Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Χαλασμένες γειτονιές. Το βουνό γύρω μια καμένη προσωπίδα, χωρίς ένδυμα και κόσμημα, κάνει το φως πιο κοφτερό και φωτίζει ανελέητα τις πολυκατοικίες που πληγώνουν τον ουρανό με την ευτέλειά τους, γιατί χτίστηκαν είτε βιαστικά είτε φτηνά και, προπάντων, για να προλάβει η πόλη την ανάπτυξη, αφού τη δεκαετία του πενήντα, εποχή που οι άλλες πόλεις γνώριζαν τις λέξεις «αντιπαροχή», «γκαρσονιέρα και μπανιέρα», «θερμοσίφωνο και κοινόχρηστα», αυτή άρχισε να παρακμάζει με την εξαφάνιση του καπνεμπορίου που τη στήριζε. Μέσα σε μια δεκαετία, αυτήν του εβδομήντα, ρήμαξε και κατεδάφισε οτιδήποτε παλιό και σοφό έχτισε σιγά σιγά ο χρόνος και οι άνθρωποι, για να φορέσει αυτό το κοινό κι αδιάφορο πρόσωπο που δεν έχεις όρεξη ούτε να το κοιτάξεις, γιατί ξέρεις πως δεν κρύβει εκπλήξεις.

Όλα τώρα είναι διαμορφωμένα στην τελική τους μορφή, χωρίς την άλμη του καπνού να γλείφει δρόμους και προσόψεις και με την εντύπωση πως σύντομα θα μας εκδικηθεί το παρελθόν.

Τουλάχιστον, να βρεθεί ένας χώρος με λίγη δροσιά, να κατοικήσουν εκείνοι οι άνθρωποι με το βουϊσμένο κεφάλι και τις πληγές στο πρόσωπο που άνοιξαν η νύχτα και ο έρωτας.

Παιδί κυνηγούσα το παιχνίδι και αυτό ολοένα γλιστρούσε.

Ζούσα με εικόνες κι αναμνήσεις παιχνιδιού, σχεδόν εξορισμένες εξαιτίας της τοποθεσίας της πόλης, της πυκνής δόμησης και των στενών δρόμων. Πουθενά μια αλάνα, ένας κήπος, ένα στάδιο.

Μόνο στο Φρούριο, όπου πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και τρέχαμε ανάμεσα σε θρυμματισμένα κανόνια κι ερειπωμένα δεσμωτήρια, σκουριασμένες κρεμάλες κι ανήλιαγες κρυψώνες, προσπαθούσαμε να ξεδιπλώσουμε το μικρό πανωφόρι του παιχνιδιού. Γρήγορα ξεφεύγαμε από την επιτήρηση των δασκάλων, σκαρφαλώναμε στις τάπιες κι από κει παίζαμε με την πόλη, που χανόταν σε μια γλυκιά ομίχλη από φρέσκο ψωμί, λαδομπογιά και καρνάγιο, ιώδιο και κάρβουνο.

Το βράδυ πάλι γινόμασταν συμμορίες και τρέχαμε μ’ ένα εεεεεε πίσω από σκυλιά που κουτσαίναν κι έναν τρελό που φορούσε φουρκέτες στο κεφάλι, ενώ οι μεγαλύτεροι μας τρόμαζαν με ιστορίες μακάβριες κάτω από τις σκοτεινιασμένες καμάρες.

Το παιχνίδι που ευνοούσε η πόλη ήταν το κρυφτό.

Μέσα στα σοκάκια, στις εσοχές των παλιών σπιτιών, στα υπόγεια, άνθιζε το κρυφτό, ώσπου σκοτείνιαζε κι έβγαινε στο παράθυρο η γρια- Λιλή κι έξυνε με μανία τα χέρια της. Τότε άναβαν τα φώτα της γειτονιάς και μαζί τους ο φόβος και η ανησυχία των μανάδων. Στο μπαλκόνι εμφανιζόταν νωχελικά η Κατίνα, με την κεντημένη της ρόμπα λουσμένη στο κόκκινο φως του σπιτιού, φωνάζοντας με την μπάσα φωνή της, «κούκλα κι απόψε, βρε Γιώργο, ό,τι κι αν πεις…»

Ιστορία ενός κτιρίου, ιστορία μιας πόλης.

Στην πάλαι ποτέ αστική συνοικία του Αγίου Ιωάννου ένα φάντασμα με νεοκλασικές προσόψεις.

• Μέχρι το 1950 κατοικία εύπορου καπνεμπόρου.

• Εγκαθίσταται ο ραδιοφωνικός σταθμός ενόπλων δυνάμεων.

• Μετά, η κρατική υπηρεσία πληροφοριών, με αυξημένο κύκλο εργασιών τις δεκαετίες του 1950 και 1960.

• Τη δεκαετία του 1970 μένει αδειανό, περιμένοντας τη μελλοντική του αξιοποίηση.

• Παραμένοντας οριστικά διατηρητέο τη δεκαετία του 1980, εξαργυρώνοντας την ενοχή για όσα εν τω μεταξύ γκρεμίστηκαν, μετατρέπεται σε παμπ.

• Αρχές του 2000 ανακαινίζεται ριζικά σε luxury hotel suites.

Χαρπαντίδης Κοσμάς, Μανία Πόλεως, Κέδρος, 2009, σ. 23-27