Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Παλιά στην Φλώρινα. Μέρες νιότης

Γιαγγιώργος Κίτσος, Παλιά στην Φλώρινα. Μέρες νιότης, Αθήνα 1993, σ. 20-22, 28-34.

Δέκα χρονών ήταν ο Στάθης όταν για πρώτη φορά επισκέφτηκε την πόλη. Ήταν μήνας Σεπτέμβρης. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή γίνονταν το πανηγύρι στην πόλη. Η γιαγιά το είχε καθιερώσει να κατεβαίνει στην πόλη κάθε χρόνο που γίνονταν το πανηγύρι. Τότε έκαμνε η ίδια κάτι βασικά ψώνια της χρονιάς.

Παρασκευή μέρα, πρωί, καβάλα η γιαγιά στο άλογο που είχαν νοικιάσει. Πίσω ο αγωγιάτης Μίχας πεζός και ο Στάθης, πεζός κι αυτός, ακολουθούσαν. Δίπλα τους το μουλάρι του Μίχα φορτωμένο ξύλα, καυσόξυλα, ακολουθούσε την συντροφιά. Τρεις ώρες κάνανε για να φθάσουν στην πόλη. Ο Στάθης αν και πεζός, ήταν όλο χαρά. Δεν καταλάβαινε από κούραση. Έβλεπε καινούρια μέρη. Τρία άλλα χωριά πέρασαν ως που να φτάσουν στην πόλη. Διαφορετικά χωριά αυτά. Δεν μοιάζαν με το δικό τους. Τα σπίτια κτισμένα με πέτρα ή με πλιθιά, ήταν σκεπασμένα με κόκκινα κεραμίδια. Στο χωριό όλα ήταν σκεπασμένα με πέτρινες πλάκες. Δίπλα στα σπίτια άλλα πλινθόκτιστα, μάλλον ήταν στάβλοι ή αχερώνες. Ήταν σκεπασμένα με καλάμια αχύρου. Στο χωριό δεν υπήρχε κτίσμα πλίθινο, ούτε αχυρένια σκεπή. Όλα τα κτίσματα ήταν πέτρινα κι όλες οι σκεπές με πέτρινες πλάκες, εκτός από την εκκλησία και το σχολείο που είχαν σκεπή από τσίγγο καλοφτιαγμένη. Ήταν πολύ μεγάλες αυτές οι δύο σκεπές και το χιόνι το χειμώνα που έφτανε στο ένα μέτρο κι ορισμένες φορές περνούσε το μέτρο, δεν θα μπορούσε να κρατήσουν όλο αυτό το βάρος.

Ο Στάθης για πρώτη φορά είδε κι ένα παράξενο ζώο να περπατάει στο δρόμο που περνούσαν. Τέτοιο ζώο δεν είχαν στο χωριό. Ήταν κάτι μεγάλες, μαύρες αργοκίνητες με μεγάλα κέρατα αγελάδες. Του είπαν πως ήταν βουβάλες.

Στην πόλη σαν φτάσαν, ξάφνιασε από τα ωραία μεγάλα καθαρά σπίτια και τους καθαρούς ασφαλτόστρωτους δρόμους. Μαγαζιά ωραία με βιτρίνες που μέσα φιγουράραν κάτι τεράστιες κούκλες καλοντυμένες, δείχναν την ομορφιά τους και τις όμορφες φορεσιές.

Οι γυναίκες εδώ στην πόλη ήταν ντυμένες με πολιτικά, όπως οι δασκάλες του χωριού. Είχε δίκιο ο Λίας, ο συμμαθητής του, που είχε επισκεφτεί την πόλη πρώτος απ’ όλους τους συμμαθητές του Στάθη, όταν είπε στην τάξη πως, όλες οι γυναίκες στην πόλη είναι δασκάλες. Ο δάσκαλος του γέλασε με την αφέλεια του Λία.

Η γιαγιά, μόλις μπήκαν στα πρώτα σπίτια της πόλης ξεπέζεψε από το άλογο. Την βοήθησε ο Μίχας να κατέβει από το σαμάρι του αλόγου που ήταν σκεπασμένο με μια κόκκινη μικρή φλοκάτη. Πήρε το άδειο δισάκι στο ένα χέρι και με το άλλο έπιασε από το χέρι τον Στάθη, τράβηξε προς το κεντρικό δρόμο. Δεξιά και αριστερά του δρόμου ήταν κατακάθαρα πεζοδρόμια και ωραία μαγαζιά. Κάπου πιο πάνω στρίψανε αριστερά σ'έναν άλλο δρόμο και κτύπησαν την πόρτα ενός διώροφου σπιτιού. Τους άνοιξε μια μεσόκοπη γυναίκα, η κυρά Αρχόντα. Αγκαλιάστηκαν οι δύο γυναίκες. Εδώ είχε κονάκι η γιαγιά όσε φορές έρχονταν στην πόλη. Δεν πήγαινε στο δωμάτιο του γιού της που είχε νοικιάσει και έμενε χρόνια, μια που δούλευε συνέχεια στην πόλη. Ήταν αρχιμάστορας.

Την βραδιά εκείνη η γιαγιά και ο εγγονός της μείνανε στο σπίτι της κυράς Αρχόντας. Βλάχα η κυρά Αρχόντα, πρόσφυγα από το Μοναστήρι της Γιουκοσλαβίας. Χήρα, ηλικιωμένη γυναίκα φιλοξενούσε, με το αζημίωτο βέβαια, γνωστές από το χωριό της γιαγιάς.

Η απλή αυτή γυναίκα έβρισκε κατανόηση στην γιαγιά. Συνεννοούνταν καλά διότι ξέραν την ίδια γλώσσα, τα βλάχικα.

Ο Στάθης κατακουρασμένος πλάγιασε δίπλα στην γιαγιά, στρωματσάδα, χώθηκε στην αγκαλιά της και τον πήρε ο ύπνος.

Την άλλη μέρα, Σάββατο, μέρα παζαριού, η γιαγιά και ο εγγονός βγήκαν στην αγορά.

Το παζάρι βούιζε την πραμάτεια του, με φωνές των πουλητών στα σλάβικα και στα ελληνικά. Ο Στάθης περίμενε να διαλαλούν και στα αρβανίτικα. Δεν άκουσε όμως. Γεμάτη η αγορά με λουμπενίτσι (καρπούζια), καούνι (πεπόνια), πιπέρκι (πιπεριές), τσινίτσα (σιτάρι), τσιένκα (καλαμπόκι). Πρωί, πρωί βούιξε και ο σαλεπιτζής με το σαλέπι. Στην αγορά πουλούσαν και μπόζα, αναψυκτικό εκείνης της εποχής μαζί με την γκαζόζα που σφραγίζοντας το μπουκάλι αεροστεγώς με μια γυάλινη μπίλια που την πίεζες με το δάκτυλο και ξεκολλούσε από το στόμιο του μπουκαλιού, βυθίζονταν στον πάτο, αφήνοντας λίγο αφρό με το αέριο του οξυγόνου που είχε εμφιαλωθεί. Όταν ο Στάθης ήπιε την γκαζόζα που του αγόρασε η γιαγιά, έκανε την σκέψη να σπάσει το μπουκάλι για να πάρει την μπίλια που την λέγαν κι αυτή γκαζόζα σε διάκριση με τις άλλες μπίλιες. Δεν το άφησε όμως η γιαγιά.

Ο εγγονός έπεισε την γιαγιά να του αγοράσει ένα δεσπότη. Κούκλα πλαστικιά που τον είχε εντυπωσιάσει βλέποντάς το στη βιτρίνα του μαγαζιού κάτω από το σπίτι που διανυχτέρευσαν. Το ήθελε να το πάει δώρο στην αδελφή του που της άρεζαν οι πουπούσιες (κούκλες) που φτιάχναν οι ίδιες οι κοπέλες με πανιά. Που να ξέρει όμως πως οι κοπέλες θέλαν κούκλες που να τις ντύναν νύφες κι όχι δεσποτάδες!

Η γιαγιά μπαίνοντας στην αγορά, δεν αρκέστηκε στο γάλα που ήπιε το παιδί στο σπίτι. Πλησίασε εκεί που φώναζαν τα κεμπάκια, σπεσιαλιτέ της πόλης αυτής, είδος σουτσουκιού. Ο κεμπαπτσής είχε στήσει πάνω σένα πάγκο το μαγκάλι με τα κάρβουνα. Πάνω στα κάρβουνα ψηλότερα λίγο είχε ρίξει την σκάρα όπου έψηνε τα κεμπάπια. Μοσχοβολούσε ο τόπος από την τσίκνα τους. Σ' ένα σιμίτι (ψωμάκι μικρό) των δύο δραχμών ο κεμπαπτζής, το έκοψε εκόρσια στα δύο, το γέμισε με πέντε κεμπάπια, τα πασπάλισε με μπόλικο μπούκοβο (πιπέρι από κόκκινη τριμμένη καφτερή πιπεριά) με αλάτι και ρίγανη, το πρόσφερε στο μικρό πελάτη του. Ακόμα και τώρα ο Στάθης ξερογλύφεται σαν θυμάται εκείνο το σιμίτι με τα κεμπάπια. Του έμεινε αξέχαστη η νοστιμάδα.

Η γιαγιά είχε ξυπνήσει πρωί για να βγει στην αγορά. Μια φορά το χρόνο έρχονταν στην πόλη. Πάντα τις μέρες του Σεπτέμβρη που γίνονταν το παραδοσιακό πανηγύρι της πόλης. Είχε ξυπνήσει και τον Στάθη πρωί, πρωί. Ξυπνούσε κι αυτός πάντα πρωί. Στο χωριό οκτώ η ώρα το βράδυ κοιμόνταν. Το πρωί εξίμισι όταν φεύγαν τα γίδια του χωριού σε κοινό κοπάδι, ξυπνούσαν και τα παιδιά. Βγαίναν εκεί που μαζεύονταν τα γίδια και χάζευαν βλέποντάς τα να χτυπιούνται με τα κέρατά τους. Σηκώνονταν όρθια στα δυό τους πόδια τα πισινά και πέφταν η μιά πάνω στην άλλη.

Έτοιμοι τώρα κατέβηκαν στο κεντρικό δρόμο της πόλης, πέρασαν από την αγορά όπως είδαμε για να ρίξει μιά πρώτη ματιά η γιαγιά. Μετά πήραν το δρόμο για το πανηγύρι.

Η γιαγιά κρατούσε τον εγγονό από το χέρι, σχεδόν τον έσερνε. Περπατούσε βιαστικά, ενώ ο Στάθης χάζευε στις βιτρίνες αλλά και τον πολύ κόσμο που κυκλοφορούσε στους δρόμους. Όλα του φαίνονταν παράξενα. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοια πράματα. Ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήταν διαφορετικά ντυμένος από τους ανθρώπους του χωριού. Το ντύσιμο των χωρικών ποικίλο. Γυναίκες με κάτασπρα πουκάμισα κεντημένα, από πάνω την γκιουρντία, όμοιο με το αρβανίτικο τσιπούνι, μικρότερο όμως κι όχι τόσο κεντημένο. Άσπρο μαντίλι δεμένο γύρω, γύρω στο κεφάλι, άφηνε όλο το λαιμό να φαίνεται και τα μαλλιά να κρέμονται πλεξούδες. Κάλτσες μάλλινες, πλεγμένες κεντητές, άλλες φορούσαν παπούτσια, άλλες ξυπόλητες, αφού οι κάλτσες φτάναν ως τον αστράγαλο. Άλλες είχαν φουστάνια που μοιάζαν με τα ηπειρώτικα που φορούσαν στο χωριό αλλά, πιο κοντά και πιο απλά, χωρίς πιέτες. Κάλτσες μάλλινες μαύρες και λαστιχένια μαύρα τσαρούχια, σχέδιο σκαρπίνι.

Ο Στάθης όμως χάζευε περισσότερο με τις κοπέλες της πόλης. Ντυμένες με όμορφα λεπτά φουστάνια, τα πολιτικά όπως λέγαν.

Σχεδόν σερνόμενος κόντευε να του ξεριζώσει το χέρι η γιαγιά, πέρασαν τον κεντρικό δρόμο, βγήκαν έξω από την πόλη. Κάπου εκεί σε μιά ακατοίκητη μεγάλη έκταση, ο Στάθης βρέθηκε σένα παράξενο φαινόμενο. Άνθρωποι πολλοί, ανακατεμένοι σε πολλά ζώα, φώναζαν, συζητούσαν, έδειχνε ο ένας τα ζώα στον άλλο, χαϊδεύοντάς τα. Καβάλαγαν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια. Τα τρέχαν πάνω κάτω. Ήταν το ζωοπάζαρο.

Πιο πέρα, κάτω από τέντες, απλώνονταν πάγκοι, άλλοι φορτωμένοι με υφάσματα, άλλοι με παπούτσια κι άλλοι με ψιλικά και διάφορα άλλα πράματα. Πίσω από τους πάγκους άνθρωποι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Πιο πέρα λοταρίες, τριγυρισμένες από κόσμο που έβαζε πάνω χρήματα για να κερδίσει πολλαπλάσια. Δυό τσαντίρια πιο πέρα, κόσμος περίμενε ουρά για να μπει, για να δει τα θαυματουργά των φακίρηδων. Πιο κει μαγγάνια με σκάρες που πάνω τους ψήναν ψάρια, κρέατα κεμπάπια. Η τσίκνα τους έσπαζε μύτες των περαστικών. Εκεί μακρύτερα πουλούσαν οι σταμνάδες τα όμορφά τους τσουκάλια τις διάφορες σε διάφορα σχήματα στάμνες, τα κιούπια σε διάφορα μεγέθη κι όμορφες πήλινες γλάστρες. Προς την άκρη του πανηγυριού, εκεί που παζάρευαν τ' άλογα, μικρά κοπάδια από πρόβατα παζαρεύονταν από τους χωρικούς. Εκεί δίπλα πουλούσαν αγελάδες, μουσχάρια, βόδια, γουρούνια και γουρουνόπουλα, αλλά και κότες και κοκόρια με δεμένα τα πόδια τους.

Τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, με στολισμένα τα καπίστρια τους με πολύχρωμες φουντίτσες και χάντρες, άλλα σαμαρωμένα με καινούρια σαμάρια στολισμένα κι αυτά με τα καρφιά που περνούσαν μέσα από πολύχρωμα πάνινα αστεράκια, άλλα ασαμάρωτα με πολύχρωμες κορδέλες στην ουρά τους. Γύφτοι τα χάιδευαν κρατώντας πολύχρωμα κατσίκια, τα τσιγκλούσαν για να δείχνουν ζωηράδα. Κάποιοι που παζάρευαν ένα άλογο, του είχαν ανοίξει το στόμα και του εξέταζαν τα δόντια για να μετρήσουν την ηλικία του.

Ήταν το χρονιάτικο πανηγύρι που γίνεται στην πόλη κάθε τέτοια εποχή. Έμποροι και επαγγελματίες απ’ όλη την περιοχή κι απ’ άλλες περιοχές και πόλεις είχαν φέρει την πραμάτεια τους να πουλήσουν.

Γιατί ήρθε η γιαγιά εδώ! Γιατί το περιεργάστηκε όλο το πανηγύρι! Είχε σκοπό να ψωνίσει κάτι! Μάλλον όχι. Έτσι από συνήθεια έπρεπε να το επισκεφτεί και μετά να πάει στο άλλο το Σαββατοκύριακο παζάρι να ψωνίσει τα ψώνια της.

Ήθελε ν’ απολαύσει έστω και για λίγο αυτήν την οχλοβοή του πανηγυριού. Χάζευε η γιαγιά περισσότερο τους γύφτους, τους τζαμπατζήδες, που είτε πουλούσαν δικά τους ζώα είτε συμβούλευαν άλλους σαν εμπειρογνώμονες για να αγοράσουν.

Η γιαγιά σταμάτησε εκεί που πουλούσαν τις γίδες. Είχε μεράκι στις γίδες. Ρώτησε τον εγγονό, δείχνοντάς του ένα παρδαλό ωραίο κατσικάκι.

-Σ' αρέσει αυτό;

Ο Στάθης κούνησε το κεφάλι μένα ωραίο τρυφερό χαμόγελο. Αυτό που δείχνουν τα παιδιά στα μικρά τα ζώα, όταν βρίσκονται κοντά τους και γίνονται ένα μ' αυτά.

-Πολύ ωραίο είπε η γιαγιά. Αλλά και τα δικά μας στο σπίτι δεν είναι λιγότερο όμορφα.

Σαν χόρτασε η γιαγιά το πανηγύρι, πήρε τον εγγονό και πήγε στο πάγκο που πουλούσαν παιδικά παιχνίδια.

-Διάλεξε, είπε στο παιδί.

Του Στάθη η ματιά έπεσε πάνω στη μουζική (φυσαρμόνικα).

Πήρε μία. Είχε δύο σειρές δόντια. Έτσι λέγαν τις τρύπες της φυσαρμόνικας που βγάζουν τους διάφορους τόνους, τους ήχους. Η γιαγιά την πλήρωσε κι έκανε να φύγει. Ο Στάθης όμως πήρα και μία τουρμπέτα (καραμούζα) κι ένα μπιρμπίλι (σφυρίχτρα). Ήθελε να τα πάει δώρο στο μικρότερό του αδελφό.

-Για το Γιαννάκη, είπε της γιαγιάς.

Η γιαγιά πλήρωσε και την τουρμπέτα και το μπιρμπίλι. Ο Στάθης, έτσι με την τουρμπέτα, το μπιρμπίλι και τον δεσπότη, είχε εξασφαλίσει τα δώρα του για την αδελφούλα και το αδελφάκι του.

Τώρα η γιαγιά χωρίς να ρωτήσει τον εγγονό της πήρε το δρόμο του γυρισμού. Η ώρα πλησίαζε να συναντηθούν με το γιο της στο καφενείο που είχαν ορίσει.

Το καφενείο ήταν στην πλατεία της πόλης. Ένα ξεχωριστό καφενείο που άραζαν οι συγχωριανοί οικοδόμοι, αλλά και οι αγωγιάτες του χωριού.

Όταν μπήκε η γιαγιά σηκώθηκαν οι χωριανοί και της πρότειναν καρέκλα να τη κεράσουν. Αυτή όμως βιάζονταν. Έπρεπε να προλάβει το παζάρι.

Το παζάρι ήταν στο κέντρο της πόλης. Φωνές ακούονταν από παντού. Όλοι διαλαλούσαν την πρμάτεια τους. Ο Στάθης απορούσε με τις γλώσσες που άκουγε. Κυριαρχούσαν τα ελληνικά και τα σλάβικα. Τα ποντιακά μόλις είχαν αρχίσει να ξεμυτίσουν κι αυτά.

Πέρασαν όλη την αγορά η γιαγιά με το γιό της και τον εγγονό. Σταμάτησαν στα σιτάρια. Η γιαγιά έχωνε τις χούφτες στα τσουβάλια με σιτάρι, τις γέμιζε και εξέταζε τα σπυριά αν ήταν γεμάτα και ξερά κι αν υπήρχαν χώματα, άμμος και σκύβαλα, μαυράδια. Τελικά διάλεξε δύο οσμάκια (δύο σακιά των σαράντα με σαράντα πέντε οκάδων), τα παζάρεψε με τον τρόπο που αυτή ξέρει. Κάτι του έκοψε από την τιμή. Άδειασε τα σακιά ο χωρικός στα σακιά της γιαγιάς που είχε φέρει από το χωριό. Σακιά από μαλλί φτιαγμένο στο αργαλειό. Τα φόρτωσε στον ώμο δύο φορές ο χωρικός και τα πήγε σένα διπλανό μαγαζί γνωστού γιού της. Από εκεί θα φόρτωνε ο Μίχας για το χωριό.

Από εκεί τράβηξαν στην κύρια αποστολή της. Εκεί που πουλούσαν τα μαλλιά, πρόβια ή γιδίσια. Γι αυτό ήρθε στην πόλη. Να αγοράσει μαλλί. Τ’ άλλα μπορούσε να ψωνίσει και ο γιος της. Ρίξαν μια ματιά σ' όλους τους πουλητάδες κτηνοτρόφους χωρικούς. Διάλεξε το καλύτερο.

Έμειναν να ψωνίσουν ζαρζαβατικά και κανένα καρπούζι ή πεπόνι. Ο γιός της κουβαλούσε το δισάκι, φτιαγμένο κι αυτό στ’ αργαλειό. Γέμισαν το δισάκι με ζαρζαβατικά, μένα μεγάλο καρπούζι κι ένα πεπόνι. Ο γιος της τα πήγε στο μαγαζί πού 'χαν αφήσει το σιτάρι και το μαλλί.

Σειρά είχαν τώρα τα μαγαζιά. Πέρασαν σε πέντε-έξι εμπορικά. Η γιαγιά ψώνιζε. Αυτή παζάρευε. Σ’ όλους κάτι έκοβε στις τιμές. Αγόρασε ύφασμα για ένα φουστάνι για την εγγονή, την αδελφή του Στάθη. Αγόρασε καντιφέ (κοτλέ) για δυο κουστούμια για τα εγγόνια. Όλα σε πήχες. Δυό ζευγάρια άσπρα πάνινα παπούτσια για τα εγγόνια. Ένα ζευγάρι παντόφλες όμορφες για την εγγονή,

Ο Στάθης της είχε ζητήσει να του πάρει πηλίκιο σχολικό. Πήρε δύο με άσπρα συρίτια που είχαν μπλε γραμμή στη μέση, με πλαστικό γείσο. Ο Στάθης το φόρεσε το δικό του. Το 'βαλε λίγο στραβά. Η γιαγιά του το διόρθωσε, το έσιαξε.

-Μικρός είσαι ακόμα να βάλεις στραβά το καπέλο, του είπε.

Στην γιαγιά δεν περνούσαν οι ζαβολιές του Στάθη.

Πήρε από δυο μπλούζες (φανέλες τις λέγανε τότε) βαμβακερές με μακριά μανίκια, με μπλε γιακάδες και το υπόλοιπο με στενές άσπρες και μπλε ρίγες οριζόντιες. Χρώματα της ελληνικής σημαίας (φλιάμπουρι την έλεγε η γιαγιά). Τους πήρε κι από ένα ζεύγος στρίγκα (τιράντες) με ελαστικότητα για να μη καμπουριάσουν τα παιδιά. Δυό τσίπες (μαντίλια του κεφαλιού) μεταξωτές για τις δυό εγγονές. Μιά μαύρη μαντίλα με κρόσια για τον εαυτό της και δυό μαντίλια καφτάνκα για την νύφη της, μάνα του Στάθη και για την κόρη της, θεία του Στάθη.

Τα ψώνια τέλειωσαν. Ο γιός πλήρωνε. Η γιαγιά δεν έριξε ματιά στο πορτοφόλι του γιου της να δει αν φτάναν. Έπρεπε να είχε κάνει το κουμάντο. Για ψώνια ήρθε της χρονιάς, όχι για το πανηγύρι, για βόλτα!

-Τώρα πάμε να φάμε για να είμαστε έτοιμοι για το δρόμο.

Κίτσος Γιαγγιώργος, Παλιά στη Φλώρινα. Μέρες νιότης, Αθήνα 1993, σ. 20-22, 28-34.