Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Ο Κουτσογιάννης στα Γιάννινα»

[…]
Πέρασε τον «Πλάτωνα», πέρασε και το χάνι του Πράσσου και ξακολουθούσε ακόμα τον δρόμο προς τα έξω. Η πείνα τού θέριζε τ’ άντερα… Το σελιάχι του είχε κρεμάσει κάτω από την μέση, και κόντευε να ξεσυρθεί από τα γόφια. Δεν είχε φάγει όλην την ημέρα και μάλιστα ύστερα από τόσον δρόμο. Ήθελε να πάει στο χάνι του, νομίζοντας ότι ίσως θαύρισκε εκεί και τον Κώστα, αλλά το είχε περάσει χωρίς να το καταλάβει. Στον δρόμο απάντησε έναν χωριάτη και του είπε:

—Αδερφούλ’, ξέρ’ς πούν το χάν’;

—Να, αυτού μέσα… του απολογήθηκε εκείνος, δείχνοντάς του ένα χάνι που ήταν εκεί κοντά.

Ο Κουτσογιάννης τράβηξε ίσια μέσα. Μπήκε σε χάνι, αλλ’ όχι στο χάνι, πούχε πάγει με τον ξάδερφό του τον Κώστα. Κοίταξε ολόγυρα για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν το χάνι, που γύρευε, κι είπε μέσα του:

—Πάει να πει ότι είναι κι άλλα χάνια εδώ στα Γιάννινα κι όχι ένα μοναχά.

Εκεί έμπαιναν κι έβγαιναν κόσμος. Πολλοί έτρωγαν στα διάφορα τραπέζια. Σε μια άκρη μερικοί με βιολιά και με τραγούδια και μερικοί απ’ αυτούς χόρευαν. Φαγητά, κρασιά και νερά κουβαλιούνταν συγκρατούμενα στα τραπέζια και τέσσερες-πέντε πηρέτες περέτευαν.

Βλέποντας αυτά ο Κουτσογιάννης είπε μέσα του:

—Χωρίς άλλο πανηγύρι έχουν εδώ μέσα.

Ύστερα έπιασε την άκρα ενός τραπεζιού και κάθισε δειλά-δειλά

Εκεί τον ζύγωσε ένα χαντζόπουλο και του είπε:

—Τι ορίζεις να φας;

—Τι να ορίσω… ξέρω κι εγώ; Φέρε μου ό,τι ορίζεις εσύ, αδερφούλη! Ό,τι ορίζεις εσύ.

Έφυγε το παιδί και σε λίγο τόφερε ένα κομμάτι ψωμί καθάριο, και μια λίμπα γεμάτη κρέας με χόρτα. Βλέποντας ο Κουτσογιάννης κρέας με τα χόρτα, είπε στο παιδί:

—Αλλιώτικα φαγητά έχετε εδώ πέρα… Για κρεάσι-κρεάσι, για λάχανα-λάχανα να μαγερεύετε, όπως μαγειρεύει η μάννα μου και μην ανακατεύετε την πασκαλιά με την σαρακοστή.

Το παιδί γέλασε κι αντί να του απαντήσει τον ρώτησε:

—Θέλεις και κρασί;

—Όπως ορίζεις. Δεν λέω όχι.

Το παιδί έφερε γελώντας κι ένα εκατοστάρι γεμάτο κρασί.

Σε μια στιγμή απάνω, ψωμί, κρέας, χόρτα και κρασί είχαν ξαφανιστεί μπροστά από τον Κουτσογιάννη, αλλά το στομάχι του χλιμητούσε ακόμα.

—Παιδί! Παιδί! φώναξε. Καλό παιδί!

Το παιδί πήγε πάλε κοντά του με τα γέλια στα χείλια και του ρώτησε:

—Τι αγαπάς, Κύριε;

—Μου βάν’ς κι άλλο φαΐ;

—Ευχαρίστως! του είπε το παιδί και πήγε να του φέρει.

Βλέποντας ο Κουτσογιάννης αυτήν την ανεπάντεχη προθυμία, είπε μέσα του:

—Να που βρίσκονται και καλοί άνθρωποι εδώ πέρα• θύρες ανοιχτές, τραπέζια στρωμένα, φαγητά έτοιμα και καλά…

Το χαντζόπουλο του ξανάφερε κρέας με ρύζι, ψωμί και κρασί. Σε λίγο ήταν πάλε γυαλί το γρέκι μπροστά του. Ψωμί, κρέας, ρύζι, κρασί είχαν γίνει πάλε άφαντα! Τραβούσε ακόμα η όρεξή του, αλλά ντρέπονταν να ξαναζητήσει. Ακούμπησε τον αγκώνα του κι έκανε πως συλλογιόνταν. Αλλ’ ύστερα από λίγο, βλέποντας ότι δεν ξανάρχονταν κοντά του το παιδί, του φώναξε:

—Παιδί, παιδί!

—Ορίστε! του απολογήθηκε το παιδί γελούμενο.

—Μου φέρ’ς ψίχα ακόμα φαΐ;

—Αμέσως!

Και σε λίγο κι άλλο φαγητό ήταν μπροστά στον Κουτσογιάννη. Το παιδί, έξυπνο και πειραχτικό, του είπε:

—Τον Μάη έχετε στο χωριό σας το τριήμερο;

Ο Κουτσογιάννης δεν κατάλαβε τίποτε από την ειρωνικήν ερώτηση του παιδιού, και προσπαθούσε να ξεπαστρέψει και την τρίτη δόση του φαγητού. Το ξεπάστρεψε κι αυτό κι ακούμπησε στο τραπέζι, σαν να ήθελε να ξεκουραστεί. Λίγο ύστερα, πήρε την κλύτσα στο χέρι και «ντζικ-ντζικ» τράβηξε προς τα έξω, αποχαιρετώντας όλους όσοι ήταν μέσα εκεί.

—Σα αφήνω γεια! κι ο Θεός να σας έχει καλά κι εσάς και το βιο σας και χρόνου τέτοια μέρα να ξανανταμωθούμε.

Και βγήκε από την θύρα.

—Πατριώτη, πατριώτη; Στάσου, κάτι λησμόνησες!

Ο Κουτσογιάννης έριξε αμέσως χέρι και μάτι στο σελάχι και βλέποντας εκεί την φλογέρα του ν’ ασπρίζει, του απολογήθηκε:

—Θάναι κανενός αλλ’νού! Εγώ δεν λησμόνησα τίποτε! Εγώ τάχω όλα τα πράματά μου. Έχε γεια πάλε, καλό παιδί, και πάλε καλέ αντάμωσες του χρόνου τέτοια μέρα!

—Λησμόνησες να πλερώσεις! του είπε το παιδί ξεκαρδισμένο από τα γέλια. Τι; Για πανηγύρι χωριάτικο το πέρασες το χάνι;

—Να πλερώσω; να σου πλερώσω, ωρέ; Τι να σου πλερώσω;

—Το φαΐ, πώφαες!

—Τι έκανε, λέει; Το φαΐ, πώφαγα; Ωρέ, πουλάτε εδώ πέρα και το φαΐ, που τρων ο κόσμος; Ου! να πάτε στο Διάβολο και ακόμα παρέκει!

Ο κόσμος που ήταν μέσα στο χάνι και φαγοποτούσαν, άρχισαν να χτυπούν τα γέλια και να τον κοροϊδεύουν. Ο ένας τώλεγε:

—Τι καράβι σ’ έφερε στα Γιάννινα;

Ο άλλος του φώναζε, όπως σαλαγούνε τα τραγιά:

—Τσαπ! τσαπ• τσαπ.

Τρίτος:

—Έρμε λύκε.

Άλλος πάλε:

—Κούκκου! Κούκκου! Κούκκου!

Βλέποντας ο Κουτσογιάννης ότι έμπλεξε και πάλε με «κακούς ανθρώπους» κατά την ιδέα του, έγινε άφαντος, χωρίς να πληρώσει. Έτρεξε το χαντζόπουλο από κοντά, φωνάζοντας:

—Πιάστε τον! Πιάστε τον!

Αλλ’ ο Κουτσογιάννης έγινε άφαντος ανάμεσα στην πολυκοσμία!

Σε λίγο ο Κουτσογιάννης βρέθηκε έξω από την πολιτεία. Εκεί ένοιωσε πλειά τον εαυτό του, και στάθηκε να συλλογιστεί. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε• να ματαμπεί στα Γιάννινα; Του φαίνονταν ότι θάμπαινε στην Κόλαση. Μήνα ήταν και βέβαιος ότι θαύρισκε τον ξάδερφό του τον Κώστα; Έπειτα, την φλογέρα την είχε πάρει, κι η δουλειά του ήταν τελειωμένη. Ήταν ακόμα τρεις-τέσσερες ώρες μέρα… Μπορούσε να φτάσει με ήλιο ως την «ράχη του βουνού» απ’ όπου θ’ αγνάντευε το χωριό του… Έπειτα, κι αν νύχτωνε, φεγγάρι ήταν… Έτσι αποφάσισε να τραβήξει προς το χωριό του, τρέχοντας, σαν ζαρκάδι.

[…] Φτάνοντας στ’ αγαπημένα του «ζωντανά», άρχισε τα σαλαγήματα για να τους δώσει να καταλάβουν ότι είχε έρθει. Στα σαλαγήματά του, το κοπάδι συμμαζεύτηκε γύρα του, κι αυτός άρχισε να πιάνει όσα γίδια και πρόβατα ήταν σιμώτερα, να τα φιλεί στα μάτια και στο στόμα, και να τα ρωτάει;

—Πώς περάσαταν σήμερα, ψυχούλες μου; Πώς περάσαταν σήμερα χωρίς εμένα; Βοσκήσαταν καλά; Έπιαταν νεράκι; Μην σας πρόντησε τίποτε;

Και λέγοντας αυτά έφερε άνω-κάτω το κοπάδι του, το μέτρησε, το ξαναμέτρησε και τούρε σωστό. Δεν έλειπε κανένα. Εκεί ήταν κι ο Φλώρος με τον τριπλόκυπρο, εκεί κι η Γκιώσσα, η σκουλαρικάτη, εκεί κι η Μπάρτζα, η πρωτόγεννη, εκεί κι η Κανούτα, η σιούτα, εκεί κι η Γκάλμπινη, η τσερέπω, εκεί κι η Νιάγκρα, η πισωκέρατη, εκεί κι η Μπάλια, η αστεράτη, εκεί κι η Μετσένια, η ορθοκέρατη, με τους κύπρους τους, εκεί κι η Στερφοκάλεσια με το λαμπρό κουδούνι, εκεί όλα τα γίδια κι όλα τα πρόβατα. Η καρδιά του Κουτσογιάννη είχε γίνει περιβόλι από την χαρά της και στην στιγμή ακούστηκε ολόγυρα τ’ αγγελικό λάλημα της καινούριας φλογέρας!

Ο αδερφός του, ο Παύλος, νοιώθοντας τον ερχομό του Κουτσογιάννη, από το φλογερολάλημα, του φώναξε πέρα από ένα τσιουγκάρι:

—Ήρθες, ωρέ Γιάννηηηηη!

—Ήρθα, ωρέ, ήρθα!

Από εκείνη την στιγμή άρχισαν πάλε τα λόγγα, οι λακκιές, οι ράχες και τα πλάγια να χαίρονται από το φλογερολάλημα του Κουτσογιάννη, σαν και πρώτα, κι όταν τον ρωτούσε κανείς:

—Τι είδες, Γιάνν’, στα Γιάννινα;

—Θυάματα! θυάματα! Δεν μολογιέται ό,τι είδα. Αλλά τι τα θέλ’ς; Κακός κόσμος! Όλοι στον παρά έχουν τον νουν τους! Δε σου δίνουν μια τρίχα χωρίς παράδες! Τους λες «καλ’μέρα» και δεν σ’ απολογιούνται! Μπαίνεις στο χάνι να φας ψωμί, τρως κι ύστερα σου γυρεύουν πληρωμή!!! Κακοί ανθρώποι οι Γιαννιώτες! Είναι άξιοι να πωλήσουν και την μάννα τους και τον πατέρα τους ακόμα!

Χρ. Δανιήλ [επιμέλεια - ανθολόγηση] …γυάλινα και μαλαματένια, Τα Γιάννενα στη νεοελληνική πεζογραφία, Ίδρυμα Κ. Κατσάρη, Ιωάννινα 1997, σ. 68-74