Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Όπως τα κούρντισες Θε’ μου

Αλλά η γερμανική κατοχή ήταν δυο φορές βαριά για μας. Γιατί ο στρατός μας παραδόθηκε και ο άντρας μου έβγαλε τη στολή του και φόρεσε τα πολιτικά του. Έχασε τη δουλειά του, με λίγα λόγια. Κάτι που τους έδιναν εκεί, από την κατοχική κυβέρνηση, ήταν ψιχία. Ούτε μια μέρα δεν μπορούσαμε να ζήσουμε μ’ αυτά. Άσε που δεν έβρισκες τίποτα στην αγορά· όλα τα ’χανε κρύψει· κι αν δεν είχες σπίτι να πουλήσεις, ήσουν καταδικασμένος σε θάνατο.

Η μόνη μας λύση, λοιπόν, ήτανε να πάμε στα Γιάννενα. Εκεί κάτι θα βρίσκαμε περισσότερο. Λίγο γάλα για τα παιδιά, κανένα αυγό, καμιά τσίμα από τη λίμνη. Άσε που είχα και τη θεία μου την Αποστόλαινα —μια ξαδέρφη της θετής μου μάνας— στη Λάκκα Σούλι, όπου οι χωριάτες είχαν τα πάντα για να ζήσουμε. Μια και δυο, λοιπόν, τα μαζέψαμε και φύγαμε.

Και να σου πάλι στα Γιάννενα. Εκεί που έλεγα ότι δε θα ξαναγύριζα ποτέ. Εκεί που είχα ρίξει μαύρη πέτρα πίσω μου κι ανάθεμα· που είχα περάσει τόσες πίκρες και τόση καταφρόνια από τον κόσμο. Επέστρεφα πάλι ταπεινωμένη. Αν δεν είχα τα παιδιά, που περίμεναν με το στόμα ανοιχτό κάθε μέρα, ποτέ δε θα γύριζα· μακάρι όχι Γερμανοί, αλλά και Τούρκοι να είχαν έρθει.

Εξάλλου δεν ήταν μόνον η πείνα που είχε πέσει στην Αθήνα, αλλά και οι κίνδυνοι που επιφυλάσσονταν για τον άντρα μου. Σαν αξιωματικός, «διατελούσε εν ομηρία»• και τον υποχρεώνανε οι Γερμανοί να παρουσιάζεται κάθε μέρα στο δικαστήριο και να δίνει το «παρών». Ενώ τα Γιάννενα τα είχαν οι Ιταλοί και τα πράγματα ήταν καλύτερα. Και τρόφιμα έβρισκες πιο εύκολα, και ως κατακτητές οι Ιταλοί ήταν πιο ευγενικοί. Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα. Το μόνο που είχε εκλείψει πραγματικά ήταν οι γάτες, επειδή τις έτρωγαν μανιωδώς οι Ιταλιάνοι. Έτσι λέγαν τουλάχιστον, γιατί φοβάμαι πως τις τρώγαμε εμείς — και το ήξερε μόνον ο χασάπης…

Και σ’ αυτούς, βέβαια, ήταν υποχρεωμένος να δίνει το «παρών» κάθε μέρα, αλλά ήταν κοντά στο χωριό του· τα μέρη τα ήξερε κι αν χρειαζόταν, θα το ’σκαγε στα βουνά. Γιατί οι κατακτητές τους θεωρούσαν τους Έλληνες αξιωματικούς επικίνδυνα άτομα και, με το πρώτο που γινόταν, αυτούς συλλαμβάνανε. Εξάλλου είχαν γίνει και τ’ αντάρτικα στα βουνά και η στάση τους είχε σκληρύνει. Ύστερα, ο δικός μου δεν ήταν μαθημένος να σκύβει το κεφάλι, γιατί ήταν βουνίσιος· και οι βουνίσιοι ζούσαν ελεύθεροι ακόμη και με τους Τούρκους. Στα Γιάννενα, λοιπόν, αισθανόταν καλύτερα απ’ ό,τι στην Αθήνα. […]

Το τι πέρασα κι εγώ… Το τι έχουμε κάνει για να ζήσουμε… Πόσες δουλειές δεν έχουμε αλλάξει για να βγάλουμε πέρα. Όταν τ’ αναλογίζομαι, σηκώνεται η τρίχα μου. «Βρε Ζωίτσα», λέω μόνη μου, «εσύ τα ’χεις κάνει όλα αυτά; Και πού διδάχτηκες για να τα κάνεις;». Αλλά η ανάγκη είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Όταν άκουγα τα παιδιά μου να μου λένε «μαμά, πεινάω» κι εγώ δεν είχα τίποτα να τους δώσω, κάτι μ’ έπιανε, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω· μια υπερβολική δύναμη να αναποδογυρίσω τα πάντα, για να βρω να φάνε τα παιδιά μου. Τι χιλιόμετρα περπάτησα στην Κατοχή για λίγο καλαμπόκι ή λίγο γάλα, τι βροχές έφαγα… Όλα τα χωριά έφερνα γύρα με τα πόδια, όσο ήμαστε στα Γιάννενα. Πήγαινα από τα χαράματα στη λίμνη και περίμενα τα πριάρια για λίγες τσίμες ή κανένα χέλι, να φτιάξω στα παιδιά, να θραφούν καλύτερα. Γιατί και στα Γιάννενα είχε πέσει πείνα· κι όλοι εμείς οι φτωχοί με το τίποτα τα φέρναμε βόλτα.

Βασίλης Ζιώγας, Όπως τα κούρντισες, Θε’ μου, Καστανιώτη, 1993, σ. 57-58.