Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Παλιά στην Φλώρινα. Μέρες νιότης

Γιαγγιώργος Κίτσος, Παλιά στην Φλώρινα. Μέρες νιότης, Αθήνα 1993, σ. 83-87.

Αυγουστιάτικο μεσημέρι, τρεις η ώρα. Η μικρή πόλη παίρνει το μεσημεριάτικο ύπνο. Το δασάκι που ακουμπάει, που και που αφήνει την δροσερή πνοή του να χαϊδεύει τις κόκκινες σκεπές των διώροφων σπιτιών. Πολυκατοικίες εκείνα τα χρόνια δεν είχαν ακόμη ξεφυτρώσει. Μονώροφες ή διώροφες μονοκατοικίες, κτισμένες άλλες επί τουρκοκρατίας, οι περισσότερες όμως μετά την απελευθέρωση, συγκροτούσαν τη μικρή όμορφη πόλη.

Ήταν καλοκαίρι του 1946. Η συμφωνία της Βάρκιζας από καιρό είχε καταρρακωθεί. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς είχαν γίνει συλλήψεις όλων των αριστερών στελεχών της πόλης και της περιοχής. Τους είχαν σκορπήσει στα νησιά του Αιγαίου. Τρεις είχαν ξεφύγει την παγανιά. Κρύβονταν στην πόλη. Ο Στάθης ήταν ο τέταρτος που μαζί τους αποτελούσαν την καθοδήγηση του νομού. Είχε ξεφύγει τη σύλληψη διότι έλειπε στην Θεσσαλονίκη. Επειγόντως γύρισε. Στην πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής αποφασίστηκε να κυκλοφορεί ελεύθερος και να εκπροσωπεί νόμιμα την οργάνωση. Βέβαια η νόμιμη κυκλοφορία του δε κράτησε περισσότερο από τέσσερις μήνες.

Σ’ αυτούς τους τέσσερις μήνες συναντιόνταν με τους άλλους τρεις παράνομους και συνεδριάζαν. Η παρακολούθησή του ήταν ανελλιπής. Μπορούσε εύκολα, άθελά του να γίνει καταδότης των τριών. Γι' αυτό προκειμένου να συναντηθεί έπρεπε να πάρει τα μέτρα, να ξεφύγει την παρακολούθηση. Και το κατάφερνε. Ως που μετά το δημοψήφισμα του φθινοπώρου, για τον ερχομό του βασιλιά, πιάστηκε χωρίς να κινδυνέψουν οι άλλοι τρεις.

Για να ξεφύγει την παρακολούθηση και να παίρνει μέρος στις συσκέψεις, που γίνονταν πάντα νύχτα, έφευγε μεσημεριάτικα από το σπίτι, όταν ο κόσμος έπαιρνε το μεσημεριάτικο ύπνο. Πήγαινε σε οργανωμένο σπίτι, κοντά στο σπίτι που θα γίνονταν η σύσκεψη. Εκεί περίμενε να νυχτώσει για να πάει στο ραντεβού.

Το ίδιο έγινε κι αυτή τη φορά. Βγήκε κατά τις τρεις. Έξω ήταν νέκρα. Πήρε το δρόμο δίπλα στο ποτάμι. Την πόλη νανούριζαν τα τζιτζίκια που είχαν πλημμυρίσει τα ψηλά δένδρα από τις όχθες του ποταμού. Το ποτάμι με το ελάχιστο νερό δεν έβγαζε άχνα. Μόνο τα βράδια τα βατράχια του στήναν την ενοχλητική συναυλία, καταστρέφοντας την γαλήνη της πόλης. Τα περισσότερα σπίτια από τις δύο όχθες του ποταμιού που περνούσαν δύο παράλληλοι δρόμοι είχαν χτιστεί επί τουρκοκρατίας πάνω στο μακεδονικό στυλ της βυζαντινής εποχής. Προέκτειναν το δεύτερο πάτωμα πάνω στο δρόμο στηρίζοντας την προέκταση σε καμπυλωτούς δοκούς. Υπήρχαν και διώροφα ωραία σπίτια κτισμένα νεότερα.

Ανέβαινε λοιπόν το δρόμο της δεξιάς όχθης του ποταμιού αντίθετα από τη ροή του. Πάνω από το ποτάμι, σε όχι μεγάλες αποστάσεις, ξάπλωναν ξύλινες γέφυρες μόνο για πεζούς. Ήταν και πέντε σ’ όλο το μήκος, ξύλινες κι αυτές, που περνούσαν και τροχοφόρα. Κάρα ως επί το πλείστον γιατί τα αυτοκίνητα τότε ήταν μετρημένα.

Πέρασε την μια μεγάλη γέφυρα και δύο μικρές γυρίζοντας πότε πότε προς τα πίσω επιδέξια για να δει μήπως το παρακολουθούν. Πλησιάζοντας στην επόμενη στενή γέφυρα αντίκρισε μια κοπέλα ν’ ανεβαίνει τη γέφυρα από την απέναντι πλευρά και να την περνά βιαστικά. Κατέβηκε στην άλλη άκρη της γέφυρας όπου την περίμενε μια βρύση. Τότε οι βρύσες ήταν σκορπισμένες στους δρόμους της πόλης σε πολλές γωνίες. Κρατούσε ένα γκιούμι στο χέρι. Το άφησε κάτω στην τσιμεντένια σκαφίτσα της βρύσης.

Τα μάτια των δύο νέων συναντήθηκαν. Ο Στάθης εικοσιπέντε χρονών τότε, η Θάλεια εικοσιενός. Είχαν χρόνια να συναντηθούν. Τότε που ο Στάθης ήταν είκοσι και η Θάλεια δεκάξι.

Ο Στάθης ώριμος νέος τώρα. Τον έκαμαν και πιο ώριμο οι ευθύνες που είχε στον αγώνα που συνεχίζονταν.

Χαμογέλασε η Θάλεια. Όλο το πρόσωπό της, με πρώτη τη ματιά της και τα ωραία της χείλη, έλαμπε χαμόγελο. Την πλησίασε όλο χαρά ο Στάθης. Έπιασε τα δυο της χέρια, τα έσφιξε όσο μπορούσε. Οι ματιές τους αγκαλιάστηκαν όλο φλόγα και χαρά. Ένα Α!! είπαν και οι δυο τους. Μείναν σιωπηλοί μιλώντας με τα μάτια τους. Να είχε ομορφύνει τόσο πολύ η Θάλεια όσο φάνταζε στον Στάθη! Ή μήπως η πολύκαιρη απομόνωσή του από το νεανικό περιβάλλον τον έκανε να την βλέπει τόσο όμορφη.

Ήταν μελαχρινή με κανονικό μπόι, σώμα προς το λεπτό, μαλλιά μαύρα, όχι και πολύ πυκνά, καλοχτενισμένα, πέφταν στους ώμους της. Μάτια καστανά παράξενα. Στόμα κανονικό με χείλη σαρκώδη, μα προπάντων κατάλευκα ωραία δόντια. Πόσο όμορφη!!!

Τι μπορούσαν όμως να πουν τόσο ξαφνικά που συναντήθηκαν! Έτοιμοι ήταν και οι δυο για πολλά. Μα αυτά δε λέγονται μεσημεριάτικα και κυρίως όταν σε παρακολουθούν. Λέγονται στο σούρουπο, σε χρόνο ξενοιασιάς, σ' ένα βραδινό περίπατο. Κι αν για την Θάλεια υπήρχε και τώρα χρόνος και δεν ήταν καθόλου και ακατάλληλη ώρα έστω και στη βρύση, όπως συνηθίζονταν παλιά στα χωριά, για τον Στάθη δεν υπήρχε χρόνος. Έπρεπε να βιαστεί, να φτάσει στον προορισμό του χωρίς να πέσει στην αντίληψη της παρακολούθησης. Σκληρέ αγώνα! Δεν αφήνεις περιθώρια για τρυφερότητα!

Ήταν όμως μόνο αυτό! Περισσότερο ήταν το ξάφνιασμα, η απροετοιμασία. Οι νέοι και οι νέες, όταν πρωτοσυναντιούνται, πόσες φορές δεν προσχεδιάζουν και δεν επαναλαμβάνουν αυτά που έχουν αποφασίσει να πουν! Πώς θα τα πουν. Πώς θ' αρχίσουν, πώς θα τελειώσουν. Γίνονται σαν τους ηθοποιούς όταν μαθαίνουν το κείμενο του ρόλου τους. Στην περίπτωσή μας όμως, όχι προετοιμασία δεν υπήρχε, αλλά το βασικότερο για το νέο μας δεν υπήρχε ούτε εμπειρία.

Την κοίταζε σαν χάνος. Μουδιασμένος, αδέξιος.

Η Θάλεια τόλμησε. Απελευθέρωσε τα χέρια της από τα χέρια του που συνέχιζε να της τα κρατά. Τα ακούμπησε στο στήθος του, προσπαθώντας να του κουμπώσει το ένα κουμπί του πουκαμίσου του που άφηνε ελεύθερο το ωραίο νεανικό του στήθος. Τα δυο της δάχτυλα στην προσπάθεια να κουμπώσουν το κουμπί, ακουμπούσαν τρυφερά το στήθος. Δάχτυλα απαλά. Δάχτυλα άβαφα, χωρίς μακριά νύχια, χάιδευαν το αναμμένο, ηλεκτρισμένο στήθος.

Πόσο όμως μπορούσε να διαρκέσει αυτό!

Πολλά, πάρα πολλά χρόνια.

Αυτήν την ολιγόλεπτη συνάντηση δεν την ξέχασε σ’ όλη την ζωή του ο Στάθης. Ίσως ήταν αυτό που λένε κεραυνοβόλος έρωτας. Που φέρνει τέτοια τραντάγματα στους νέους, τέτοιους κλονισμούς που δεν επουλώνονται ποτέ. Τραύματα που πονάνε όμορφα, συνοδευόμενα με την μορφή εκείνη που τα προκάλεσε.

Ο Στάθης δε θυμάται αν είπαν τίποτε. Τι είπαν! Θυμάται όμως πως ούτε αυτός ούτε η Θάλεια, τόλμησαν να προτείνουν να συναντηθούν άλλη ώρα, άλλη μέρα. Στην Θάλεια ήταν φυσικό για κείνα τα χρόνια, δεν ήταν συνηθισμένο να παίρνει εκείνη την πρωτοβουλία. Ο Στάθης όμως! Όπως πάντα αδέξιος, διστακτικός, συνεσταλμένος, τώρα θα άλλαζε που τα είχε και τελείως χαμένα.

Συνεχίζοντας το δρόμο για τον προορισμό του, μετά την συγκλονιστική τρυφερή αυτή συνάντηση, προσπαθούσε να συνέλθει απ’ αυτό το σοκ. Βασανίζονταν γιατί δεν μπόρεσε να της προτείνει να συναντηθούν μια άλλη βραδιά.

Πώς όμως θα συναντιόνταν αφού αυτός ήταν η σημαδούρα της παρανομίας! Με ποιο δικαίωμα, άθελά της, θα μπέρδευε την κοπέλα σ’ αυτή τη φωτιά που ετοιμάζονταν να ανάψει κι άναψε! Φωτιά αδελφοκτόνου πολέμου.

Όχι, καλά έκανε και χώρισαν έτσι. Χώρισαν όμως για πάντα. Δε συναντήθηκαν ποτέ. Νέα της έμαθε μόλις προ ολίγου από τον Άλκη. Δεν έτυχε ποτέ να συναντηθούν. Αλλά και δεν το ήθελε. Φοβόνταν. Ήταν βέβαιος πως ύστερα από τόσα χρόνια θα είχε αλλάξει η Θάλεια. Κι αυτός την ήθελε νάνε τέτοια όπως τότε.

Έζησε πολλά χρόνια με την εικόνα της. Την έπλασε πάρα πέρα με την φαντασία του τέτοια όπως θα ήθελε την σύντροφο της ζωής του, την ερωμένη του.

Πόσες φορές στα δύσκολα χρόνια, χρόνια δοκιμασιών δεν την φαντάζονταν και δεν έπλαθε με την φαντασία του ολόκληρες σκηνές με ήρωα τον εαυτό του και την Θάλεια!

Ναι την θυμόταν πάντα. Και μ’ αυτή παρομοίασε την ρωσίδα κοπέλα που συνάντησε στην γέφυρα του ποταμού Αγκαρά στην πόλη Ιρκούκς της Σιβηρίας! Αυτή όμως είναι μια άλλη τρυφερή συνάντηση.

Κίτσος Γιαγγιώργος, Παλιά στη Φλώρινα. Μέρες νιότης, Αθήνα 1993, σ. 83-87.