Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Καβάλα στο χρονοδιαβήτη

ΤΟΓΚΑ

Ο Χρόνης, χωρίς να διστάσει, ζήτησε συγνώμη βιαστικά από τη θεια Κυριακούλα που ντάντευε με κανακέματα το αγουροξυπνημένο κορίτσι. Η Μαρία ήταν κι αυτή έτοιμη για αναχώρηση. Πραγματικά, δεν πρόλαβε να περάσει το κατώφλι κι άκουσε να τον φωνάζει:

—Χρόνη, Χρόνη, περίμενε• έρχομαι κι εγώ…

Ο Χρόνης κοντοστάθηκε να δέσει το κορδόνι του παπουτσιού του. Στο μεταξύ η Μαρία, σαν κάτι να σκέφτηκε, τον προσπέρασε κι έφτασε στο κεφαλόσκαλο της μεγάλης πέτρινης σκάλας. Ίσα που πρόλαβε να δει τους δυο άντρες έτοιμους να στρίψουν στην κάτω γωνία.

—Ευρυβιάδη, Δαμιανέ, για πού το βάλατε, περιμένετε…

Εκείνοι, χωρίς να διακόψουν το ρυθμό τους, γύρισαν, κοίταξαν βιαστικά κι ο Δαμιανός φώναξε:

Η Μαρία στάθηκε να περιμένει τον Χρόνη. Σαν ήρθε εκείνος κοντά, του είπε:

—Τώρα δεν υπάρχει πια λόγος να βιαζόμαστε. Ξέρω πού πάνε…

Κι όπως κατηφόριζαν, του είπε με λίγα λόγια την ιστορία.

Οι καπνέμποροι, μετά την οικονομική κρίση που ξέσπασε, θέλησαν να λιγοστέψουν το κόστος της επεξεργασίας των καπνών για να τα πουλάνε ευκολότερα. Έτσι σκέφτηκαν, αφού δεν μπορούσαν να τα στέλνουν έξω ανεπεξέργαστα (το Γραφείο Προστασίας Καπνού, που είχε ιδρυθεί από το 1926 από το ίδιο το κράτος με έδρα την Καβάλα, ανάμεσα στους άλλους σκοπούς του είχε την περιφρούρηση της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών), ας έκαναν μια πρόχειρη επεξεργασία. Την πρόχειρη αυτή επεξεργασία την έλεγαν «τόγκα». Ούτε χώριζαν πια τα φύλλα με κάποια σειρά ούτε τα έκαναν δέματα κατά μέγεθος. Ίσα που τα ξεχώριζαν κατά ποιότητα και τα ’ριχναν στα πατητήρια (μεγάλες κάσες όπου άντρες με πόδια γυμνά, μέσα σ’ ένα σύννεφο από σκόνη, τα πατούσαν κακήν κακώς). Ύστερα έπιαναν και τα στοίβαζαν σε δέματα. Το πρόχειρο αυτό σύστημα το έλεγαν τόγκα.

Μέχρις εδώ το πράγμα είχε τη λογική του. Αφού οι καπνέμποροι δεν μπορούσαν να τα πουλήσουν με την παλιά, την κανονική επεξεργασία, ας έκαναν κι αυτή την αβαρία. Αλλά από το ένα άκρο να φτάνεις στο άλλο άκρο, αυτό ήταν το απαράδεκτο. Ο καπνέμπορος Μπεβενίστε έκανε την αρχή: τοιχοκόλλησε ανακοίνωση που έλεγε ότι όλοι οι άντρες απολύονταν σε τρεις μέρες, μιας και οι γυναίκες θα μπορούσαν να δουλέψουν μόνες τους την τόγκα.

Και τώρα, για να τρέχουν έτσι βιαστικοί ο Ευρυβιάδης με τον Δαμιανό, κάτι το έκτακτο θα είχε συμβεί. Ας πήγαιναν να δουν.

Κατηφόρισαν προς την οδό Ευγενίου Ιορδάνου κι όταν έφτασαν ακριβώς πίσω από το αρτοποιείο του Φέσα, τι να δουν. Από τα παράθυρα κρέμονταν πένθιμα μαύρα τσόλια και σε μεγάλες χάρτινες μπλε κόλλες ήταν γραμμένα τα συνθήματα: «Και οι άντρες στην τόγκα», «Όχι στο μαύρο πίνακα», «Ψωμί, νερό». Καλά όλα τα άλλα αλλά το «νερό» τι να σήμαινε;

Έφτασαν πιο κοντά. Κόσμος πολύς ολόγυρα. Γυναίκες που στριφογύριζαν εδώ κι εκεί έτοιμες, θα ’λεγες, να εκραγούν… Χωροφύλακες ολόγυρα να σχηματίζουν κλοιό.

—Τι γίνεται, τι συμβαίνει;

—Τι να γίνεται, τι να συμβαίνει! Κλείστηκαν κι οι πεντακόσιοι κι αμπαρώθηκαν μέσα και δε θα βγουν, αν…

Η Μαρία είδε πιο κει τον Ευρυβιάδη με τον Δαμιανό. Ο Δαμιανός χτυπούσε τα στήθια του και με τα δυο του χέρια κι έκανε να προχωρήσει, μα ο Ευρυβιάδης τον έσπρωχνε προς τα πίσω σαν να του έλεγε: «Όχι, όχι». Κι ο Δαμιανός ακολουθούσε τον Ευρυβιάδη, τον έφτανε κι εκείνος κοντοστεκόταν και πάλι τον έσπρωχνε προς τα πίσω. Σε λίγο τους έφτασε κι η Μαρία. Κάτι της είπε ο Ευρυβιάδης κι άρχισε να σπρώχνει και με τα δυο της χέρια κι αυτή, θα ’λεγες τρυφερά, τον Δαμιανό. Σε λίγο κι οι δυο χάθηκαν ανάμεσα στον κόσμο. Κι ο Δαμιανός έμεινε μόνος με μια έκφραση απελπισίας στα μάτια, σ’ ένα χώρο γεμάτο από ανθρώπους αναστατωμένους.

Ο Χρόνης απόρησε. Γιατί να φύγει κι η Μαρία τόσο ξαφνικά. Τι σημαίνει αυτό το τρυφερό σπρώξιμο στον Δαμιανό, τον καλύτερό τους, θα ’λεγες, φίλο;

Ο Χρόνης δεν έχασε καιρό. Πλησίασε τον Δαμιανό που είχε αρχίσει να σέρνει τα βήματά του με μάτι θολό και, χωρίς να το καταλάβει πώς, τον έπιασε από το μπράτσο, τον κοίταξε μια στα μάτια φιλικά και μετά τον ρώτησε:

—Γιατί; Γιατί σ’ άφησαν ο Ευρυβιάδης κι η Μαρία;

Και τότε ο Δαμιανός, χωρίς να το θέλει, χωρίς να το σκεφτεί, κατέρρευσε σ’ ένα σκαλοπάτι κι άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί.

—Δεν έπρεπε, λέει, να διακινδυνέψω την υγεία μου. Δεν έπρεπε. Βλέπεις, έμεινα τρεις μήνες σε αντίσκηνο ανάμεσα στα πεύκα… Στην Παναγιά της Θάσου…

Κι όπως γύρισε κι είδε τον Χρόνη να απορεί σαν να μην κατάλαβε, συνέχισε:

—Στο αναρρωτήριο του ΤΑΚ…

—Του ΤΑΚ;

—Ναι, του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών…

—Γιατί;

Πριν προλάβει να δώσει άλλη απάντηση ο Δαμιανός, ένα κύμα ξερόβηχα ήρθε να του ταράξει τα στήθια, λες κι ήθελε να του ξεριζώσει τα πνευμόνια…

Κι ο Χρόνης θυμήθηκε το φθισιατρείο «ΕΛΠΙΣ» κάτω από τον Κούλε του Ανδρόνικου και κατάλαβε. Ο Δαμιανός ήταν προφυματικός. Γι’ αυτό και οι φίλοι του δεν ήθελαν να τον πάρουν μαζί τους. Σίγουρα θα πήγαιναν να υποστούν κάποια δοκιμασία.

—Καλύτερα, καλύτερα που δεν πήγες, είπε ο Χρόνης. Καλύτερα να πας στο σπίτι σου να αναπαυθείς. Πού, όμως, πήγαν ο Ευρυβιάδης κι η Μαρία;

—Πήγαν να κλειστούν στο καπνομάγαζο που δούλευαν. Να αυτοαποκλειστούν μαζί με άλλους για συμπαράσταση προς τους πεντακόσιους που κλείστηκαν μόνοι τους στου Μπεβενίστε. Η ιδέα της συμπαράστασης αυτής ξεκίνησε από την απαγόρεψη να φέρνουν νερό και τρόφιμα στους πεντακόσιους έγκλειστους οι φίλοι κι οι συγγενείς. Έτσι, ύστερα από απόφαση της Επιτροπής του Αγώνα, έτρεξαν κι άλλοι να κλειστούν και σ’ άλλα καπνομάγαζα.

—Καλύτερα, Δαμιανέ. Εσύ δε θα άντεχες. Ή, τουλάχιστον, θα χειροτέρευες την κατάστασή σου.

—Δε βαριέσαι. Τι έχω πια να περιμένω από τη ζωή. Η Μερόπη σκοτώθηκε.

—Η Μερόπη;

—Ναι, η αρραβωνιαστικιά μου• η κοπέλα που είδες τότε με τη Μαρία στο Δημοτικό Κήπο, τότε με τη Μαρία και τα Τίμια Δώρα…

—Ναι, σαν να την θυμάμαι. Μα πού, πότε, πώς σκοτώθηκε;

—Στη Θεσσαλονίκη, πέρσι, την ώρα που ξεκίναγε το τραμ• έτρεξε να ανεβεί και γλίστρησε και χτύπησε στον κρόταφο…

—Δεν έχεις κανέναν άλλο δικό σου;

—Μια αδελφή, τη Σεβαστή, τώρα πια Βιβή, που βρίσκεται εδώ και δυο χρόνια παντρεμένη στην Αμερική. Οι γονείς μου δε ζουν. Το όνειρό μου ήταν να γίνω τραγουδιστής στην Όπερα…

Γκουχ, γκουχ, ξανάρθε ο βήχας, ήρεμος τώρα, μόνο δυο φορές, λες κι ήθελε να υπογραμμίσει τα τελευταία του λόγια.

Αν δεν είχε τον Ευρυβιάδη και τη Μαρία, δεν ήξερε αν θα άντεχε τη ζωή. Τους αισθανόταν καλύτερα κι από συγγενείς.

Ο Δαμιανός σταμάτησε να μιλά• θαρρείς και ηρέμησε. Έκανε μια προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του ξανά. Από την όλη του προσπάθεια, το τρέξιμο, την προθυμία του για συμπαράσταση στον αγώνα και τη συγκίνηση που του προκάλεσε η άρνηση κι η ανημπόρια, ένιωθε τσακισμένος.

—Καλύτερα να πάω να ξεκουραστώ. Και το απόγευμα θα πάω να συμπαρασταθώ απ’ έξω.

—Σε ποιο καπνομάγαζο πήγαν να κλειστούν;

—Στου Κούφλερ… Α, ξέχασα να σου πω. Μου είπαν να περάσεις από τη θεια τους, την Κυριακούλα, να της πεις ότι μπορεί να λείψουν μια και δυο ή και περισσότερες μέρες. Ας μην ανησυχεί. Αυτοί δε θα ανησυχούν, γιατί ξέρουν ότι η Σοφία τους βρίσκεται σε καλά χέρια• στα χέρια της αγάπης της. Εγώ δε θα μπορέσω, στην κατάσταση που βρίσκομαι, να ξανανέβω προς τα εκεί.

—Θα πάω, μην ανησυχείς. Και θα ξανακατέβω να παρακολουθήσω την εξέλιξη.

Ιωαννίδης Ι.Δ., Καβάλα στο χρονοδιαβήτη, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 108-112.