Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Πυραμίδα ’67

Νύχτωνε πια. Το ταρακούνημα κρατούσε, η βροχή δυνάμωνε, η αποχτήνωση περνούσε κάθε όριο…

Στις εννιά τη νύχτα φάνηκαν μακριά, κάτω στον κάμπο, τα Γιάννενα: φώτα, φώτα, φώτα, δίπλα στη λίμνη!…

Η βροχή είχε κόψει λιγάκι…

—Τα Γιάννενα, ρε! Σηκώστε την κουκούλα! Ανοίξτε ρε, να δούμε!

Μα έκανε κρύο, μα ψιλόβρεχε ακόμα – τίποτα! Αυτοί ανοίξαν την κουκούλα και σηκώθηκαν όλοι ορθοί. Ακουμπώντας με τα δυο τους χέρια πάνω στο καπώ, οι μπροστά-μπροστά, πούχαν τώρα θεωρείο πρώτης, κι άλλοι δίπλα, δεξιά κι αριστερά, κι άλλοι όρθιοι, πεσμένοι πάνω από τους ώμους των μπροστινών τους, χαζεύανε με λαιμαργία τα φώτα!…

—Κοίτα, κοίτα ρε! Ξύπνα ρε να δεις τα φώτα!…

Αλλ’ αυτό δεν το περίμενες! Να τους σιχαθείς απόψε πάλι όλους τόσο πολύ!

Τ’ είναι ο άνθρωπος! Όσο ζύγωνε η πόλη, τόσο γίνονταν περσότερο, ολοένα περσότερο πλήθος, μάζα, με κοινή ψυχολογία! Ναι, ναι! Όλοι ετούτοι, που τώρα μόλις —μισή ώρα δεν ήτανε!— κοίταγε ο καθένας τους το τομάρι του, και βλαστήμαγε τα πάντα, τώρα, όσο ζυγώνανε, τόσο και ξέχναγαν. Κι όταν πια, τα πρώτα τρισάθλια χαμόσπιτα τούς ρούφηξαν, μες στους στενούς τους λασπωμένους δρόμους, με τα θαμπά τους τα φώτα, των πέντε κεριών, τα μυγοφτυσμένα, πάνω απ’ τις κλειστές βρωμόταβλες των μαγαζιών — τότε άρχισαν να τραγουδάνε όλοι μαζί!… Και φουσκώναν σα γαλιά, που ίσως τους βλέπουν δυο-τρεις εκεί κακομοίρηδες, νυσταγμένοι, μούρτζουφλοι, αργοπορημένοι στην ταβέρνα και στη μιζέρια. Αυτοί οι δυο-τρεις, γυρνούσαν τώρα σπίτι τους, με λασπωμένα παπούτσια, με τρύπιες σόλες, με κάλτσες βρώμικες, βρεμένες, μ’ ένα πουκάμισο λερό στο γιακά και τριμένο απ’ τον καιρό στα μανικέτια, μ’ ένα-δυο κουμπιά παράταιρα στο παλιό παλτό τους, κι άλλα ένα-δυο να λείπουν στο σακάκι τους. Θα γύριζαν σπίτι τους, και θα τους υποδέχονταν η οικογενειακή τους μπόχα. Θα ξαπλώναν σ’ ένα κρεβάτι, με σκουριασμένα πόμολα, με χαλασμένες τις βόλτες τους. Με γυναίκα ή χωρίς γυναίκα, ανάκατα εκεί με σεντόνια βρώμικα… Δυο-τρεις νυχτερινοί κακομοίρηδες, άθλιοι, κουρέλια! Κι όμως, αυτοί έφταναν για να καταφέρουν όλο εκείνο το λεφούσι, πάνω στ’ αυτοκίνητα, να ξελαρυγγιάζεται τόση ώρα τώρα, τραγουδώντας, όσο του ήταν δυνατό λιγότερο παράφωνα!

Καμαρώναν, κορδωνόντουσαν, κομπάζαν μέσα στο σκοτάδι, δίχως κανείς στ’ αλήθεια να τους βλέπει. Δεν πιστεύαν τίποτε απ’ όσα τραγουδούσαν. Κι όμως καμαρώναν και τραγουδούσαν, και κόμπαζαν, γιατί έτσι, έστω και ψέματα, έστω και ομαδικά, έλπιζαν να εισπράξουνε την προσοχή. Φουσκώναν με την ιδέα πως στα μάτια των άλλων, ήταν, μια φορά, «οι λεβέντες μας!» — όσο κι αν ξέραν αυτοί τί κακομοίρηδες ήταν! (Δεν πείραζε όμως! Έστω και ψεύτικα κλεμμένη, με απάτη κερδισμένη, λίγη εχτίμηση τη λιμάζανε!)

—Να πώς δουλεύει η μηχανή! Με κάτι τέτοια, φτηνά μέσα. Μαζεύεις ένα τσούρμο κακομοίρηδες· τους ντύνεις όμοια· τους φορτώνεις στα καμιόνια και τους περιφέρεις, τους περιφέρεις, τους περιφέρεις, μες απ’ τους δρόμους μιας πόλης. Κι αυτοί, όσο έξυπνοι κι αν είναι, δεν αντέχουν, δε βαστούν στο γαργάλισμα της ματαιοδοξίας: φουσκώνουν σαν κούρκοι στην ιδέα πως τους κοιτάνε! Τους θρέφει η επίδειξη κι αρχινάν να καμαρώνουν, να κορδώνουνται, να δείχνουνε παράστημα και σκληρές, σαν από μπρούντζο, φάτσες – δυναμικές! Ξεσηκώνουν μέσα τους όλες τις μνήμες και τις εικόνες — ό,τι εθαύμασαν κι αυτοί ποτέ, μικροί σαν ήταν, από νταήδες κι από κουμπουράδες, και πιο μεγάλοι, από κατακτητές χιτλερικούς που εμίσησαν, μα κ’ έτρεμαν συνάμα, και τους κρυφοζήλευαν, ραγιάδες, από δέος, σαν παρελαύναν άλλοτε, όμοια κορδωμένοι κούρκοι, φουσκωμένοι μπόγοι, μπρος στα μάτια τους!… Τεζάρουν τώρα, ίδια κ’ ετούτοι, το κορμί τους και πιάνουνε να τραγουδούν! Κάνουν τη φωνή τους πιο μπάσα, όσο αντρικώτερη μπορούν! Κοιτάν ο ένας τον άλλον, σα στον καθρέφτη, κι όλο και σφίγγουνται να φανούν «άντρες με τα όλα τους», φοβεροί και τρομεροί!… Κι όλ’ αυτά τάχα αδιάφορα για όσους τους ακούν, τους κοιτούν — πραγματικά όμως μόνο γι’ αυτούς, κι ας είν’ ετούτοι δυο-τρεις μονάχα ξενυχτισμένοι κακομοίρηδες, ή και μια γάτα ακόμη, που διασχίζει έντρομη απ’ το θόρυβο το δρόμο!

Κ’ οι αποκάτω που τους βλέπουν, επειδή δεν έχουνε κανένα λόγο οι ίδιοι να μην είναι κακομοίρηδες, και είναι, άθλιοι και για λύπηση, κι αντικρύζουν τούτους δω, που φαντάζουν τόσο κυρίαρχοι και ρωμαλέοι, ζαρώνουν και φοβούνται και θαυμάζουν: «Τί λεβέντες! Τί κορμιά!» Τόλμα αν θες, από το πεζοδρόμιο, να σκεφτείς τίποτε αντίθετο με την εξ υποθέσεως θέληση αυτής της δύναμης!… Κι έτσι όλο και φουσκώνει η απάτη κι όλοι αυτοκοροϊδεύονται κι αλληλοκοροϊδεύονται! Αποχτάν το λεγόμενο «σθένος» και «γερό ηθικό» τούτοι οι κούρκοι, και τη λεγόμενη «εμπιστοσύνη στη δύναμη» όλοι οι αποκάτω!… Κι αυτά με το τίποτα, με τα ψέματα, με την ανθρώπινη αδυναμία και τη λίμα για επίδειξη, για φανφάρα, για παράτα!

(Α, κακομοίρη εσύ από κάτω, και να θυμόσουν πάντα το τρύπιο σου άλλοτε χιτώνιο, πάνω στο καμιόνι, σαν έδινες παρόμοια εικόνα στους τότε ανίδεους, σα φούσκωνες κ’ εσύ κάποτε —την τρύπια κάλτσα σου μες στην αρβύλα, τα βρώμικά σου πόδια, τη λάσπη που θα κοιμηθείς, τους εξευτελισμούς σου, την αηδία σου, την οργή σου, τη σκλαβιά σου— την κακομοιριά σου, κακομοίρη μου, κακομοίρη!… Αλλά τί περιμένεις; Ίδιοι κι απόιδιοι είστ’ όλοι! Είτε με αστρί στο μέτωπο, είτε με κοκκόρι, είτε με σβάστικα, είτε με σφυροδρέπανο — τα ίδια είστ’ όλοι, τα ίδια! Όλοι απατημένοι, αυτοαπατημένοι, αλληλοαπατημένοι και απαταιώνες! Παίζετε θέατρο — τις «κουμπάρες» παίζετε! Τάχα μου «άντρες»! — τί να σας πω; Προτιμότερές σας οι γυναίκες! Γιατί αυτές, τουλάχιστο, φουσκώνουν μπρος στον καθρέφτη τους ή στο στεργιάνι, για να πλασσάρουν κάτι: το φύλο τους!… Ενώ εσείς, μ’ αυτά που κάνετε, παίρνετε φόρα κι αλληλοσφάζεστε!… Τα ιδανικά σας όλα, τα οσοδήποτε «ανώτερα», τα οσοδήποτε «ευγενή», και «υψηλά», και «πανελεύθερα», καταλήγουν άσφαλτα εκεί πάντα: σ’ ένα καμιόνι φορτωμένο κούρκους, να περιφέρουνε το ψεύτικο καμάρι τους στις σκονισμένες, λασπωμένες, άθλιες πόλεις σας! Δεν πα’ να τραγουδάτε την «Internationale», ή το «Über alles!», τη «Μαρσεγιέζα» ή το «Σώζοι ο Θεός τον Βασιλέα», τη «Τζοβινέτσα» ή το «Avanti»; Το ίδιο κάνει — τα ίδια είστ’ όλοι! Φουσκωμένα γαλιά σε μια φανφάρα, με λιλιά, με μπιχλιμπίδια, με ασοβάρευτες αρλούμπες-μασκαράδες! Να τι είστε: Μασκαράδες!…)

[…]

…Λίγα παράθυρα άνοιξαν, σαν είδαν πια κι απόειδαν πως τα καμιόνια δεν παύαν να διαβαίνουν. Φάνηκαν κάτι μορφές νυσταγμένες, απορημένες, χλιαρές!… Κ’ ύστερα τα σπίτια τέλειωσαν κ’ οι δρόμοι μάς ξεφούρνισαν ξανά στον ολοσκότεινο κάμπο…

Για την Άρτα, λοιπόν, ή για την Πρέβεζα. Για κάτω μια φορά! Πάει κ’ η Κόνιτσα, πάει κι ο Γράμμος κ’ η Μουργκάνα…

…Ξάφνου άρχισε πάλι να βρέχει γερά!… Το κέφι κόπηκε! Και ’τού κι απ’ την αρχή το βλαστημίδι…

—Ρε πού μας πάνε, ρε!… Σε λάσπες θα μας βάλουν πάλι να κοιμηθούμε;…

—Μπα, δε ’ναι τίποτα! αντίσκοβε ο Σάλτας χλευαστικά: Δε ’ναι τίποτα, κορόιδα!… Τόσα κορίτσια, τόσες γάτες, τόσοι σκύλοι μας είδανε στα Γιάννενα, και μας θαμάξανε, και μας φοβήθηκε η ψυχούλα τους!… Δε ’ναι τίποτα, ρε κορόιδα! Δε βαριέστε – λάσπες!… […]

Ρένος Αποστολίδης, Πυραμίδα ‘67, Αθήνα 1950, σ. 80-83.