Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Παλιά στην Φλώρινα. Μέρες νιότης

Γιαγγιώργος Κίτσος, Παλιά στην Φλώρινα. Μέρες νιότης, Αθήνα 1993, σ. 72-74.

Το απόγευμα, μετά τον ύπνο, οι δυο φίλοι, πήραν το δρόμο προς το βουνό, δίπλα στο ποτάμι.

Ο Στάθης ρωτούσε τον Άλκη, τι έγινε η Μίρκα (Ειρήνη). Τα ήξερε όλα. Του τα είχε διηγηθεί όταν ήταν οι δυο τους στην φυλακή, στην Κασσάνδρα, καλοκαίρι του 1945.

Χάθηκε στην Αμερική. Μετά που πιάστηκα από την εθνοφυλακή δεν είχα καμιά επαφή. Επιδίωξα να ξεκόψω για να μη την μπερδέψω. Φοβόμουν πως θα μπερδεύονταν κι αυτή και δεν ήθελα να γίνω αιτία για μια βασανιστική ζωή. Η αλήθεια είναι πως υπέφερα πολύ. Δεν μπορούσα να την ξεριζώσω από την σκέψη μου. Και στο βουνό και στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, μ’ αυτήν ζούσα. Με όνειρα που ήξερα πως ήταν απραγματοποίητα. Και όταν παντρεύτηκα δε μπορούσα να την ξεχάσω. Και να 'ταν δεσμός που να είχε κρατήσει! Δυο μέρες γνωριμίας ήταν. Ήταν όμως κάτι το συγκλονιστικό. Ήταν αυτό που λέγεται πραγματικός κεραυνοβόλος έρωτας. Θα βρούμε ώρα να τα πούμε. Έχω γράψει κάτι στην φυλακή, στη Κασσάνδρα, που δεν τόλμησα να στο δείξω. Ήσουν πολύ αυστηρός σ’ αυτά. Τα έσωσα και τα έφερα να στα διαβάσω. Ήξερα πως θα με ρωτούσες.

Πολλά σου είπα, πες μου τα δικά σου. Ποτέ δεν άκουσα αν συγκλονίστηκες κι εσύ από παρόμοιο αίσθημα. Θυμάμαι σε τριγύριζαν η Φανή και η Αρετή στα χρόνια της αντίστασης. Εσύ όμως αγέρωχος. Παράδειγμα αγωνιστή προς μίμηση. Γιατί, ήταν κακό; Δεν ήταν το ωραιότερο ανθρώπινο αίσθημα!

-Τέτοια Άλκη ήταν εκείνη η εποχή! Έπρεπε να γίνει κι αυτή η θυσία. Δεν έπρεπε να μπλέξω. Διότι δεν είχε προοπτική, φως πουθενά για έναν τίμιο δεσμό που να μην αδικούσα. Έπειτα δεν ένιωσα για αυτές τις δυο κοπέλες κάτι το συγκλονιστικό, σαν το δικό σου που να υπέκυπτα. Μάλλον ήταν κάτι πολύ μονόπλευρο. Πρόβλημα δικό τους, που δεν μου άγγιζε. Ύστερα μη ξεχνάς και τρεις αδερφές.

-Στη Σαλονίκη, που και που συναντώ τη Θάλεια, την αδελφή του Κυριάκου.

Στο άκουσμα του ονόματος, Θάλεια, ο Στάθης ένιωσε ένα σπασμό στην ψυχή.

-Με ρωτούσε και για σένα. Μ’ ένα παράξενο ενδιαφέρον. Υπήρχε τίποτα ανάμεσά σας;

Ο Στάθης σιωπούσε. Τελικά απάντησε.

-Τίποτε απολύτως.

-Δεν μπορεί, δεν δικαιολογείται αυτό το ιδιόμορφο ενδιαφέρον της!

-Την βλέπεις τώρα, τι κάνει;

-Πρέπει να είχες μάθει. Την είχαν πιάσει. Έμεινε ένα, ενάμιση χρόνο στη φυλακή. Όταν βγήκε καλοπαντρεύτηκε μ' ένα καλό δικό μας παιδί. Στέκουν καλά. Έχουν παιδιά. Δεν ξέρω περισσότερα. Πάντως παρόλο που πέρασαν τόσα χρόνια, διατηρεί τα όμορφά της χαρακτηριστικά.

-Αν ποτέ την δεις, πες της χαιρετίσματα.

Οι δύο φίλοι προχωρούσαν τον δρόμο πιάνοντας πότε, πότε ο ένας τον άλλο από το μπράτσο.

Αραιά και που, δίπλα τους περνούσαν χωριανοί του Στάθη με ζώα φορτωμένα ξύλα. Τους χαιρετούσαν. Ορισμένοι δια χειραψίας τον Στάθη. Αντάλλαζαν μαζί του και κουβέντες. Τον βλέπαν για πρώτη φορά φέτος ίσως.

-Πώς σε πιάσαν το σαράντα πέντε; ρώτησε ο Στάθης.

-Με πιάσαν μετά από σένα. Όταν με πήγαν στις φυλακές, εσάς σας είχαν τραβήξει στην Κασσάνδρα. Μετά ένα μήνα μας φέραν κι εμάς εκεί. Μ’ απέλυσαν κι εμένα όπως κι εσένα με τα μέτρα του Σοφούλη, ως ηθικό αυτουργό, αρχές σαράντα έξι. Εγώ έμεινα στη Θεσσαλονίκη. Πήγα να συνεχίσω το πανεπιστήμιο. Τα είδα σκούρα αρχές του σαράντα επτά και πιστός στο επαναστατικό κίνημα, έφυγα το Μάρτιο στο βουνό. Από κει και πέρα, τι να σου πρωτοπώ. Τις ταλαιπωρίες, τις δοκιμασίες, την καταστροφή, την υποχώρηση. Άστα καλύτερα. Πολλά θα έχεις διαβάσει γι' αυτά. Στην προσφυγιά πήρα την απόφαση να συνεχίσω τις σπουδές. Από γεωπόνος πήγα μηχανολόγος. Δυσκολίες πολλές αλλά τα κατάφερα. Τώρα είμαι καλά. Τα δικά σου πες μου.

Κίτσος Γιαγγιώργος, Παλιά στη Φλώρινα. Μέρες νιότης, Αθήνα 1993, σ. 72-74.