Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Νύμφη ανύμφευτη

Χρήστου Γ. [Μόδης Γεώργιος], «Νύμφη ανύμφευτη», Μακεδονικές ιστορίες, Α.Ι. Ράλλης, Αθήνα 1929, σ. 196-198.

Υπήρχε και κάποιος άλλος σοβαρότερος λόγος της γενικής απροθυμίας. Ο γαμπρός, ο Κόλας, τα χαράγματα είχε αφήσει το γλέντι κι έφυγε για το πανηγύρι στη Φλώρινα να πουλήσει τα προϊόντα της τέχνης του. Όλοι τον απέτρεψαν. Έπρεπε να κοιτάξει τώρα τη χαρά και ν’ αφήσει τις δουλειές γι’ αργότερα. Ήταν κι οι κομιταζήδες που δεν έπρεπε να τους ξεχνάει. Μα ο Κόλας, τετραπέρατος βλάχος χρυσικός, που είχε γυρίσει με τα δαχτυλίδια, τα σκουλαρίκια, τις αλυσίδες και τ’ άλλα ασημικά του όλη την Παλαιά Ελλάδα, δεν ήταν από εκείνους που μπορούσαν ν’ αφήσουν να τους ξεφύγει ένα πανηγύρι. Όσο για τους κομιτατζήδες τους έγραφε στα παλιά του παπούτσια. Υποσχέθηκε μονάχα να φύγει νωρίς απ’ το πανηγύρι και να γυρίσει μαζί με οκτώ άλλους Νεβεσκιώτες, που ήταν στη Φλώρινα. Η νύφη έμαθε την αναχώρησή του αργά. Αλλιώς δεν θα τον άφηνε με κανένα τρόπο να φύγει. Κλεισμένη τώρα στην κάμαρά της έστελνε από νωρίς κάθε λίγο και λιγάκι παιδάκια στο σπίτι των πεθερικών να ρωτήσουν αν ο Κόλας γύρισε. Σε κάθε αρνητική απάντηση έσπαζε στα κλάματα.

-Τι κάνεις έτσι κόρη μου; Όπου να 'ναι θα γυρίσει, της έλεγε η μάνα της,

-Φοβάμαι, μητέρα, ήταν η απάντησή της, κι έπεφτε στην αγκαλιά της.

-Μα δεν πήγε πουθενά μακριά. Στη Φλώρινα πήγε… Το κλάμα σου για καλό σας να 'ναι.

-Φοβάμαι, μητέρα.

Η ώρα περνούσε κι η αγωνία μεγάλωνε και γενικευόταν. Γιατί αργούσαν; Νύχτωσε πια. Τι έγιναν; Η απόσταση απ’ τη Φλώρινα ως τη Νέβεσκα δεν είναι περισσότερο από 4-4 1/2 ώρες. Από οποιονδήποτε δρόμο κι αν περνούσαν –τα δύσκολα εκείνα χρόνια οι ταξιδιώτες ποτέ δεν έλεγαν ποιο δρόμο θ’ ακολουθούσαν –έπρεπε να ήταν νωρίς στο χωριό. Τα παζάρια και τα πανηγύρια έχουν ζουμί κυρίως ως το μεσημέρι. Τι να έπαθαν λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι; Τους κράτησαν οι Τούρκοι; Μα γιατί; Ήταν όλοι τους φρόνιμοι οικογενειάρχες που δεν είχαν δοσοληψίες με τις κυβερνητικές αρχές. Μήπως τους εμπόδισε η απογευματινή βροχή; Μα ήταν δυνατό; Ήταν Σαββατόβραδο, γινόταν γάμος κι είχαν και το γαμπρό μαζί τους. Μην τυχόν οι κομιτατζ…; Και τη λέξη αυτή δεν τολμούσαν ούτε νοερά ν’ αποτελειώσουν. Ένιωθαν να ορθώνονται όλες οι τρίχες της κεφαλής τους. Το μυαλό κι η φαντασία όλων των 1240 κατοίκων της Νέβεσκας, μικρών και μεγάλων δούλευαν με πυρετώδη δραστηριότητα ν’ ανακαλύψουν την εξήγηση του μυστηρίου κι ένα μεγάλο αγωνιώδες ερωτηματικό ήταν απλωμένο πάνω απ’ το χωριό. Τους φρικτούς φόβους που ο καθένας ένιωθε μέσα του δεν τολμούσαν ούτε στον εαυτό τους να εξωτερικεύσουν κι όλοι πάσχιζαν μ’ όλη τους την καλή θέληση να συγκρατήσουν την ελπίδα και το κουράγιο. Μόνοι οι γύφτοι λησμονημένοι στη γωνιά τους έπιναν ρακή, κατάπιναν μεζέδες κι εξακολουθούσαν ευσυνείδητα τη δουλειά τους, για την οποία τους είχαν φέρει από τόσο μακριά. Ξένοι στη γύρω τους αγωνία και βλέποντας την αδιαφορία για το χορό, το είχαν γυρίσει στα τραγούδια. Έλεγαν τον ένα στίχο με το στόμα και τον επαναλάμβαναν με τα όργανα. Ο Λούκας με τη ράχη του Λεχόβου έπαιρνε κι έδινε. Σα να είχε πειραχτεί το φιλότιμό τους απ’ τη γενική αδιαφορία, που δεν γνώριζαν την αιτία της, βαρούσαν τα όργανά τους και τα φυσούσαν με όλη την δύναμη του πλατιού στήθους τους για να καταστήσουν αισθητή τη παρουσία τους. Νόμιζες πως θα έσπανε το βιολί που το έπαιζε ένας κατάμαυρος γέρος με άσπρα μαλλιά και θα ράγιζε το μικρό τύμπανο, που κρατούσε ένα παιδί. Το κλαρίνο εσκόρπιζε κάτι οξείς ήχους ικανούς να σπαράξουν τα αυτιά και κωφαλάλων. Κάπου κάπου όμως αντηχούσε από μερικά σπίτια και καμιά γυναικεία κραυγή ακόμα διαπεραστικότερη που έσβηνε αμέσως.

Γ. Χρήστου [Μόδης Γεώργιος], «Νύμφη ανύμφευτη», Μακεδονικές Ιστορίες, Α.Ι. Ράλλης, Αθήνα 1929, σ. 196-198.