Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο εκχριστιανισμός των Μωαμεθανών

Φέτος που πήγα για πρώτη φορά, έπειτα από πολλά χρόνια, να ξαναδώ το σπίτι που γεννήθηκα, στα Ποταμούδια, βρήκα μια παλιά μας γνωστή, την Εριφύλη. Με πήρε στο σπίτι που έμενε, στα Λαθραία, σπίτια που τα έχτισαν μόνοι τους άνθρωποι φτωχοί, στις παλιές Δεξαμενές του Βιξ, όπου επί Τουρκοκρατίας είχε στέρνες που μαζευόταν το νερό κι έπειτα κατέβαινε στην πόλη. Μέσα σ’ αυτή τη ρεματιά και πάνω στις πλαγιές της η Εριφύλη, νύχτα μες στις βροχές, έχτισε μια στέγη, όμοια με τους άλλους. Έπειτα, μια μέρα, κάποιοι τους προδώσαν, ήρθε η Υπηρεσία με την κορδέλα και τους τα μέτρησε. Η Αστυνομία τους έκανε μήνυση, πληρώσαν όλοι από ένα πεντακοσάρικο και μένουν πια ήσυχοι εκεί πέρα, κάτω ακριβώς από το Σανατόριο. Από το πιο ψηλό σπιτάκι των Λαθραίων μπορείς να δεις τα Πεντακόσια, το Σούγιελο, τον Αη Θανάση, τα Γιούφτικα, τον Αη Νικόλα, το Φρούριο, την Παναγία, τις Καμάρες, τον Άη Παύλο, τον Προφήτη Ηλία.

Η Εριφύλη άρχισε πρώτη τα φωναχτά παράπονα και σιγά-σιγά μαζεύτηκαν γύρω της κι άλλες γυναίκες του συνοικισμού. Όλες καπνεργάτισσες χωρίς δουλειά. Κι όλες μ’ ένα παράπονο στα χείλη: «Θέλουν μικρούλες στα καπνομάγαζα. Εκείνες που γυαλίζουν. Εμάς, τις μεγάλες, δεν μας θέλουνε».

—Δουλειά ζητάμε. Την πέτρα να πιάσουμε ζουμί θα βγάλουμε.

—Εσείς ζαρώσατε, μας λεν. Πέρασε η μπογιά σας.

—Πάμε στο Εργατικό Κέντρο και δεν μας γράφουν. Μας ρίξανε στο δρόμο.

—Είμαστε χωρίς βιβλιάρια και χωρίς δουλειά. Ξενυχτάμε έξω απ’ τα καπνομάγαζα. Αν δεν γνωρίζεις μάστορα, αφεντικό, δεν σε παίρνουν.

—Γι’ αυτήν την καλύβα γέρασα. Θέλαν να μου την γκρεμίσουν. Σκοτωνόμουν, τσίριζα στον αστυνόμο…

—Το χειμώνα δεν είχαμε ξύλα να κάψουμε. Ευτυχώς που ήταν το Δασαρχείο λίγο πιο πάνω και μας έδινε μερικά.

—Εμένα δεν μου δίνουνε δουλειά, γιατί μπήκε ο άντρας μου στη σύνταξη της αναπηρίας.

—Πέρσι κατάφερα κι έκανα 54 μεροκάματα και πιο πολλά ήταν τα δάκρυα από τα μεροκάματα.

—Εμείς με 600 δραχμές περνάμε, τέσσερα άτομα.

—Ο γυιος μου είναι φαντάρος και δεν έχω ένα κατοστάρικο να του στείλω.

—Ούτε κομμουνιστές είμαστε, ούτε τίποτα. Δουλειά θέλουμε, ψωμί να φάμε.

—Κι όσες δουλεύουν, τέτοια είναι η κούραση, που τα βράδια δεν μπορούν να κοιμηθούν. Όπως οι μηχανές, έτσι θέλουν να δουλεύουν και τα χέρια τους. Λαχταράμε τη δουλειά να την δουλέψουμε, άσχετα αν μας βγάζουν την ψυχή μας.

—Εγώ δεν ξέρω να τα λέω. Αν ήταν ο άντρας μου εδώ, δουλεύει στα γκιργκίρια, θα σας τα έλεγε καλύτερα.

—Προχθές ήρθε σπίτι μου μια εργάτρια να κάνει πρόβα κι έκλαιγε η καημένη. Ήταν στο παστάλι και την βάλαν στο ξεφύλλισμα. Να δεις, μου έλεγε, που το Σάββατο θα με διώξουν. Βγάζω 18 κιλά καπνό. Ζητούνε 25…

—Ανάμεσα αφεντικά κι εργάτριες γίνονται πολλά. Πρώτα περνάν απ’ τον μάστορα, μετά απ’ τον αρχιεργάτη, στο τέλος μπαίνουν στο αυτοκίνητο του διευθυντή. Εγώ γινόμενα σας λέω, δεν μιλάω κουτουρού.

—Κι έπειτα γιατί να μη ζητάμε Γερμανία; Αλλά και για κει θέλει μέσο.

«Στις χώρες του ελευθέρου κόσμου οι εργάτες, με την δύναμη που τους έδωσε η αξία τους, έχουν κατακτήσει τη ζωή. Στις χώρες του παραπετάσματος, όπου απλώνεται η φρίκη του κόκκινου φασισμού, οι εργάτες έχουν μεταβληθεί σε άμορφη αγέλη υποζυγίων…»

>Εθνικιστική Οργάνωσις ΚΥΑΝΗ ΦΑΛΑΓΞ -από τοιχοκολλημένες προκηρύξεις-

Ο κύριος επιθεωρητής Εργασίας τρώει ήρεμος το λιωμένο παγωτό του. Μια μάνα μπαίνει στο γραφείο του, από την πλαϊνή πόρτα, ζητώντας να την τοποθετήσει σε κάποιο καπνομάγαζο.

—Να περιμένετε.

—Ως πότε παιδάκι μου;

—Τι να κάνω;

—Την ευκή μου να ’χεις, δεν έχω δραχμή…

—Περάστε αύριο.

Ένας νέος μπαίνει αναφέροντας πως σ’ ένα καπνομάγαζο τον πήραν για πατητή και τον χρησιμοποιούν για στιβαδόρο. «Να εξεταστεί η περίπτωση», λέει στον υφιστάμενό του, ψυχρά, εγκεφαλικά. Κι έπειτα γυρίζοντας προς εμένα: «Ζω αυτό το δράμα καθημερινά. Μια και μόνη λύση υπάρχει: ο εκχριστιανισμός των Μωαμεθανών».

Ξάφνου, ανεβαίνοντας τον ανήφορο για το σπίτι του παπού μου, δίπλα στη βίλλα Κούφλερ όπου μικρός πήγαινα με τα λάστιχα και κυνηγούσα δεκαοχτούρες, βλέπω τώρα το τένις-κλαμπ χορταριασμένο, με τις πεζούλες του καταστραμμένες και το σπίτι του κλειστό. Μια γίδα ανενόχλητα βόσκει εκεί που ήταν άλλοτε το γήπεδο του τέννις. Θυμάμαι, μια φορά, όταν εγώ μάζευα τις μπάλες, που ξέφυγε μια μπάλα και χτύπησε με δύναμη μια κυρία καπνεμπόρου κι όλες οι πούδρες πέσαν σαν σοβάς κι ασπρίσαν την τράπουλα του πινάκλ μπροστά της. Και την θυμάμαι, από κοντά, καθώς πήγα να γυρέψω την μπάλα, χωρίς φτιασίδια, σαν νεκροκεφαλή, ή μάσκα αφρικάνικη. «Ώστε το τένις έκλεισε», σκέφτηκα τώρα. «Οι καπνέμποροι αποφεύγουν να εμφανίζονται δημοσίως, σε χώρους ακάλυπτους, για να μην εξάπτουν την αγανάκτηση του κοσμάκη». Κάστα κλειστή, σαν τους εφοπλιστές, ζουν τη δική τους ζωή και όσο μπορούν μακριά απ’ την Καβάλα. Τουλάχιστο ν’ άφηναν λίγα χρήματα στον τόπο που τα κερδίζουν! Μόνο ένας έχτισε μέγαρο. Οι άλλοι τα κέρδη τους τα σπαταλούν αλλού. Και δεν είμαι οργισμένος. Μιλούν οι αριθμοί: το ετήσιο εισόδημα 12.000 καπνεργατών είναι ίσο με το ετήσιο εισόδημα 12 καπνεμπόρων.

Κατεβαίνοντας μετά, πέφτω σε κείνους τους άχαρους δρόμους που σε καιρούς αλλοτινούς, μετά τις έξι, όταν σχολνούσαν τα καπνομάγαζα, δεν μπορούσες να περάσεις, τόσο πυκνό ήταν το κύμα της καπνεργατιάς που όδευε για τους φτωχοσυνοικισμούς του. Ένα πολύβουο μελίσσι δίχως βασίλισσα… Τώρα, όχι μόνο η μηχανή πήρε τη θέση τους, αλλά οι νόμοι επιτρέπουν στο κάθε καπνομάγαζο να λειτουργήσει όση ώρα θέλει, κι όποτε θέλει. Ακόμα, στην εποχή της επεξεργασίας, μπορεί να δουλεύει κι ολόκληρα εικοσιτετράωρα, με βάρδιες. Ο ραντιστήρας τού Δήμου περνά καταβρέχοντας τα φλογισμένα πλακόστρωτα. Καπνομάγαζα της Κομέρσιαλ, Μοσκώφ, Παπαστράτου, Μισιριάν, Κραντονέλλη, Θεοδωρίδη, Αυστροελληνικής, Ε.Ο.Κ., Ατακτίδη, Πιελλόγλου, Ιορδάνογλου, Πετρίδη… Η μυρωδιά της τόγκας αναδίνεται έντονη από τα καγκελόφραχτα παράθυρά τους, όπου πολλοί σταυροί θυμίζουν τα Φορερμπάιτ των Γερμανών ναζί.

Όσο νυχτώνει, τόσο η καινούργια παραλία που δεν αποπερατώθηκε ακόμα –ο χώρος έχει μπαζωθεί, αλλά δεν έχει χωροσταθμιστεί– γεμίζει με κόσμο που έρχεται, δίπλα στα ακίνητα καΐκια, να βολτάρει. Άλλοτε, πριν από την επιχωμάτωση, η βόλτα γινόταν στο νυφοπάζαρο της οδού Ομονοίας. Αυτός είναι ο κεντρικός δρόμος της Καβάλας, όλο βιτρίνες, καταστήματα και ζαχαροπλαστεία. Η βόλτα πάντα άρχιζε από το φούρνο του Φέσσα ως τα Δικαστήρια. Πάνω και κάτω, κάτω και πάνω, κι έξω από το δρόμο αυτό σκοτάδι, ερημιά και βουβές καπναποθήκες. Τώρα η θάλασσα άνοιξε καινούργιο παραθύρι. Στο βάθος το τουριστικό περίπτερο του Ν.Ο.Κ. –Ναυτικού Ομίλου Καβάλας– ασπρίζει με τα φώτα του. Κι απέναντί του ακριβώς, δίπλα στο Τελωνείο, το εστιατόριο «Η Ωραία Μυτιλήνη» με τα φρέσκα θαλασσινά.

Στην πλατεία Φουάτ, όπου και το θολωτό μνήμα της μάνας του Μωχάμετ Άλυ –ιδρυτή της Αιγυπτιακής Δυναστείας– παίζει η μπάντα του Δήμου. Μια περιπλανώμενη ατμόσφαιρα Καρυωτάκη, κάτω από τρία πελώρια διαφημιστικά που πληγώνουν τον πανσέληνο ουρανό, με διαποτίζει. Λίγο πιο πέρα οι απογευματινές εφημερίδες των Αθηνών πουλιούνται σαν φρέσκα ψωμιά, μόνη επαφή της πρωτεύουσας με την επαρχία της, αν εξαιρέσουμε την προεκλογική περίοδο και τις τουρνέ των θιάσων.

Η Καβάλα, τη νύχτα, με φεγγάρι, όταν σβήνει η φτώχεια της και οι όγκοι των καπναποθηκών, γίνεται αληθινά μια μαγική πόλη. Η αμφιθεατρική τοποθεσία της, η ευρύχωρη αγκαλιά του κόλπου της, που δεν είναι ποτέ μονότονος όπως είναι ο κόλπος της Θεσσαλονίκης, προπαντός ειδωμένη απ’ τον Φάρο, απ’ όπου μπορείς να δεις και τις δυο πλευρές, κρατά μια δικιά της γοητεία. Ο Μωχάμετ Άλυ, πάνω στο άτι του, μπροστά στο σπίτι που γεννήθηκε, δείχνει με το χέρι του στο Βορρά, μια κατεύθυνση που, δυστυχώς, πολλοί αναγκάστηκαν ν’ ακολουθήσουν.

Την άλλη μέρα. Σε μια γωνιά-σφήνα, μέσα στα μπλόκια των καπναποθηκών, τρώνε στα γρήγορα οι εργάτες.

—Η ζωή μας τζάμπα χάνεται, μου λέει ένας σπανός που δουλεύει στα λιμενικά έργα. Έπρεπε να ’μασταν αλλού… Εδώ είναι κάτεργα. 51 και μισή το μεροκάματο. Για να φας φαγητό δε σου φτάνουν. Ε, θέλεις και παπούτσια, δε θέλεις; Θέλεις να πιεις και καφέ. Στην εμπόλεμο κατάσταση δούλευα στην Γερμανία. Εδώ ήταν οι Βούλγαροι, κόπηκε η ζωή. Για να γλιτώσουμε την ομηρία πήγαμε εκεί εργάτες. Δουλεύαμε στα παλούκια, στο Σνάινμπερν, Λιμπινάουν. Γεμίζαμε με δυναμίτη τις μπόμπες. Φωτιά είχαμε μέσα στα χέρια μας, φωτιά πάνω από τα κεφάλια μας με τους βομβαρδισμούς, αλλά ήμασταν πιο ευχαριστημένοι. Ο Φραντς ο Αυστριακός μας έλεγε: «Όταν τελειώσει ο πόλεμος τι θα κάνετε;» Κι εμείς του λέγαμε: «Θα γυρίσουμε πίσω στα μέρη μας». Γυρίσαμε. Αλλά εκεί ήμασταν πιο ικανοποιημένοι. Τώρα δεν μπορώ να ξαναπάω. Με παίρνει το όριο. Αλλά αν πήγαινα, θα τραβούσα όλους τους Έλληνες εκεί… Λέγομαι Λεωνίδας Μαρκόπουλος. Να γράψεις το όνομά μου. Να γράψεις πως η μόνη μου χαρά είναι να ξαναπάω στη Γερμανία…

Στο διπλανό τραπέζι τρώνε καπνεργάτες. Τους ρωτώ:

—Οκτώ ώρες τη μέρα ανεβοκατεβαίνουμε στο τρασφέρι 100 σκαλιά φορτωμένοι τόγκες. Κάθε δυο ώρες μόνο κάνουμε τσιγάρο.

—Ισλέ γιοβάν ισλέ, τσιφλίκ σενίν, λέει μια τούρκικη παροιμία.

—Δηλαδή, εξηγεί ένας άλλος, αν δουλέψεις πολύ το τσιφλίκι μια μέρα θα γίνει δικό σου. Γι’ αυτό δουλεύουμε πολύ…

—Κισμετλέν ολμάζ, συμπληρώνει αναστενάρικα ένας τρίτος. Πάνω απ’ την τύχη σου δεν βγαίνει.

—Πάνω στο βουνό, μου λέει ο πρώτος, είδες που έχει έναν μεγάλο σταυρό; Πολλούς σταυρούς έπρεπε να έχει. Το χειμώνα προπαντός η Καβάλα γίνεται νεκροταφείο.

—Πόσους μήνες δουλεύετε;

—Εμείς οι στιβαδόροι πέντε ως έξι. Πιάνουμε δουλειά μόλις έρθουν τα καπνά απ’ τα χωριά. Οι άλλες ειδικότητες δουλεύουν μόνο τρεις με τέσσερις μήνες.

—Και τον υπόλοιπο καιρό;

—Καθόμαστε. Ψάχνουμε για δουλειά. Αν έχεις συμπληρώσει έναν ορισμένο αριθμό από μεροκάματα παίρνεις ένα δίμηνο επίδομα ανεργίας 950 δραχμές το μήνα. Και 1.030 αν έχεις δυο παιδιά.

—Οι νόμοι γίναν για να έχουν δικαιώματα μόνο αυτοί. Εμείς δεν έχουμε κανένα δικαίωμα. Λες και μόνον αυτοί είναι Έλληνες κι εμείς δεν είμαστε Έλληνες.

—Οι συνθήκες μες στα καπνομάγαζα έχουν ξεπεράσει το Νταχάου.

—Εγώ δούλευα οκτώ χρόνια στον Κρατικό Οργανισμό Καπνού. Με βγάλαν από κει χωρίς καμιά αποζημίωση. Δεν δικαιούμαστε, λεν, αποζημίωση, γιατί το επάγγελμα είναι εποχικό.

—Και το σωματείο σας;

—Το Σωματείο Στιβαδόρων δεν κάνει τίποτα. Ούτε και το Εργατικό Κέντρο. Είναι όλοι τους πουλημένα τομάρια.

—Είμαστε 2.500 άντρες και 5.000 γυναίκες που οκτώ μήνες το χρόνο σφυρίζουμε…

—Η ανεργία δεν είναι όση νομίζετε, έλεγε απόστρατος στρατηγός βολεμένος σε υπεύθυνη ημικρατική θέση. Αλλά μάθαν όλοι να σταυρώνουν τα χέρια και να λεν: δώσε μου κι εμένα μπάρμπα. Τα 80% των ανέργων είναι τεμπέληδες και τα 20% διανοητικώς ανάπηροι.

Αν δεν ήξερα ότι αυτές τις αναλογίες ακριβώς μπορεί ν’ αφήσει ο στρατός σε μερικά ανώτερα στελέχη του, τότε ίσως να τον παρεξηγούσα…

Βασιλικός Βασίλης, «Ο εκχριστιανισμός των Μωαμεθανών»