Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ’

Τα απομνημονεύματα της πανώλους

Το βέβαιον είναι ότι ο πλοίαρχος ηξίου ότι διέπρεπε κατά την μάθησιν μεταξύ των συναδέλφων αυτού. Εγνώριζεν οπωσούν καλώς την ιταλικήν γλώσσαν και είχεν αναγνώσει βιβλία τινά, εξ ων ήντλησε τας εγκυκλοπαιδικάς γνώσεις του. Πάντα δε ταύτα ήσαν σπάνια κατ’ εκείνον τον καιρόν.

-Αλλ’ ας αφήσωμεν αυτά, επανέλαβεν ο πλοίαρχος. Ηθέλησα εγώ, ο άξεστος ναυτικός, να σε ομιλήσω με τοιαύτην γλώσσαν! Αλλ’ ενόμισα ότι είχα το δικαίωμα τούτο, διότι, κατά θείαν ευδοκίαν, πολλά είδα εις την ζωήν μου, κατά σύμπτωσιν δε επιδημίας και θανάτους συγγενών περισσοτέρους ή πας άνθρωπος εν τω κόσμω! Τι να σοι διηγηθώ; Όσα είδα εις την Κωνσταντινούπολιν και Αλεξάνδρειαν, δεν τα αναφέρω, διότι δύνασαι να είπης ότι δεν μ’ επόνει. Επίσης παραλείπω και ό,τι συνέβη ποτέ εντός του πλοίου μου. Αλλά πώς να λησμονήσω την φρικώδη εκείνην καταστροφήν, ήτις ηρήμωσε την νήσον όπου είδα το φως; Ήμην παιδίον. Η μήτηρ μου είχεν εμέ και την αδελφήν μου, ο δε πατήρ εταξίδευε με το πλοίον του. Η πόλις μας κείται εις υψηλόν μέρος, αντικρύ της θαλάσσης, και υπήρχε γεροντικός χρησμός, όστις έλεγεν∙ «Η χώρα Ν… δεν φοβείται το θανατικόν». Αλλά μας επεσκέφθη εν τοσούτω! Όλοι οι άνθρωποι επήραν τα βουνά. Αλλά και εις τα βουνά ακόμη ηκούοντο θάνατοι. Και οποίοι θάνατοι, ύψιστε Θεέ! Εις την πόλιν δεν έμειναν ή δύο πρόσωπα ζώντα και κινούμενα∙ ταύτα ήσαν ο ιερεύς και ο ιατρός. Ο ιερεύς ελησμόνησε προ πολλού τας προσφοράς του, και δεν εζήτει πλέον ούτε σαρανταλείτουργα ούτε ψυχικά, ο άγιος άνθρωπος! Όσον δια τον ιατρόν, αντί να ζητή πληρωμήν, ευχαρίστως θα επλήρωνεν αυτός τουναντίον, αν ηδύνατο να σώση ένα μόνο άνθρωπον. Του ιερέως μάλιστα του έβγαλαν και τραγούδι, το οποίον έλεγεν.

…………………………………………….Ε συ, ό,τι και αν είσαι,

φάντασμα, πέτρα, δαίμονας, εγώ δεν σε φοβούμαι∙

είναι σκληρότερη από σε, σκληρότερη η καρδιά μου,

στης Παναγιάς την εκκλησιά πενήντα χρόνια τώρα,

το σήμαντρο της προσευχής βαρώ πρωί και βράδυ.

Πενήντα χρόνια απ’ το λαιμό κρεμώ το πετραχήλι∙

όσους καλούς χριστιανούς από πενήντα χρόνια

το χώμα τούτο δέχθηκεν εγώ τους έχω θάψει,

και με γνωρίζει η γης αυτή καθώς γνωρίζει η σκύλα

το χέρι πόνα κόκκαλο καθημερνά της ρίχνει.

Ελπίζω, σαν με καταπιή, την χάρη να με κάμη,

ογλήγορα την σάρκα μου να λυώση, να χωνέψη.

Από δε το άσμα, το οποίον ετραγώδει ο λαός δια τον ιατρόν, ενθυμούμαι τους επομένους στίχους.

Εμέ πανούκλα και αστρακιά, εμέ ευλογιά φοβάται,

εμέν’ αρρώστιες τρέμουνε και όσες κακιές ανάγκες.

Αλλά πολύ τον εκολάκευσαν τον ταλαίπωρον με τούτο. Διότι τρία έτη ύστερον απέθανε και αυτός εξ επιδημικής νόσου, εις εν χωρίον όπου είχε μεταβή.

Ο πλοίαρχος διεκόπη. Η Μαρίνα εξηκολούθει να τον παρατηρεί περιέργως.

-Λοιπόν, επανέλαβε, δια να επανέλθω εις την ιστορίαν μου, ημείς ήμεθα οι τελευταίοι οπού αφήσαμεν την οικίαν μας. Η μήτηρ μου ήτο γενναία, και δεν απεφάσιζε να φύγη εκ της πόλεως. Ότε όμως είδε τας γειτονικάς οικίας να είναι όλαι έρημοι εκ θανάτων ή εξ εγκαταλείψεως, ότε απέθανον η γηραιά μάμμη μου και ο θείος μου εκ του λοιμού, ηναγκάσθη η μήτηρ μου να ενδώση, και εφύγομεν και οι τρεις. Την αδελφήν μου, ήτις ήτο τεσσάρων ετών, την εκράτει η μήτηρ μου εις τον κόλπον της, εγώ δε ήμην επτά ετών, και εβάδιζον συρόμενος παρ’ αυτής εκ της χειρός. Ποτέ δεν θα λησμονήσω τον αγώνα εκείνον της μητρός μου. Με θωπείας, με απειλάς, με χιλίους τρόπους ηνάγκαζεν εμέ να βαδίζω και την αδελφήν μου να μη κλαίη. Άλλοτε υπεχρεούτο να μας βαστάζη και τους δύο εις τας αγκάλας της, έπειτα πάλιν αποκάμνουσα, μας κατεβίβαζε και τους δυο, και η μικρά αδελφή μου εβάδιζέ τινα βήματα, και μετ’ ολίγον την ελάμβανε πάλιν εις την αγκάλην της. Και η οδός ήτο μακρά∙ εβαδίσαμεν ούτω εξ ώρας. Διευθυνόμεθα εις εν χωρίον, όπου η μήτηρ μου είχε συντεκνίσσας δια να μας φιλοξενήσωσιν. Αλλά πώς δύναμαι να περιγράψω την θέσιν εις ην ευρέθημεν, ότε ενυκτώθημεν εις το βουνόν! Το σκότος κατέβη μικρόν και εκάλυψε τα δάση, ως τοίχος φράττων την οδόν μας. Η αδελφή μου έβαλε τα κλαύματα, εγώ δε την εμιμήθην. Επεινώμεν και η μήτηρ μου δεν είχε τι να μας δώση να φάγωμεν. Τότε μας ηπείλησεν ότι θα μας άφηνεν εις την ερημίαν μόνους να μας φάγωσι τα φαντάσματα, και τοιουτοτρόπως «ελουφάξαμεν» και δεν εκλαίομεν πλέον. Ίσως η μήτηρ μου εφοβείτο μη δια των κραυγών μας εφελκύσωμεν κακοποιόν τινα άνθρωπον, όστις ηδύνατο να ευρίσκεται εκεί πέριξ, και διά τούτο εξέφερε την απειλήν ταύτην. Τέλος η μήτηρ μου μας έβαλεν αμφότερους, την αδελφήν μου εις τας αγκάλας και εμέ επί των ώμων, και ούτως εφθάσαμεν εις το χωρίον νύκτα. Έκρουσε μίαν θύραν, και μας ήνοιξαν. Εισήλθομεν, και ουδέν ενθυμούμαι πλέον, διότι έφαγα και απεκοιμήθην εθύς.

-Και την επαύριον; ηρώτησεν η Μαρίνα.

-Την επαύριον, επανέλαβεν ο πλοίαρχος, βλέπων μετά χαράς ότι η ορφανή ελάμβανεν ενδιαφέρον δια την ιστορίαν ταύτην, ην αυτός ο διηγούμενος υπώπτευεν εν μέρει παιδαριώδη, την επαύριον επεράσαμεν καλά μέχρι της μεσημβρίας. Αλλά τι να σοι είπω; Το δειλινόν ήλθον χωρικοί τινες ζητούντες να μας αποβάλωσιν εκ του χωρίου.

-Διατί;

- Διότι, κατά δαιμονικήν σύμπτωσιν, την αυτήν νύκτα, καθ’ ην εφθάσαμεν εις το χωρίον, όπου έως τότε ήτον υγίεια, χωρικός τις ησθένησεν αιφνιδίως και την πρωίαν απέθανεν. Οι άνθρωποι λοιπόν εταράχθησαν, και επίστευσαν ότι ημείς τους εφέραμε την επιδημίαν.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Μετανάστις, Το ΒΗΜΑ Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011.