο στην παθητική φωνή, όπως τα θυμάμαι, σκέφτομαι, εμπιστεύομαι, ντρέπομαι, διαχειρίζομαι κλπ., τα οποία όμως έχουν ενεργητική διάθεση και είναι γνωστά ως αποθετικά ρήματα π.χ. οι γονείς εμπιστεύονται τα παιδιά τους (= οι γονείς έχουν εμπιστοσύνη στα παιδιά τους). Συχνά, τα αποθετικά ρήματα συγχέονται με τα παθητικά και χρησιμοποιούνται εσφαλμένα σε παθητικές προτάσεις, π.χ.
Το θέμα διαχειρίστηκε με επιτυχία από την επιτροπή
αντί του σωστού
Η επιτροπή διαχειρίστηκε με επιτυχία το θέμα.
 
Τέλος, κάποια ενεργητικά και κάποια παθητικά ρήματα λέμε ότι έχουν ουδέτερη διάθεση επειδή δηλώνουν ότι το υποκείμενο βρίσκεται απλά σε μια κατάσταση, χωρίς να ενεργεί ή να παθαίνει κάτι, π.χ. κοιμάμαι, ξεκουράζομαι, παραμένω, γνωρίζω).

2.4 Όψη

Η

όψη ή ποιόν ενεργείας είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται γραμματικά η ενέργεια του ρήματος.  Διακρίνεται σε συνοπτική, μη συνοπτική και συντελεσμένη.
 
Στον Πίνακα που ακολουθεί μπορούμε να δούμε τους ρηματικούς τύπους στους οποίους πραγματώνεται ο χρόνος και η όψη.
 
ΧΡΟΝΟΙ
Παροντικοί
Παρελθοντικοί
Μελλοντικοί
Μη συνοπτικοί
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
παίζω
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
έπαιζα
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
θα παίζω
Συνοπτικοί
 
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
έπαιξα
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
να/ας/θα παίξω
Συντελεσμένοι
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
έχω παίξει
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
είχα παίξει
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
θα έχω παίξει
 

2.5 Η έγκλιση και η τροπικότητα

Η έγκλιση είναι ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε ομιλητής εκφράζει αντικειμενικά, υποκειμενικά ή ουδέτερα αυτό που επιθυμεί να πει.

 Επομένως, η επιλογή μιας έγκλισης εξαρτάται από αυτό που θέλει να δηλώσει ο ομιλητής και ανάλογα με το αν θέλει να εκφράσει την επιθυμία, την προσδοκία, την ευχή, την απαγόρευση κλπ. Στην γλώσσα μας διακρίνουμε μορφολογικά τρεις εγκλίσεις: την οριστική, την υποτακτική και την προστακτική.
 
Ειδικότερα:
Οριστική: Εκφράζει ένα πραγματικό γεγονός, κάτι το βέβαιο. Η οριστική παρουσιάζει ένα γεγονός ως αληθινό, ως δεδομένο, π.χ.
Οι μαθητές έφυγαν.
Η άρνηση στην οριστική σχηματίζεται με το αρνητικό μόριο δεν το οποίο τοποθετείται ακριβώς πριν από το ρήμα, π.χ.
Οι μαθητές δεν έφυγαν.
 
Υποτακτική: Μπορούμε να πούμε, χαρακτηριστικά, ότι εκφράζει κάτι το αβέβαιο, που ευχόμαστε, επιθυμούμε να γίνει ή και το φοβόμαστε. Η υποτακτική εισάγεται με τα μόρια να και ας. Για παράδειγμα, εάν πούμε την παραπάνω πρόταση με τη χρήση της υποτακτικής και γίνει
Οι μαθητές θέλουν να φύγουν
αυτόματα βλέπουμε ότι αλλάζει το νόημά της: δηλώνει επιθυμία ή/και προσδοκία. Η άρνηση στην υποτακτική σχηματίζεται με την εισαγωγή του μη(ν) το οποίο τοποθετείται ακριβώς μετά από το μόριο να και πριν το ρήμα, π.χ.
Οι μαθητές να μην φύγουν.
 
Προστακτική: Εκφράζει προσταγή, παράκληση, προτροπή ή εντολή. Ανάλογα λοιπόν με το περιεχόμενο, ο τύπος της προστακτικής μπορεί να εκφέρεται ως:

Κλείσε την πόρτα! (εντολή)

Άκουσέ με προσεκτικά! (προτροπή)

Άνοιξε το ψυγείο και φέρε μου νερό σε παρακαλώ! (παράκληση)

Φέρε μου αμέσως το γραπτό σου! (προσταγή).

 

Η προστακτική δεν σχηματίζει αρνητικές προτάσεις αλλά εκφράζεται μόνο μέσω της υποτακτικής, δηλαδή με το μόριο (να) + μη(ν) + υποτακτική, όπως π.χ.
(Να) μην πας στο σχολείο σήμερα.