Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Δε γεννήθηκα σε αρχοντικό της συνοικίας του Αϊ-Γιάννη, ούτε σε κάποιο που μετακομίσαμε μετέπειτα της Δεξαμενής. Οι γηγενείς δε μας καταδέχονταν, μας θεωρούσαν πρόσφυγες από τη Μυτιλήνη, κι εμείς, για να τους πάμε κόντρα, εκθειάζαμε το νησί μας, τους άρχοντες καραβοκύρηδες, τους νοικοκυραίους λαδέμπορους, που ήξεραν να γλεντάν και έφτιαχναν τσίπουρα και ούζα, μεζέδες ανατολίτικους. Βέβαια όλα αυτά ήταν υπερβολικά, αλλά θέλαμε να παραστήσουμε τους σπουδαίους, να υπερηφανευτούμε. Στη Μυτιλήνη δε μας έλειπε η τροφή, αλλά αυξηθήκαμε, γεννοβολούσαμε, ήμασταν καλά βολεμένοι. Αυτό ήταν και το αδύνατο σημείο μας. Εξαιτίας του υπερπληθυσμού μας γίναμε πρόσφυγες.

Και να πώς: το 1928 στην Καβάλα είχαν προστεθεί είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες στον πληθυσμό της πόλης και στοιβάχτηκαν οι περισσότεροι στη συνοικία της Παναγίας, σε ανταλλάξιμα σπίτια των Τούρκων. Σε κάθε στενάχωρο σπιτάκι εγκαταστάθηκαν τρεις και, πολλές φορές, τέσσερις οικογένειες προσφύγων. Αποτέλεσμα ήταν να πνιγεί η περιοχή στα λύματα, στις ακαθαρσίες, και σε ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, χωρίς τρεχούμενο νερό και αποχέτευση. Δύσκολα χρόνια. Τα ποντίκια θέριεψαν, αποθρασύνθηκαν, έμπαιναν στα σπίτια και ενώ κοιμόνταν οι άνθρωποι ροκάνιζαν τα πιο μαλακά μέλη τους, το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, τη μύτη, την απόληξη των αυτιών, γλυκά και, μάλιστα, χωρίς να το παίρνουν είδηση. Έγιναν ο εφιάλτης του κόσμου, θέριζαν οι μολυσματικές ασθένειες.

Ο τότε δήμαρχος της Καβάλας κατάλαβε πως, επειδή δεν υπήρχαμε στην πόλη σε μεγάλους πληθυσμούς, το πρόβλημα της υγείας διογκωνόταν. Γι’ αυτό επέμεινε να έρθουμε, επειδή έμαθε πως στη Μυτιλήνη περισσεύαμε. Όταν τα συνεργεία του μας εγκλώβισαν, έπεσε κλάμα και οδυρμός στις ρούγες. Χωρίζονταν οικογένειες, οι ηλικιωμένοι παρακαλούσαν «αφήστε μας να τελειώσουμε ειρηνικά τις μέρες μας εδώ, μη μας τραβολογάτε», οι γονείς παρακαλούσαν «πάρτε και τα παιδιά μας, μη μας χωρίζετε», οι γυναίκες έκλαιγαν που άφηναν έτοιμα σπιτικά, στρωμένα και ξενιτεύονταν στο άγνωστο, οι γριές μοιρολογούσαν. Αυτοί ήταν ανένδοτοι. Μας πέταξαν στα αμπάρια του φορτηγού πλοίου χωρίς έλεος. Υποφέραμε στο ταξίδι, ζάλη κι εμετός στην ημερήσια διάταξη, έκλαιγαν τα μικρά, άσε την πείνα και το κρύο, δε μας άφησαν να πάρουμε το παραμικρό σαν τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, το ίδιο και χειρότερα.

Στην Καβάλα μάς άδειασαν σε μια μαούνα που μύριζε καπνό, γιατί μετέφερε τα δέματα στα μεγάλα φορτηγά που έδεναν αρόδο — η πόλη δεν είχε ακόμη λιμάνι. Μας μάντρωσαν σε κλούβες και με αραμπάδες μας ανέβασαν στη συνοικία της Παναγίας, όπου μας απελευθέρωσαν. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε κρυψώνες, παντού παστωμένοι, κάτισχνοι και απελπισμένοι πρόσφυγες, που ωστόσο μας καλοδέχτηκαν σαν σωτήρες.

Οι πρόγονοί μου χτύπησαν υπερωρίες για να καθαρίσουν τη συνοικία, θυσιάστηκαν γενιές ολόκληρες, πού να σκεφτούν τη λούφα και το καθισιό. Δούλεψαν με την ψυχή τους, δεν πρόλαβαν να ξεκουραστούν, κάποιοι θυσιάστηκαν στο κυνήγι του εχθρού.

Χάρη σ’ αυτούς μπορώ να τεντώνω σήμερα το λεοπαρδαλί κορμί μου, τα ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού, και να μην κυνηγώ πια ποντίκια. Μ’ αρέσει το χουζούρι, το αραλίκι, αρκούμαι στα ψαροκέφαλα από τις ταβέρνες της συνοικίας, αλλά και σε ό,τι μου τρατάρουν οι γιαγιάδες της Παναγίας, που έμαθαν να μας αγαπούν, γιατί σώσαμε κάποτε την πόλη και τους κατοίκους από τα ποντίκια και τις αρρώστιες τους.

Χαρπαντίδης Κοσμάς, «Μανία Πόλεως», Κέδρος, 2009, σ. 23-27