Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Κάποιο βράδυ του Νοέμβρη…

α΄. —Ο Μήτσιος Καστρινός

Ο Μήτσιος Καστρινός, κατέβαινε το βράδυ εκείνο —Νοέμβρη μήνα, τέλος του Χινόπωρου— κατά τη Λειβαδιώτη, στο Μώλο.

Ήταν δα ο πιο συνηθισμένος του περίπατος• στη Λειβαδιώτη είχε γεννηθεί κι εικοσιτέσσερα χρόνια της ζωής του, εκεί τα είχε ζήσει.

Είχε πια —κατηφορίζοντας— προσπεράσει τις Καμάρες, άφησε δεξιά του το δρόμο που πάει κατά τη Μητρόπολη και τη Σιαράβα, και προχωρώντας, κόντευε να φτάσει στο μεγάλο πλάτανο, εκεί που το καλοκαίρι πουλούν τα μπρακμαδίτικα πεπόνια.

Τα μαγαζιά είχανε κιόλας κλείσει.

Η ερημιά του Παζαριού και μιαν ανάλαφρη, μα τσουχτερή ομίχλη, τον έκαναν να ριγήσει• σήκωσε βιαστικά το γιακά του παλτού του.

Σα βγήκε μεσ’ από τη θλίψη του ψυχρού κι υγρού εκείνου βραδινού, μια φρικτή εικόνα ζωντάνεψε μέσα του απ’ τα παλιά.

Θυμήθηκε πως στα Δώδεκα, στον αποκλεισμό, όταν οι δικοί μας πολεμούσαν με το Μπιζάνι και το κρύο τις αντικρινές κορυφογραμμές, ένα πρωινό, καθώς ανέβαινε προς το Παζάρι, σ’ ένα χοντρό κλαρί του πλάτανου, είδε να κρέμεται από μια τριχιά, ένας ξυπόλυτος ρωμιός χωριάτης.

Μια φρικτή γκριμάτσα είχε παγώσει στ’ ωχρό κι αδυνατισμένο πρόσωπό του κι ένα μεγάλο άσπρο χαρτί γεμάτο τούρκικα καλλιγραφημένα γράμματα, σκέπαζε ολόκληρο το στήθος του: ήταν το ιλιάμι κι έγραφε την καταδίκη του.

Κάπου-κάπου, το φρικτό εκείνο πράμα, κουνιόταν μονοκόμματο από κάποια ριπή αγέρα.

Εκείνη την ημέρα, είχανε κρεμαστεί ισάριθμοί ρωμιοί, στα πέντε πιο μεγάλα πλατάνια των Γιαννίνων.

Ο Μήτσιος Καστρινός, τυλίχτηκε πιο πολύ στο παλτό του και προχώρησε κατά το Κουρμανειό.

Όγκος σκοτεινός, θολός μέσα στη βραδινή ομίχλη, διαγραφόταν στο χειμωνιάτικο ουρανό, το Κάστρο.

Ένας πύργος βουβός και ραγισμένος σα ρημαγμένο σκέλεθρο, υψωνόταν απάνου του, το Ρολόι.

Μέσα στο σκοτάδι, φαντάστηκε, σα να ξεχώριζε κιόλας στις πολεμίστρες τους τα τούρκικα κανόνια και τέντωσε τ’ αυτί του. Θυμήθηκε τα Ραμαζάνια τους και να!… αισθάνθηκε, σα να τραντάχτηκε ολόκληρος από το τόπι, που κάθε βράδυ, ένα μήνα ολόκληρο, έπεφτε από το Κάστρο, στις δώδεκα η ώρα (με τη δύση του ηλιού), για να πληροφορήσει τους πιστούς του Μωάμεθ, ότι τελείωνε η νηστεία της μέρας πούχε φύγει.

Βιαστικοί-βιαστικοί περνούσαν τότε οι Χριστιανοί, για να κλειστούν στα σπίτια τους. Κι όσοι καθόταν μέσα στο Κάστρο, βιαζόταν ακόμα πιο πολύ, για να προλάβουν να μπουν σ’ αυτό, προτού σφαλίσει η βαριά, η ασήκωτη πόρτα με τα τεράστια καρφιά.

Που και που, κανένα φανάρι πετρελαίου, αγκομαχούσε να σκίσει τα φοβισμένα σκοτάδια.

Είχε πια φτάσει κάτου απ’ το Ρολόι το καραβοτσακισμένο κι ετοιμόρροπο. Κάτι του πέρασε στο νου, και χαμογέλασε μέσα στο σκοτάδι.

—Το Ρολόι του Κάστρου, είπε μέσα του.

Θυμήθηκε κάτι χειμωνιάτικα βράδια, όταν ο άγριος βοριάς παράσερνε, κατά ριπές μαζί του τους ήχους της καμπάνας του, που κάποτε, χαρβαλιασμένη, βαρούσε, βαρούσε… ασταμάτητα τις ώρες, ως που να φτάσει ο άνθρωπος που το φρόντιζε για να το σταματήσει. Μια βραδιά, είχε —θυμάται— μετρήσει εκατόν δώδεκα χτύπους.

—«Απολύθηκε», λέγαν στα Γιάννινα για όσους δεν ήξεραν τι και πόσα βγάζαν από το στόμα τους, «σαν το Ρολόι του Κάστρου».

Έριξε ένα μάτι στην «Πόρτα του Κάστρου» και θυμήθηκε το ξύλινο γεφύρι με τα κάγκελα που ένωνε την πόλη με το εσωτερικό του απάνου απ’ το χαντάκι που το τριγύριζε, και που, αρχίζοντας από το Μώλο, τελείωνε στα Ψαράδικα, κάτου στη Σκάλα, σε πλάτος έξη-εφτά μέτρων.

Ο Μήτσιος Καστρινός, προχωρούσε τώρα κόβοντας τη βραδινή ομίχλη, απάνου στο δρόμου που —πάνε τώρα καμμιά σαρανταριά χρόνια— σκέπασε γεμίζοντάς τη με χώμα, τη «Ντάμπια», όπως συνήθιζαν τότε να λεν αυτή την τάφρο.

Και θυμήθηκε κάτι σαραβαλιασμένα ξύλινα σπιτάκια έτοιμα θαρρείς να σωριαστούν, γραφικά μέσα στην ανισορροπία τους, που άρχιζαν εκεί ακριβώς που τελείωνε το λιθόκτιστο παραπέτο του «Χαντακιού», σχηματίζοντας τη δεξιά πλευρά των σπιτιών της Ρούγας, της λιθόστρωτης και καλντεριμωτής, με τ’ αυλάκι στη μέση, για τα βρόχινα νερά.

Τα παλιόσπιτα αυτά, από το πίσω μέρος, στηριζόταν σε ξύλινα δοκάρια μπηγμένα στο πλευρό της Ντάμπιας και τη γέμιζαν με όλα τα απορρίμματά τους• αγκάθια κι αγριόχορτα, πρασινισμένα νερά και μπάρες γέμιζαν το βυθό του «Χαντακιού».

Θυμήθηκε κατόπι τη μαχαλιώτισσά του την κυρά Στέρω, που μολογούσε πάντα με φρίκη για τα τζίνια, που συχνά τα βράδυα τ’ άκουε, πότε να στριγγλίζουν και πότε να νιαουρίζουν, πότε να γλεντούν με βιολιά και πότε να γελούν με χάχανα, πίσω από το σπίτι της στη Ντάμπια.

Να και το σπίτι του κυρ-Σιμέλ, που είχε πιάσει —θυμόταν— φωτιά, σαν ήταν μικρός, πολύ μικρός.

Σε κάθε τότε έκρηξη πυρκαϊάς, ένα τόπι από το Κάστρο, ειδοποιούσε κάθε φορά την τρομαγμένη πόλη για τον κίνδυνο, και τους τουλουμπατζήδες, για να τρέξουν με τις κάντζιες και τη χειροκίνητη αντλία.

Από κει, θυμήθηκε τον τρόμο που έσφιγγε τις καρδιές όλης της Ρούγας και της Λειβαδιώτης, όταν έπαιρνε φωτιά κανένα σπίτι μέσα στο Κάστρο, μην τύχει κι αρπάξουν κι ο τζιουμπαχανές κι οι μπαρούτες τ’ Αλή-Πασιά, που μόλα ταύτα κανένας να πει πού ήταν ακριβώς, δεν ήξερε. Άλλοι λέγαν, πως —δε μπορεί!— τόσον καιρό, οι μπαρούτες, θάχαν χαλάσει• άλλοι όμως πίστευαν, πως αν τύχαινε κι έπιαναν φωτιά, όλα τα Γιάννινα θα τιναζόταν στον αέρα…

Ο άγριος Βεζύρης, κυνηγούσε, θαρρείς, ακόμα, μέσα στα χρόνια που διάβαιναν, τα σκιαγμένα Γιάννινα, με τη φρίκη του θρύλου του!

Ο Μήτσιος Καστρινός, προχωρώντας, είχε χαθεί μέσα στο σκοτάδι και στα παλιά, τα περασμένα χρόνια.

Δεξιά του τώρα αντίκρισε, πελώριο μέσα στη σκοτεινιά, το πράσινο τείχος που φκιάναν οι λεύκες και τα πλατάνια του Μώλου τ’ Αμπντουλλά, εκεί που στην εμποροπανήγυρι πουλιούνται τώρα τα μάλλινα, κι όπου ήταν το δεύτερο ξυλένιο γεφύρι της Ντάμπιας.

Πιο βαθύτερα, μάντεψε μια σιδερένια πόρτα που ανοίγεται ακόμα στον τοίχο του Κάστρου, αρκετά πιο ψηλά από το επίπεδο του Μώλου, και που σε όλη του τη ζωή τη θυμόταν κατάκλειστη και χορταριασμένη, σαν πίσω από κάποιο φρικτό δράμα.

Κι από κει, ο νους του πήγε στην κυρά-Ρούσσιο τ’ Μιραλάι, την ψηλόκορμη σαν περήφανη λεύκα γριά, με τα μεγάλα μάτια και τα καμαρωτά τα φρύδια, τα κάτασπρα μαλλιά και το τσεμπέρι, που κάθε βράδυ χειμώνα —ήταν δα σπιτιακή στο πατρικό του— μέσα στη θαλπωρή της κρεβατοκάμαρας, έπρεπε να του πει το παραμύθι με τις Λάμιες, τον Αράπη με το τ’πούζι που είχε το ένα αχείλι του στον ουρανό και τάλλο στη γης, τις Όμορφες του τόπου που μαρμάρωναν τα παλληκάρια, τους Αντρειωμένους πούπαιζαν τα βουνά πεντόβολα κι έφκιαναν με τα δέντρα τριχιές, το μαρτύριο και τη ζωή του άγιου ή της άγιας της ημέρας, τα κρυστάλλινα παλάτια, τ’ αθάνατα νερά, τους Δράκους, τις Ξωτικές, τα Τζίνια.

Ένας κόσμος αλλόκοτος, τερατώδης, υπερφυσικός, ξύπνησε μέσα του μονομιάς.

Και θυμήθηκε τότε την Ξωτικιά, που πήγε, λέει, να ξεγεννήσει η κυρά-Ρούσσιο, ένα βράδυ, μεσάνυχτα, μέσα στο Κάστρο. Ήρθαν, λέει, και την πήραν βιαστικά και τη μπάσαν, λέει, από κείνη τη σιδερένια, την κατάκλειστη και χορταριασμένη πόρτα• και σαν έφτασε, λέει, στη λεχώνα, είδε πως ήταν, λέει, μια γκαστρωμένη γκουστερίτσα, σαν αυτές, που τόσο συχνά τις έβλεπε στο Μώλο, με τα γλυκά και τα τρυφερά τους μάτια, και τόσο λυγερές και σβέλτες κι όμορφες, σαν κάποιες θαυμάσιες μινιατούρες.

—«Να μην πειράζεις, γυιέ μου, τις γκουστερίτσες», τούλεγε η κυρά-Ρούσσιο τ’ Μιραλάι, με τα μεγάλα μάτια και τα καμπυλωτά τα φρύδια, η γριά η περήφανη, σαν ψηλόκορμη λεύκα, «γιατ’ είναι Ξωτικές!».

Αριστερά μου, τώρα είχε ξανοίξει η Λειβαδιώτη κι ο Μώλος και πατούσε τα νοτισμένα από την υγρασία πλατανόφυλλα, πούχαν αρχίσει πια να πέφτουν, κιτρινισμένα και νεκρά.

Μαύρα πυκνά σύννεφα, σχημάτιζαν απάνου του θόλο πηχτό. Σκοτεινή αντανάκλαση άπλωνε μια πλατειά φρίκη στ’ ακίνητα σχεδόν νερά της Λίμνης. Μπροστά του, στο βάθος —κοντινό τείχος— μάντευε το βαρύ τον όγκο του Μιτσικελιού. Ψυχρό αεράκι έκανε τα δέντρα να ριγούν στ’ απομεινάρια της φυλλωσιάς τους.

Αριστερά του, ξεχώρισε την παράταξη των σπιτιών του Μώλου.

—Να!… τα πατρικά του!…

Χορός από ωχρές μορφές, τον περιτύλιξαν απ’ τα παλιά… Τίποτε δε ζούσε• μόνο το ριγηλό ψιθύρισμα των δέντρων κι ένα φωσάκι κάποιου τζομπάνη στις πλαγιές τ’ αντικρυνού βουνού.

Ένα σκυλάκι άρχισε να γαυγίζει ανήσυχα μέσα στη σκοτεινιά.

Ο Μήτσιος Καστρινός, σφίχτηκε πιο γερά στο παλτό του, και βίασε το βήμα κατά το Μαβίλη, στο ξέφωτο.

Απ’ τον αντικρυνό Τεκέ του Γαζή Βρενόζ —παλιά εκκλησιά τς’ Άια-Τριάδας—φώτα ωχρά λερώναν το σκοτάδι, που μάταια πολεμούσε να πνίξει στη μαύρη του αγκαλιά τους πουλημένους και σιχαμερούς έρωτες, που κρυβόταν τώρα στο παλιό εκείνο Τέμενος. Βραχνό τραγούδι σε αχό κυματιστό και σε ρυθμό που ζωντάνευε την πανανθρώπινη κίνηση, έσβησε μέσ’ τ’ αυτιά του.

Πήρε βιαστικός το δρόμο προς τ’ απάνου, έχοντας δεξιά του τα Μποστάνια.

Θυμήθηκε το παλιό, το χαλασμένο καλντερίμι, που γέμιζε το χειμώνα ένα γόνα λάσπη κι όπου κάποιο βράδυ είχε αφήσει ένα του γαλότσι.

Πιο πάνου, στο Νοσοκομείο, είδε φωτισμένο το δωμάτιο του χειρουργείου• εικόνες πόνου και σπαραγμού χοροπήδησαν μπροστά του φευγαλέες.

Περνώντας απ’ τον Άι-Νικόλα, έκανε το σταυρό του, και θυμήθηκε τον Παπά-Κρομμύδα.

Ξαφνικά, βρέθηκε στην Αγορά…

Τα ηλεκτρικά, πλημμύριζαν με φως το δρόμο κι οι τελευταίοι διαβάτες, περνούσαν βιαστικοί στα πεζοδρόμια.

—Ας πάμε, είπε μέσα του κατά την Πλατεία, να ιδούμε και κανένα γνωστό.

Μα ίσως να προτιμούσε να πάει στο σπίτι, να ξαπλώσει, να βάλει και το ραδιόφωνο.

Δημ. Στ. Σαλαμάγκας, «Κάποιο βράδυ του Νοέμβρη, α’ Ο Μήτσιος Καστρινός», Άπαντα, εκδόσεις Παπαζήση, τ. 4, σ. 7-14.