Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ασθμαίνοντας ανεβαίνω την πόλη

Πετώντας ολοένα και πιο βαθιά
αίμα και πέτρες
καθώς σκύβουν τα παράξενα κίτρινα κτήρια
με την κλειστή μυρωδιά του καπνού.
Απ’ τα σκουριασμένα παράθυρα προβάλλουν στόματα,
χέρια και πόδια ερωτηματικά της μνήμης•
ανάσα δίχως πάτο κι οι πέτρες κυλούν ολοένα και
πιο μέσα μου κόβουν το σώμα ολοένα
και πιο απολαυστικά διαγράφοντας την τροχιά
Απ’ την ανάσα του αγγέλου
που κάποτε απόρησε στην ιδρωμένη πέτρα.
Το πτώμα του, λέει, το βρήκαν τσαλακωμένο
στα βράχια της Παναγίας. Δεν ξαναρώτησα ποτέ
γι’ αυτόν
Από τότε άλλωστε τα λεωφορεία σ’ αυτήν την πόλη
γυρνούν το βράδυ μοναχά μ’ έναν ή δυο γέρους
επιβάτες

(από μικρός μπέρδευα τα ηλεκτροφόρα σύρματα
μ’ εκείνα που πάνω τους άπλωνε η μητέρα τα ρούχα)

Πόλη
υψώνεις στήλες τσιμέντου
στις κόρες των ματιών μου
Στους δρόμους σκοτεινιάζει αργά και δύσκολα.
Σπίτι παλιό παγιδευμένο στο μπετό
παλιά πορνείο και τώρα μπαρ
και μου ’λεγες πως όλα αλλάζουν…
Όχι λοιπόν. Το προϊόν μονάχα αλλάζει. Ο εθισμός
της χρήσης
–όπως κι η αγάπη άλλωστε– «ουδέποτε εκπίπτει».
Η πώληση εξακολουθεί να μετρά με τα αισχρά
της ψηφία
το αίμα.

Πουλήστε λοιπόν. Πουλήστε άφοβα και ακριβά•
όσο το δυνατό περισσότερο κέρδος απ’ τα δόντια,
τα νύχια και τις υποκλίσεις σας.
Το ξέρετε καλά πως πια δε σας μένουν και πολλά.

Ασθμαίνοντας ανεβαίνω την πόλη
με φόβο μην και προλάβει στα σπλάχνα μου
και χτιστεί κάποια άλλη πόλη στη σκιά
αυτής που ανεβαίνω.

Μιχαλόπουλος Χαρίλαος, «Μπαρ «Το νησί»», Γεωγραφία Δωματίου, εκδ. Στοχαστής 2000, σ. 11-12.