Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η μεγάλη γιορτή

Η πόλη είχε φορέσει τα καλά της. Η λευκότητα του λουλακιού στο βάψιμο των σπιτιών και των καταστημάτων της κεντρικής οδού φάνταζαν την πόλη ως νύφη που έχει στολιστεί για να περάσει το μήνα του μέλιτος. Κλώνοι από φοίνικες και δάφνες είχαν πλεχτεί γύρω απ’ τις κολώνες και τα δέντρα. Στα κεντρικά σημεία υπήρχε σε μεγάλες διαστάσεις το σύμβολο της Εθνικής Επανάστασης. Ένας φοίνικας αναγεννημένος. Το λογότυπο «21 Απριλίου 1967» και τα μεγάφωνα να παίζουν στη διαπασών. Τραγούδια διαλεχτά που ταίριαζαν για τη μεγάλη στιγμή. Ο κόσμος είχε πλημμυρίσει τις δυο πλευρές του δρόμου και με σημαίες περίμενε το φιλοξενούμενο επισκέπτη. Κάποιοι φώναζαν το όνομά του δυνατά τόσο που ο ήχος έμοιαζε με βούισμα μέλισσας. Τα μικρά παιδιά κυμάτιζαν τις σημαίες και προσπαθούσαν να κινήσουν το ενδιαφέρον των ενηλίκων. Οι περισσότεροι φορούσαν κοστούμια. Ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, εκπαιδευτικοί και φοιτητές. Φορούσαν τα καλά τους για να τιμήσουν το μεγάλο γεγονός, την επίσκεψη ενός υψηλόβαθμου στελέχους της κυβέρνησης. Λίγες φορές είχαν την ευκαιρία να δουν από κοντά υπουργούς της πολιτείας.

Από το σπίτι μου, που βρισκόταν στο άνοιγμα της λίμνης έως το δρόμο που ανεβαίνει προς την κεντρική λεωφόρο, οι άνθρωποι έμοιαζαν με μυρμήγκια. Περίμεναν τον υψηλό καλεσμένο, τον υπουργό Εσωτερικών.

Κάπου ήθελαν να τελειώσει αυτή η αναμονή καθώς έμοιαζαν να κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα.

Η διαταγή δόθηκε στις Δημόσιες υπηρεσίες. «Οι υπάλληλοι, οι μαθητές και οι φοιτητές να παρευρίσκονται για να υποδεχτούν τον καλεσμένο.» Με διαφημιστικά χαρτιά και με ειδοποιήσεις από στόμα σε στόμα έκαναν τον κόσμο να καταλάβει πως πρέπει να βρίσκεται στην υποδοχή. Το κεντρικό συμβούλιο της κυβέρνησης θεώρησε απαραίτητο να στείλει ένα στέλεχος στην Ήπειρο. Κάποιοι φόβοι από τις δηλώσεις του Χότζα, κάποιες ύποπτες κινήσεις στα αλβανικά σύνορα έβαλαν σε σκεπτικισμό τον πρωθυπουργό. Δεν ήθελε να πάει ο ίδιος, γιατί θα φανέρωνε την ανησυχία του. Έπειτα είχε εμπιστοσύνη στον Δημήτρη. Είχε όρεξη για δουλειά και ήταν από τους καλύτερους στην κυβέρνηση. Πίστευε πως θα έφερνε σε πέρας την αποστολή. Άλλωστε τα πράγματα πήγαιναν ομαλά, αφού είχαν περάσει ανώδυνα την πολιτική κρίση. Άναψε ένα τσιγάρο και πήρε το τασάκι του γραφείου κοντά του. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε κάτω. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από κόσμο που πήγαινε να εργαστεί. Κούνησε το κεφάλι και τράβηξε την κουρτίνα. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Πήρε το τηλέφωνο και σχημάτισε το νούμερο του Δημάρχου της πόλης. Περίμενε για λίγο και με το γνωστό του αυστηρό τρόπο, άρχισε να φωνάζει γιατί πίστευε πως όλα γίνονται με την επιβολή.

Ο υπουργός έφτασε με την πτήση της Ολυμπιακής. Τον περίμενε η υπουργική Μερσεντές, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Του πρότειναν να φτάσει μέχρι τη λίμνη με το αυτοκίνητο και έπειτα να ενωθεί με το λαό. Δυο τροχονόμοι σταμάτησαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα και μπήκαν μπροστά. Γρήγορα έφτασαν στον προορισμό τους. Όταν η πόρτα της μαύρης λιμουζίνας άνοιξε ο καλεσμένος συνάντησε τη δημοτική αρχή και τον υπεύθυνο αξιωματικό. Του υπέδειξαν να πάει στην απέναντι πλευρά όπου τον περίμεναν τρεις στρατιώτες του πεζικού. Αυτοί τον οδήγησαν σε ένα μεγάλο κτήριο. Στην είσοδο βρισκόταν ένα άσπρο άλογο που το κρατούσαν από τα γκέμια δυο νεαροί. Ο υπουργός πρόσεξε πως το άλογο ήταν ανήσυχο και γι αυτό το χάιδεψε στα πλευρά. Αυτό κούνησε την ουρά και περίμενε την επόμενη κίνηση. Πράγματι ανέβηκε επάνω του και κράτησε σφιχτά τα γκέμια. Ήταν παλιός αναβάτης και γνώριζε καλά τι πρέπει να κάνει. Έστρεψε το πρόσωπο του αλόγου προς το μέρος του δρόμου και του έδωσε ώθηση για να ξεκινήσει. Γρήγορα μπήκε μπροστά και άρχισε να διαβαίνει τον κεντρικό δρόμο. Βάδισε γύρω στα πενήντα μέτρα όταν έσμιξε με το πλήθος του κόσμου. Τότε τα χειροκροτήματα, οι ιαχές, τα ζήτω του ανέβασαν το ηθικό. Όταν φώναξαν τ’ όνομά του τότε του ήρθε να κλάψει. Σκέφτηκε πόσο φτωχά μεγάλωσε και πως μόνο ο στρατός του πρόσφερε μια θέση εργασίας. Ανέβηκε στην ιεραρχία, έγινε αξιωματικός και να που τώρα είναι υπουργός χάρη στην Επανάσταση. Πού είσαι μάνα να με δεις, μονολόγησε και σήκωσε το κεφάλι περήφανα και κοίταξε στο βάθος. Είδε σημαίες, σύμβολα του αγώνα, απόδειξη πως πάνε καλά. Κανείς δεν είχε τόσο κόσμο, ούτε ο Καραμανλής, ούτε ο Παπανδρέου. Εμείς απευθυνόμαστε στο λαό και προερχόμαστε απ’ αυτόν. Γι αυτό και το έργο μας αναγνωρίζεται. Θα περάσουν τα χρόνια και θα μας γράψει η ιστορία με χρυσές σελίδες, σκέφτηκε. Έσφιξε τα δόντια για να δείχνει αποφασιστικότητα και πρόβαλε το στήθος για να φαίνεται αγέρωχος και άξιος σαν τους προγόνους του. Θα είχε διανύσει πολλά μέτρα όταν είδε πως στα αριστερά είναι η πλατεία που θα έβγαζε το λόγο. Τάχυνε το άλογο και ξεπέζεψε με τη βοήθεια των ανθρώπων της συνοδείας. Πρόσεξε πως στη μέση υπήρχε μια ψηλή εξέδρα από την οποία θα μιλούσε. Ένιωσε ευχαρίστηση, γιατί ήθελε να βλέπει τον κόσμο και να ελέγχει τις κινήσεις του. Πάτησε πάνω στο χαλί που είχε στρωθεί και προχώρησε προς το βάθρο. Όπως περπάτησε το πόδι του μπλέχτηκε μες στο καλώδιο του ηλεκτρικού ρεύματος. Γύρισε σαν σβούρα έχασε την ισορροπία και ταβλιάστηκε πάνω στην εξέδρα. Από το πλήθος βγήκε ένα «αχ!» και μια σιγή λίγων δευτερολέπτων. Έπειτα πολλά γέλια. Τα περισσότερα ήταν απ’ τα μικρά παιδιά. Όταν οι φωνές δυνάμωσαν τότε ανέβηκε επάνω ο αξιωματικός της Χωροφυλακής και έβαλε τις φωνές.

«Σκασμός άξεστοι» ούρλιαξε και η φωνή του ενώθηκε με μια απέραντη σιγή. Κόρδωσε το στήθος και με βλέμμα οργής τους κοίταξε. Συναντήθηκε με όλους εκείνους που είχαν επισκεφτεί το τμήμα και τους άλλους που σίγουρα θα έρχονταν αν δεν συμμορφώνονταν.

Έβαλε τα χέρια στη μέση και περίμενε ν’ ανέβει στο βήμα ο εκπρόσωπος της Εθνικής Επανάστασης ο υπουργός Εσωτερικών. Ένιωσε πως έχει κι ο ίδιος μεγάλο κύρος και φούσκωσε τα πνευμόνια του από περηφάνια.

Ο κύριος υπουργός τράβηξε τα μανίκια, τέντωσε το σακάκι έφτιαξε τη γραβάτα και ήταν έτοιμος να μιλήσει. Είχε κάνει πολλές πρόβες στο σπίτι και ένιωθε σίγουρος για την επιτυχία. Σήκωσε το χέρι και με το δάχτυλο έδειξε ψηλά, εκεί που οδήγησε η Επανάσταση την Ελλάδα.

«Έπρεπε να αποφύγουμε τον εξ ανατολής κίνδυνο και τα καταφέραμε, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Η πατρίδα είναι περήφανη για τα τέκνα της Επανάστασης που με το στρατό επανέφεραν την τάξη. Εμείς θα συνεχίσουμε την ανόρθωση της οικονομίας και θα πατάξουμε κάθε φοροδιαφυγή. Ακόμη όλη η πατρίδα μοιάζει με εργοτάξιο. Δρόμοι, γεφύρια, κατασκευάζονται παντού. Η Ήπειρος δεν είχε δρόμους και με τη στρατιωτική υπηρεσία της ΜΟΜΑ ασφαλτοστρώθηκαν πάρα πολλά χιλιόμετρα. Δώσαμε άδειες ταξί και λεωφορείων σε φτωχούς και έπεσε η ανεργία στην επαρχία. Και ακόμη δεν έχετε δει τίποτα. Στο μέλλον η Ελλάδα όχι μόνο θα φτάσει τις προηγμένες χώρες αλλά θα τις ξεπεράσει…»

Μιλούσε ακατάπαυτα, χωρίς να πάρει ανάσα. Κάποια στιγμή απευθύνθηκε στο πλήθος. Τους ρώτησε αν είχαν κανένα πρόβλημα για να το μεταφέρει στην κυβέρνηση. Και ενώ κανείς δε μιλούσε σήκωσε το χέρι ένας ηλικιωμένος. Του έκανε νεύμα για να ξεκινήσει. Ήταν ένας ασπρομάλλης που δεν τον γνωρίζαμε καλά και που άρχισε να κατηγορεί την κυβέρνηση, γιατί καθυστερεί τα έργα ανοικοδόμησης και αυτό το γεγονός τον ανησυχεί. «Αλλά», είπε «είμαστε τυχεροί που έχουμε τέτοια άξια κυβέρνηση…»

Όταν τελείωσε ο λόγος του, ο υπουργός χαμογέλασε, όπως και οι ακόλουθοί του. Μεσολάβησε μια ευχάριστη αναμονή και ύστερα σήκωσε το χέρι ένας εργάτης. Όταν του δόθηκε ο λόγος ζήτησε να του πουν που βρίσκεται ο πατέρας και ο θείος του.

«Τους πήρανε ένα βράδυ και έχουμε μήνες που δε γνωρίζουμε νέα τους αλλά και πού βρίσκονται…»

Σήκωσε το χέρι και απευθυνόμενος στο πλήθος έκανε το ερώτημα. «Υπάρχει ελευθερία, σ’ αυτό τον τόπο;» Δεν πρόλαβε να συνεχίσει. Τον έπιασαν πέντε χωροφύλακες και τραβώντας τον οδήγησαν στην κλούβα. Μια παράξενη ατμόσφαιρα δυσφορίας απλώθηκε στον κόσμο και μερικοί φώναξαν «Λευτεριά στους πολιτικούς κρατούμενους», «Ελλάς Ελλήνων φυλακισμένων». Με αστραπιαίες κινήσεις άντρες της Ασφάλειας εντόπισαν αυτούς που διαμαρτυρήθηκαν, τους φόρεσαν χειροπέδες και τους παρέδωσαν στους αστυνομικούς. Η απρόσμενη κατάσταση έφερε αναταραχή και πολλοί θέλησαν να αποχωρήσουν. Οι απειλητικές φωνές και οι σπρωξιές φόβισαν τους ενδιαφερόμενους και έμειναν στις θέσεις τους. Ο αξιωματικός της χωροφυλακής έβαλε στριγκλιές και ακούμπησε τη θήκη του όπλου του. Τέντωσε τα πόδια και σαν γνήσιος ρίνγκο ετοιμάστηκε για τη μονομαχία. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και τα χέρια του έτρεμαν. Χρόνια περίμενε να έρθει κάποιος επίσημος και να απονείμει τα εύσημα. Και να που κάτι παιδάρια θα του τα χαλάσουν.

«Αν μπορείτε, συνεχίστε, ήθελε να πει και θα δείτε».

Η δύναμη του ισχυρού με το πιστόλι στον κρόταφο επανέφερε την τάξη. Άλλωστε οι παρευρισκόμενοι δεν ήθελαν να τους βρουν σκοτωμένους και πεταμένους σε κανένα χαντάκι. Έτσι επανήλθαν στην απόλυτη νιρβάνα και σαν υπνωτισμένοι περίμεναν τις εντολές του θηριοδαμαστή, ώστε να συνεχίσουν.

Ο υπουργός έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τον ιδρώτα. Θέλησε να πει κάτι ενθαρρυντικό και φώναξε.

«Χαίρομαι που βρίσκομαι στα Γιάννενα, στην πρωτεύουσα της αρχαίας Αμβρακίας». Με το τέλειωμα της φράσης, όλοι τον κοίταξαν με αμηχανία. Μια φωνή ακούστηκε που διόρθωσε τον υπουργό.

«Κύριε υπουργέ, η πρωτεύουσα της αρχαίας Αμβρακίας είναι η Άρτα». Ο υπουργός θύμωσε και η φρουρά έφερε το μαθητή, σέρνοντάς τον μπροστά του. Τον κοίταξαν στα μάτια και τον ρώτησαν.

«Γιατί προσβάλλεις, τον υψηλό καλεσμένο;»

Εκείνος με όλο το θάρρος που βρήκε, τόνισε πως αυτά που λέει τα έμαθε από το σχολικό βιβλίο. Τον άφησαν και κοίταξαν προς το μέρος της εξέδρας. Η συγκατάβαση και το ύφος έδειξαν πως ο νεαρός έπρεπε να μείνει ελεύθερος. Με ύφος περισπούδαστο ο υπουργός δικαιολόγησε το λάθος που έκανε. Κάπου όμως είχε χαλάσει η διάθεσή του. Έκανε μια υπόκλιση και το χειροκρότημα του πλήθους γλύκανε την πικρία του. Κατέβηκε από την εξέδρα και κατευθύνθηκε προς το κτήριο της Νομαρχίας που θα είχε συνάντηση υψηλού επιπέδου. Γύρω του έγινε ένας κλοιός από χωροφύλακες και στρατό. Η ατσάλινη ασπίδα προστάτεψε τέλεια τον κύριο υπουργό.

Η ανταπόκρισή μου στην εφημερίδα έφερε σάλο στα Γιάννενα όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τα νέα έγιναν γνωστά, αφού κατάφερα να τα στείλω και έξω στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι έμαθαν τι σημαίνει δικτατορία.

Η έκθεσή μου στο απυρόβλητο όχι μόνο με έκανε στόχο αλλά και με οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί γνώρισα το εσωτερικό πρόσωπο των συνταγματαρχών. Δυο χρόνια στη στενή και έπειτα έφυγα για τη Σουηδία όπου βρήκα δουλειά. Από τότε μένω στη Στοκχόλμη. Αν ξαναθυμήθηκα όλα αυτά είναι γιατί θα μου πάρουν συνέντευξη από την ελληνική τηλεόραση για την επέτειο της 21ης Απριλίου. Δεν ξέρω γιατί αλλά στην αρχή δε θέλησα να μιλήσω. Βλέποντας όμως να κυριαρχεί η λήθη και η ισοπέδωση της ιστορικής μνήμης αποφάσισα να μιλήσω σκεπτόμενος πως οφείλω να υπενθυμίσω στη νέα γενιά πως δε χρειαζόμαστε άλλη χειραγώγηση και κανένα καταναγκασμό, η κοινωνία θα πάει μπροστά μόνο όταν γίνει δικαιότερη και δημοκρατικότερη.

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, «Η μεγάλη γιορτή», Μια απρόσμενη συνάντηση Αϊνστάιν-Καραθεοδωρή, Αλδε, Αθήνα 2010, σ. 78-85.