Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο θάνατος του καπετάν Ζολέ

Τζουμαλή Νετζατή, «Ο θάνατος του καπετάν Ζολέ», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001,, σ. 98-100.

Το παζάρι ήταν, όπως σε όλες πόλεις της Ρούμελης, γεμάτο ανθρώπους από κάθε γλώσσα και θρησκεία. Μουσουλμάνους, Ορθοδόξους, Καθολικούς, Εβραίους, Τούρκους, Ρωμιούς, Βούλγαρους, Σέρβους, Βλάχους, Αρμένηδες, Γεωργιανούς, Τσιγγάνους… Από τον τρόπο που αντιδρούσαν τους έβλεπε να αντιμετωπίζουν τη διακήρυξη της ελευθερίας ανάλογα με τον τρόπο ζωής που έκαναν, κι όχι ανάλογα με τη γλώσσα και τη θρησκεία τους. Οι περισσότεροι ήταν χωριάτες μικροκτηματίες κι άνθρωποι του σιναφιού. Ό,τι κι αν ήταν, Τούρκοι, Βούλγαροι ή Ρωμιοί, ήταν πλασμένοι, ζυμωμένοι με τις έγνοιες και τα προβλήματα του χωριού και του σιναφιού τους. Είχαν απηυδήσει πια απ’ τις επιθέσεις των κομιτατζήδων. Δεν είχε και τόση διαφορά αν οι κομιτατζήδες ήταν μαζί τους ή εναντίον τους. Αρπαζόντουσαν μεταξύ τους οι κομιτατζήδες κι εκείνοι, θέλαν δε θέλαν, ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν μέρος στον καβγά. Αναγκασμένοι όπως ήταν να διαλέξουν στρατόπεδο, όταν αποτραβιόντουσαν νικημένοι κι οι δικοί τους κομιτατζήδες, άφηναν όπως όπως κι εκείνοι τα μαγαζιά τους, μα μπαρμπέρηδες ήταν, μα πεταλωτήδες, κι έπαιρναν τα βουνά. Μάταια προσπαθούσαν ορισμένοι να μην ανακατευτούν πουθενά, να μείνουν έξω απ’ τα γεγονότα. Μετά από τους τσέτες κατάφθαναν οι ζανταρμάδες, οι στρατιωτικές μονάδες κι άρχιζε η ανάκριση. Είτε έλεγαν είτε δεν έλεγαν όσα ήξεραν κι όσα είχαν δει, ήταν το ίδιο κακό. Με τη διακήρυξη της ελευθερίας, κατάλαβαν για άλλη μια φορά πως όποια κι αν ήταν η γλώσσα κι η θρησκεία τους, είχαν όλοι τους κοινό μερτικό, αδιαφιλονίκητα δικαιώματα στα χώματα αυτά όπου είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει. Η γη αυτή ανήκε ξαφνικά σε όλους. Παρόλο που δεν τους είχε γίνει ακόμα συνείδηση, διαισθανόντουσαν από γενιά σε γενιά, με την κοινή τους λογική πως η γη δεν έχει γλώσσα και θρησκεία. Η γη δεν ανήκει σε γλώσσες και θρησκείες αλλά σ’ αυτούς που έχουν γεννηθεί και ζουν πάνω της. Δεν μπορεί να γίνει κτήμα του Τούρκου, του Ρωμιού ή του Βούλγαρου. Όποτε το δικαίωμα αυτό περιοριζόταν σε μια μόνο κοινότητα ανάμεσά τους, όποια κι αν ήταν αυτή, άρχιζε αμέσως ο καβγάς. Κι όσο θα γίνεται αυτή η αδικία, θα γίνεται καβγάς. Στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Όποια κι αν είναι η γλώσσα κι η θρησκεία του, κάθε άνθρωπος νιώθει ευτυχισμένος αν ζει και κερδίζει το ψωμί του χωρίς φόβο, ασφαλής στη γη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Κι είναι καθήκον αυτών που διοικούσαν τούτη τη χώρα να εξαλείψουν, να εξαφανίσουν τις διακρίσεις που οφείλονταν στη θρησκεία και στη γλώσσα μεταξύ των ανθρώπων που ζούσαν στα χώματα αυτά. Όσοι διαισθανόντουσαν αυτή την αλήθεια δεν είχαν έτσι κι αλλιώς σχέση με όπλα και καβγάδες. Γι’ αυτό και συμμετείχαν στους εορτασμούς για τη διακήρυξη της ελευθερίας. Γι’ αυτό και στις πλατείες των κωμοπόλεων και των χωριών, όλοι μαζί Τούρκοι, Ρωμιοί, Βούλγαροι και Βλάχοι, στήναν χέρι με χέρι το χορό.

Για τον καπετάν Ζολέ, για όσους όπως αυτός θα τον ακολουθούσαν, όσο ζούσαν, οι σκιές των θυμάτων τους, για όσους δεν πλάγιαζαν χωρίς να βάλουν το πιστόλι κάτω απ’ το προσκεφάλι και κοιμόντουσαν με το χέρι στη σκανδάλη, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Από τη στιγμή που άρχισε η ειρήνη, εκείνοι έχασαν κάθε λόγο ύπαρξης. Είχαν, για σωστούς ή λάθος σκοπούς, ανάλογα με την ερμηνεία που τους έδιναν οι ίδιοι, βρει στον πόλεμο την ευτυχία τους. Και τριγυρνώντας ακόμα πάλι έτσι όλοι μαζί στα βουνά που είχαν τρομοκρατήσει με τα όπλα τους ήταν σαν να συνέχιζαν τους καβγάδες τους. Γι’ αυτούς που, όπως το νεαρό Σαντετίν και πολλούς άλλους, τους είχαν σκοτώσει τον πατέρα, τους είχαν κάψει τα σπίτια, τους σιτοβολώνες και τ’ αχούρια με τις γελάδες και τα μοσχάρια τους, η θέα των ενόχων που τριγυρνούσαν με τις στολές και τα όπλα τους, σήμαινε απλώς πως έπρεπε, πριν από την αμνηστία και τους νόμους, να εμπιστεύονται πάνω απ’ όλα τα όπλα τους.

Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο έντονη ένιωθε ο νεαρός Σαντετίν την εντύπωση που του είχε κάνει η συνάντηση αυτή από τόσο κοντά με το φονιά του πατέρα του. Το πρώτο πράγμα που ένιωθε σαν έμαθε πως ο κομιτατζής που έβλεπε να έρχεται από τον κεντρικό δρόμο και να κατευθύνεται με τους άντρες του προς το παζάρι ήταν ο καπετάν Ζολές, ήταν απλά και μόνο έκπληξη. Η έκπληξη αυτή έγινε γρήγορα, βλέποντάς τον να περνά μπροστά του, πρώτα μίσος που έκανε το αίμα του να παγώσει στις φλέβες, κι αμέσως μετά ανακατωσούρα. Να που άνθρωπος αυτός, που ο πατέρας του τον είχε πριν πεθάνει καταραστεί να μη μείνει πίσω του ζωντανός, ήταν πέντε ολόκληρα χρόνια μετά ακόμα ζωντανός. Πουλούσε ηρωισμό πάνω στ’ άλογο. Κι εκείνος, το μοναδικό αρσενικό παιδί που είχε αφήσει για να ζητήσει λογαριασμό πίσω του ο πατέρας του, ήταν υποχρεωμένος να παρευρίσκεται μπροστά στα μάτια όλων στην επίδειξη αυτή. Ένιωθε αμαυρωμένη, ποδοπατημένη την τιμή του. Κανείς πια δε θα τον θεωρούσε άντρα. Τα λόγια που του είπε ο γείτονάς του στο παζάρι δεν ήταν γι’ αυτόν παρηγοριά, ήταν ένα ακόμα χτύπημα κατάμουτρα που του θύμισε το καθήκον του.

Νετζατή Τζουμαλή, «Ο θάνατος του καπετάν Ζολέ», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 98-100.