Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο θάνατος του καπετάν Ζολέ

Τζουμαλή Νετζατή, «Ο θάνατος του καπετάν Ζολέ», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 90-96.

Τη διακήρυξη της Ελευθερίας την υποδέχτηκαν με κανονιοβολισμούς, επίσημες τελετές, εορτασμούς και λαμπαδηδρομίες που διαρκούσαν έως αργά τη νύχτα. Δεν έλεγαν να σταματήσουν οι χοροί, τα νταούλια κι οι ζουρνάδες στις πλατείες των χωριών και των πόλεων. Κρεμάστηκαν τόσες σημαίες με τις φωτογραφίες των ηρώων της Ελευθερίας, που ήταν να απορείς πού και πώς βρέθηκαν τόσο γρήγορα. Όλη η τελευταία βδομάδα του Ιούλη του 1908 πέρασε μες σ’ αυτό το πατιρντί. Η μεγάλη χαρά ωστόσο που έφερε η ελευθερία στα Βαλκάνια κράτησε ώσπου κράτησαν αυτοί οι εορτασμοί. Αρχές Αυγούστου άρχισαν να ζώνουν πάλι τις βαλκανικές πόλεις αμφιβολίες και ένταση από παλιούς θυμούς, βαθειά ριζωμένες έριδες και μίση.

Τη διακήρυξη της Ελευθερίας συνόδευε γενική αμνηστία, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες που χρόνια τώρα τριγυρνούσαν στα βουνά είχαν αμνηστευθεί χωρίς να παραδώσουν τα όπλα. Έβλεπες στις φωτογραφίες των εφημερίδων ξακουστούς κομιτατζήδες και βοεβόδες πλάι πλάι, χέρι με χέρι, με τα πρωτοπαλίκαρα του Κομιτάτου Ενώσεως και Προόδου. Οι κομιτατζήδες παρέμειναν ωστόσο κομιτατζήδες. Κατέβαιναν στις πόλεις με τα ίδια ρούχα που φορούσαν όταν τριγυρνούσαν εδώ και χρόνια στα βουνά, κάνοντας επιθέσεις. Με περασμένα διπλά τα πιστόλια και τα μαχαίρια στις χοντρές δερμάτινες ζώνες τους και τα φισεκλίκια σταυρωτά στις πλάτες τους ως τη μέση, φάνταζαν ολόκληρο κινητό οπλοστάσιο ο καθένας. Με τις σκούφιες να τους φτάνουν ως τα φρύδια, μαύρα μεταξωτά φαρδομάνικα πουκάμισα, σταυρούς κρεμασμένους από μακριές αλυσίδες να αιωρούνται πέρα δώθε στα στήθη τους, εφαρμοστές κιλότες από σαγιάκι, μακριά λευκά μάλλινα τσουράπια και τσαρούχια από δέρμα πουλαριού, τριγυρνούσαν σινάμενοι και κουνάμενοι, οπλισμένοι απ’ την κορφή ως τα νύχια, μπροστά στα μάτια του κόσμου που χρόνια τώρα του έκαιγαν τα σπίτια και τ’ αμπάρια, του σκότωναν με βόλια τους δικούς του.

Κάθε Τετάρτη στηνόταν στη Φλώρινα παζάρι. Την πρώτη Τετάρτη μετά τη διακήρυξη της Ελευθερίας, ο καπετάν Ζολές, ο φημισμένος κομιτατζής από τη Μπάνιτσα και ξοπίσω του εννιά του σύντροφοι, φάνηκαν καβαλάρηδες στη Φλώρινα. Η Μπάνιτσα βρίσκεται ανάμεσα στη Φλώρινα και στο Εκσίσου. Είχαν έρθει στην πόλη από την πλευρά του Εκσίσου, από την πειδιάδα. Σαν έφτασαν κάτω απ’ το σταθμό προχώρησαν προς τα πάνω και στην αρχή του δρόμου που πάει προς τη λίμνη Πρέσπα έστριψαν δεξιά. Πέρασαν την κεντρική λεωφόρο μέχρι την πλατεία, όπου στήνεται το παζάρι εκεί που τελειώνει ο ρωμέικος μαχαλάς, κάτω απ’ το Ρολόι. Μπροστά απ’ το στρατόπεδο πέρασαν στην απέναντι όχθη του ποταμού. Μπροστά απ’ το Κουρσουνλού τζαμί γύρισαν πίσω και κατέβηκαν ως την πέτρινη γέφυρα στην απέναντι όχθη του ποταμού. Από τη γέφυρα ξαναέστριψαν στην πόλη. Περνώντας μπροστά απ’ το καρακόλι βγήκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης. Στη μέση της πλατείας καβάλα στ’ άλογο στράφηκε ο καπετάν Ζολές προς τους συντρόφους του. Εκείνοι μαζεύτηκαν μπροστά του και σταμάτησαν τα άλογά τους κάνοντάς τα να χτυπούν ρυθμικά τα πέταλα. Ο καπετάν Ζολές τους είπε ό,τι είχε να τους πει. Έπειτα περνώντας μπροστά απ’ τα μαγεριά που ήταν αραδιασμένα στην πάνω μεριά της πλατείας, οδήγησε το άλογό του προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχαν μπει για πρώτη φορά στην πόλη.

Ο διοικητής της αστυνομίας λοχαγός Αζίζ μπέης είδε από το γραφείο του στο καρακόλι την είσοδο του καπετάν Ζολέ και των συντρόφων του στη Φλώρινα. Σηκώθηκε απ’ το γραφείο του. Πλησίασε το παράθυρο. Είδε τον καπετάν Ζολέ να περνά από τον κεντρικό δρόμο της πάνω όχθης προς το μέρος όπου στηνόταν το παζάρι.

Πήγαιναν τρία χρόνια που ήταν στη Φλώρινα. Τρία χρόνια που περνούσε τη ζωή του κυνηγώντας τους κομιτατζήδες. Και να που ο πιο ξακουστός απ’ όσους είχε κυνηγήσει, αυτός που είχε κάνει το πιο πολύ κακό, ο καπετάν Ζολές, που δεν είχε κατορθώσει να τον πιάσει, ήταν καμιά πενηνταριά βήματα απ’ αυτόν με σταυρωτό το μαρτίνι στους ώμους του! Απαντούσε καβαλάρης με χαιρετισμό στα χειροκροτήματα πέντε έξι Βούλγαρων γαλατάδων και μπουρεκτσήδων που είχαν βγει και στέκονταν μπροστά στα μαγαζιά τους πάνω στο κεντρικό δρόμο. Τρία χρόνια τώρα όποτε έβλεπαν οι Ρωμιοί ή οι Τούρκοι τον καπετάν Ζολέ ειδοποιούσαν αμέσως το καρακόλι πού τον είδαν. Όσο όμως κι αν στρίμωξε στα βουλγαροχώρια τους παπάδες, τους δασκάλους τους και διάφορους άλλους Βούλγαρους που τον έκρυβαν, δεν είχε καταφέρει τίποτα. Κουβέντα δεν τους ξέφευγε απ’ το στόμα όσο ξύλο κι αν έτρωγαν, γιατί ήξεραν πως θα το πλήρωναν με τη ζωή τους. Όσες φορές κι αν έζωσε, κι αν περικύκλωσε με δυο και τρία στρατιωτικά αποσπάσματα τα χωριά, όσες φορές κι αν έφερε τα πάνω κάτω αχούρια, στάβλους και μεσοτάβανα, γυρνούσε πάντα πίσω άπραγος. Δεν προλάβαιναν καλά καλά καμιά φορά να πλησιάσουν κάποιο ρωμέικο ή τούρκικο χωριό για να τον πιάσουν, κι έβλεπαν απέναντί τους το χωριό μέσα στις φλόγες. Κι έβρισκαν μπαίνοντας ερείπια να καπνίζουν, σπίτια με καμένες τις στέγες, τις πόρτες, τα παντζούρια, τα παπλώματα, τα στρωσίδια κι ό,τι άλλο είχαν και τους νεκρούς να κείτονται δεξιά κι αριστερά. Οι ζωντανοί υποδέχονταν τον ερχομό τους με κλάματα, φωνές, κραυγές και πικρά μοιρολόγια, ο Ζολές όμως κι οι καβαλάρηδες του είχαν ήδη φύγει πολύ πριν φτάσουν εκείνοι.

Η γενική αμνηστία είχε ανακοινωθεί με τελάληδες ως τα χωριά και η διοίκηση της αστυνομίας που υπαγόταν στο Μοναστήρι είχε κάνει γνωστή τη διαταγή της Κωνσταντινούπολης να μην αγγίξει κανείς τους κομιτατζήδες και τα όπλα τους. Δυο μέρες τώρα τριγυρνούσαν οι κομιτατζήδες στα χωριά, στα τσαρσιά και στα παζάρια, καθόντουσαν στους καφενέδες. Ο ίδιος είχε λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα. Είχε βάλει να περιφέρονται δυο δυο ένοπλοι στη Φλώρινα και στα χωριά. Όλοι οι μουσουλμάνοι άντρες οπλοφορούσαν. Μπορούσαν να βοηθήσουν αμέσως τις περιπολίες.

Παρόλο που δε φοβόταν πως θα δημιουργούσαν επεισόδια στη Φλώρινα ο καπετάν Ζολές κι οι άντρες του, ένιωθε μια στεναχώρια μέσα του! Τι δηλαδή; Να μπαίνει στην πόλη ο πιο ξακουστός του εχθρός με καβαλάρηδες ξοπίσω του, με το μαρτίνι στους ώμους, δυο σειρές σταυρωτά φισεκλίκια στο στήθος, κάμες και πιστόλι στη μέση, σαν να προκαλεί όχι μόνο τον ίδιο αλλά και το καρακόλι; Να σπιρουνίζει στους δρόμους της πόλης τα άλογα; Αν ήξεραν οι ανώτεροι πόσους μουσουλμάνους και Ρωμιούς είχε ταΐσει τούτος ο άνθρωπος εδώ και χρόνια χώμα, αν ήξεραν πόσα σπίτια, πόσες ψυχές είχε κάψει θα του έδιναν τέτοια άδεια;

Φεύγοντας με την καρδιά σφιγμένη απ’ το παράθυρο φώναξε μέσα έναν απ’ τους χωροφύλακες και του είπε. «Παρακολούθα τον από απόσταση. Τι ήρθαν να κάνουν αυτός κι οι άντρες του στην πόλη; Τι θα κάνουν; Θέλω μέσα σε μια ώρα να μου φέρεις κάποιο νέο…»

Μετά από μισή ώρα, προτού ακόμα επιστρέψει ο χωροφύλακας, άκουσε τα ποδοβολητά των αλόγων του Ζολέ και των αντρών του κάτω απ’ το καρακόλι. Οι κομιτατζήδες είχαν βγει στην πλατεία και περνούσαν κάτω απ’ το παράθυρό του. Τους παρακολουθούσε, χωρίς να φαίνεται, κρυμμένος πίσω απ’ το παράθυρο. Τους είδε να συγκεντρώνονται πρώτα στην πλατεία πάνω στ’ άλογα, κι έπειτα στην κεντρική λεωφόρο, με τον καπετάνιο μπρος, να επιστρέφουν απ’ τη μεριά απ’ όπου είχαν μπει στην πόλη. Όπως εκείνος γνώριζε τη φήμη του Ζολέ, θα γνώριζε σίγουρα κι ο Ζολές τη δική του, θα ήξερε πόσους κομιτατζήδες είχε ταΐσει χώμα. Ένιωθε την υπόληψή του να θίγεται βλέποντας το Ζολέ να περνά με τους καβαλάρηδές του μπροστά απ’ το παράθυρό του ξέροντας πολύ καλά πως ο εκείνος βρισκόταν μες στο καρακόλι, στο γραφείο του. Δεν ήταν πολιτικός, ήταν στρατιώτης. Δίκιο ή άδικο δεν ανεχόταν να τον προκαλούν.

Αφήνοντας πίσω την πλατεία προχώρησε ο καπετάν Ζολές στην κεντρική λεωφόρο κι έστριψε σ’ έναν απ’ τους πλάγιους δρόμους που κατεβαίνουν προς την κατεύθυνση του σταθμού. Ξεπέζεψε στην αρχή του δρόμου. Ξεπέζεψαν και οι άντρες του. Ο ένας τους έμεινε εκεί. Μάζεψε τα χαλινάρια και περίμενε με τα ζώα. Ο Ζολές και οι άλλοι οχτώ γύρισαν αυτή τη φορά πίσω με τα πόδια. Στο πάνω μέρος της πλατείας, εκεί που μαζευόταν ο πιο πολύς κόσμος στο παζάρι της Φλώρινας, άρχισε να μπαινοβγαίνει στα μαγαζιά.

Οι Φλωρινιώτες που τον γνώριζαν ήταν σαστισμένοι. Στο ρωμέικο μαχαλά είχαν βγει τα γυναικόπαιδα στις πόρτες και στα παράθυρα και κοίταζαν μ’ ανοικτό το στόμα τους μαυροντυμένους καβαλάρηδες που περπατούσαν καμαρωτοί με τα μάουζερ, τις κάμες, τα πιστόλια και τους σταυρούς στο στήθος. Οι πιο γριές σταυροκοπιόντουσαν, και μουρμουρίζοντας κάτι ανάκατα λόγια στις νεώτερες γυρνούσαν την πλάτη τους σ’ αυτούς που περνούσαν κι αποτραβιόντουσαν απ’ το δρόμο τους.

Στο μουσουλμανικό μαχαλά ήταν ακόμα πιο αναποφάσιστοι όσοι παρακολουθούσαν την επιδεικτική αυτή παρέλαση, μην ξέροντας πώς να την αντιμετωπίσουν. Είναι αλήθεια πως ο Ζολές κι οι καβαλάρηδές του είχαν ακούσει κάνα δυο πολιτικάντηδες να φωνάζουν «Ζήτω η ελευθερία! Ζήτω η ισότητα!» Τις φωνές τους είχαν μάλιστα συνοδεύσει κάνα δυο χειροκροτήματα, που γρήγορα όπως σώπασαν. Πολλοί, βλέποντάς τους να περνούν, έκριναν καλό να αποτραβηχτούν στα μαγαζιά τους. Οι σκιές, οι μαύρες σιλουέτες που φάνηκαν πίσω απ’ τα καφάσια στα μουσουλμάνικα σπίτια, δε χασομέρησαν πολύ στη θέση αυτή, έσβησαν γρήγορα στα βάθη των δωματίων.

Ένας νεαρός χωρικός που τριγυρνούσε στο παζάρι κρατώντας δυο λαγούς από τα πίσω πόδια στο ένα του χέρι κι έχοντας κρεμασμένες γύρω απ’ τη μέση του μια σειρά σκοτωμένες πέρδικες, παρακολουθούσε τον καπετάν Ζολέ και την παρέα του να περνούν χωρίς να παίρνει στιγμή το βλέμμα από πάνω τους. Οι καβαλάρηδες που έρχονταν απ’ το τσαρσί φάνηκαν στο σταυροδρόμι όπου ο κεντρικός δρόμος σμίγει με το παζάρι, πάνω απ’ το κεφάλι του κόσμου. Οι πεζοί στον κεντρικό δρόμο παραμέρισαν. Οι πωλητές τράβηξαν πίσω τα καλάθια τους. Ο καπετάν Ζολές ερχόταν μόνος του μπροστά πάνω σ’ ένα καστανοκόκκινο όπως τα γένια του άτι. Οι άντρες του ακολουθούσαν τρεις τρεις στη σειρά από πίσω. Πλησίαζαν σαν ένα μικρό απόσπασμα ιππικού. Στρογγυλοκομμένα τα γένια του Ζολέ του σκέπαζαν το λαιμό. Του ’φταναν ως τα σταυρωτά του φισεκλίκια. Οι άντρες του δεν ήταν ακόμα σε ηλικία ν’ αφήσουν γένια. Ήταν όλοι τους νέα παιδιά στην ανάπτυξη ακόμα, με λεβέντικο παράστημα.

Οι καβαλάρηδες χώρισαν στα δυο το πλήθος του παζαριού. Άφησαν στα αριστερά τους το ποτάμι κι έστριψαν προς το στρατώνα. Ο νεαρός χωρικός δεν ξεκόλλησε τα μάτια του από πάνω τους ώσπου έστριψαν στη στροφή και χάθηκαν τα μαύρα τους πουκάμισα, οι πόρπες στην πλάτη τους όπου ενώνονταν τα φισεκλίκια και τα καπούλια των ζώων τους.

Το παλικάρι φαινόταν συνομήλικος με τα παλικάρια του Ζολέ. Θα ’ταν καμιά εικοσαριά χρονών. Δεν ήταν ψηλός και εντυπωσιακός όπως οι άντρες του καπετάν Ζολέ. Αν όμως τον κοίταζες προσεκτικά διαισθανόσουνα τη γερή φτιαξιά του. Στο βλέμμα του έλαμπε η ανεύθυνη εκείνη πρόκληση του ανθρώπου που αναζητά την περιπέτεια, που πάει γυρεύοντας, για να αποδιώξει αν μη τι άλλο την ανία της νιότης. Έστεκε σαν να ήταν ζυμωμένος από άκαμπτη, αλύγιστη, άθραυστη ζύμη. Είχε μάλλον στενό μέτωπο, πυκνά μαλλιά και λαμπερά μάτια. Ο τρόπος που παρακολουθούσε χωρίς να ξεκολλά τα μάτια του τον καπετάν Ζολέ και τους άντρες του να περνούν δε διέφυγε από την προσοχή όσων ήταν στο παζάρι. Όσοι ήταν πιο μακριά του έκαναν πως δεν πρόσεξαν το ενδιαφέρον του. Ένας χωρικός όμως που πουλούσε αυγά πλάι του δε συγκρατήθηκε: «Μη στεναχωριέσαι βρε Σαντετίν, έτσι είναι τώρα η επανάσταση. Γίναν σε μια μέρα οι εχθροί φίλοι…» Κι ένας που πουλούσε τυρί πίσω ακριβώς από τον Σαντετίν και τον άκουσε, πρόσθεσε: «Καλύτερα να το βρει απ’ το Θεό στο τέλος. Μη δίνεις σημασία».

Ήταν μια φοβερή εποχή, παρέα συνεχώς με το θάνατο. Μέρες και μέρες τώρα κρατούσαν οι τελετές και οι εορτασμοί κι ωστόσο κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν είχε ή όχι τελειώσει. Όλοι τους στο παζάρι, ήταν άνθρωποι που ανήκαν σ’ αυτή την εποχή. Είχαν τη μνήμη γεμάτη από ιστορίες φωτιάς, θανάτου και βιασμών. Πιάναν φωτιά, καιγόντουσαν τ’ αμπάρια με τα σιτηρά, οι θυμωνιές, τ’ αχούρια, τα χωριατόσπιτα και μέσα απ’ τις φλόγες πετιόντουσαν άνθρωποι αθώοι, που είχαν μείνει ξεσπίτωτοι, με όσα μικρά παιδιά, γέρους και πράγματα είχαν καταφέρει να διασώσουν. Έβγαιναν αλαφιασμένα από τ’ αχούρια τα άλογα, οι αγελάδες, οι κατσίκες, ρίχνονταν δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να βρουν κάποιο διέξοδο μέσα απ’ τις φλόγες. Βγαίναν γεροί και ζωντανοί το πρωί οι άντρες απ’ τα σπίτια τους κι άφηνε κάποιος μετά τα μεσάνυχτα μπροστά απ’ την πόρτα το κουφάρι τους ή έφτανε στα σπίτια τους το μαντάτο πως τους είχαν βρει πεταμένους κάπου στην άκρη του δρόμου. Νέα κορίτσια και γυναίκες ατιμαζόντουσαν, έτσι για να κάνουν μερικοί το κέφι τους, μόνο και μόνο για να τις μαγαρίσουν. Έθαβε ο κοσμάκης κλαίγοντας τους νεκρούς του. Πολλές απ’ τις βιασμένες γυναίκες αυτοκτονούσαν μες στην τρέλα τους. Άλλοι πάλι καταστραμμένοι απ’ τη φωτιά φόρτωναν σ’ ένα κάρο ή πάνω στα ζώα τους ό,τι είχαν καταφέρει να διασώσουν, άφηναν τα χωριά τους, όπου είχαν ζήσει γενιές ολόκληρες κι έφευγαν πρόσφυγες χωρίς να ξέρουν ούτε που θα πάνε, ούτε πως θα ζήσουν στο μέλλον. Με μοναδική ελπίδα να μπορέσουν να βρουν ένα μέρος όπου κανείς πια δε θα τους βλέπει σαν εχθρούς. Λίγη θέση έπαιρναν στις εφημερίδες τα γεγονότα αυτά. Κυκλοφορούσαν όμως από στόμα σε στόμα στα χωριά και στις κωμοπόλεις. Έτσι περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, ο χρόνος αποκάλυπτε τους φταίχτες που η κυβέρνηση αδυνατούσε να βρει, και τα γεγονότα –η μέρα, ο τόπος, οι ένοχοι- χαράζονταν με κάθε λεπτομέρεια, στις μνήμες. Όταν ο λαός αποφάσιζε ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος, ακόμα κι αν η κυβέρνηση είχε σταματήσει να τον καταδιώκει, γιατί ήταν πια τόσοι πολλοί οι ένοχοι που και η ίδια δεν ήξερε τι να κάνει, οι συγγενείς αυτών που είχαν σκοτωθεί, βιασθεί, που είχαν καεί τα σπίτια τους, κρατούσαν ολοζώντανο μέσα τους το μίσος και περίμεναν να έρθει η μέρα της εκδίκησης.

Ένα από τα γεγονότα που είχαν μείνει στις μνήμες ήταν και ο θάνατος του πατέρα του Σαντετίν. Τον είχε σκοτώσει ξυλοκοπώντας τον μέχρι θανάτου ο καπετάν Ζολές.

Νετζατή Τζουμαλή, «Ο θάνατος του καπετάν Ζολέ», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 90-96.