Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ένας εισαγγελέας καμιά φορά

Τζουμαλή Νετζατή, «Ένας εισαγγελέας καμιά φορά», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 220-224.

Μια φωνή διέκοψε τη συζήτησή μας. Το απογευματινό εζάνι είχε αρχίσει στο Κουρσουνλού Τζαμί απέναντι από το σπίτι μας. Ήταν η φωνή του Χασάν Χότζα. Αυτού του πεισματάρη, του αδάμαστου ανθρώπου. Του φίλου της αιχμαλωσίας μου τα δυο χρόνια που ήμασταν κι οι δυο φυλακισμένοι στα χέρια των Γάλλων, του συντρόφου στη δοκιμασία μου. Τον Ιούλιο του 1916 μας πήραν και τους δυο με χειροπέδες απ’ τη Φλώρινα, με τον αριστερό του καρπό δεμένο στο δεξιό δικό μου… Ένιωσα καλύτερα ξαφνικά. Μια αλλιώτικη χαρά με ξετύλιξε.

«Η φωνή του Χασάν Χότζα» είπα.

Η γυναίκα μου χαμογέλασε.

«Να 'ν καλά!»

Δε μας είχε αφήσει μονάχους μας τέτοια μέρα. Βγήκε και γυρνούσε στο μιναρέ. Απάγγελνε με τη δυνατή, ηχηρή φωνή του το εζάνι. Κι ήταν θαρρείς η φωνή του η ανάσα όλου του μουσουλμάνικου μαχαλά. Ακούγοντάς την θαρρείς πως έβλεπα όλα τα τουρκόσπιτα που ήξερα. Ήμασταν όλοι στα σπίτια μας. Κι όλοι με τα όπλα στα παράθυρα στραμμένα προς τις αυλόπορτες…

Πηγαιονερχόμουνα απ’ την κουζίνα στο δωμάτιο κι απ’ το δωμάτιο στην κουζίνα. Πηγαινοερχόταν κι η γυναίκα μου ανάμεσα σε μένα και στα παιδιά. Μια μια κυλούσαν εκείνες οι ατέλειωτες ώρες. Οι σκιές στην αυλή προχώρησαν ως την εξώπορτα. Τη σκαρφάλωσαν, την ξεπέρασαν. Έπεφτε το σκοτάδι, ο Χασάν Χότζας, διάβαζε το εσπερινό εζάνι. Η φωνή του σαν να έλεγε πια ξεκάθαρα, ναι, είμαστε όλοι έτοιμοι, περιμένουμε.

Κιχ δεν είχε ακουστεί απ’ τους Ρωμιούς γειτόνους μας δεξιά κι αριστερά της αυλής μας όλη μέρα. Είχε μόλις διαβαστεί και το νυχτερινό εζάνι. Καθόμασταν με αναμμένες τις λάμπες του γκαζιού. Πάλι απόλυτη ησυχία έξω. Από την αυλή ακούσαμε να φωνάξουν τ’ όνομά μου:

«Μουσταφά μου! Βρε Μουσταφά μου. Σπίτι είσαι;»

Ήταν η φωνή του γείτονά μας του Παναγιώτη. Έβγαλα το κεφάλι απ’ το παράθυρο του καθιστικού. Φώναζε πάνω απ’ τον τοίχο του κήπου.

«Σπίτι είμαι βρε Παναγιώτη!…»

«Καλησπέρα»

«Καλησπέρα…»

«Ε, δόξα τω Θεώ, πάει, πέρασε κι αυτό! Άντε κοιμηθείτε καλά…»

Δε μου πήγαινε να κάνω πως δεν καταλαβαίνω:

«Σκόρπισαν;»

«Τους σκόρπισε όλους ο εισαγγελέας. Όλους τους πλιατσικολόγους… Δόξα τω Θεώ!»

Η φωνή του ήταν χαρούμενη:

«Καλά δεν είσαι περίεργος να μάθεις τι έγινε;»

«Γίνεται να μην είμαι;»

«Βάλε βρε τότε τα παπούτσια σου μην κρυώσεις και βγες στην πόρτα να τα πούμε».

Βγήκα. Συναντηθήκαμε στις εξώπορτές μας. Ήρθε αμέσως κι ο Βασίλης ο φούρναρης ανάμεσά μας. Ανάψαμε τσιγάρο. Πρώτος άρχισε να μιλά ο Παναγιώτης ο Μαργαρίτης:

«Αχ βρε Μουσταφά, μεγάλο κακό θα γινόταν». Διηγήθηκε τι είχε γίνει εκείνο το απόγευμα στην πόλη. Όσα περέλειπε εκείνος τα συμπλήρωνε ο Βασίλης. Καθώς μιλούσαμε άρχισε να ζωντανεύει σιγά σιγά ο μαχαλάς. Άνοιγαν οι πόρτες των σπιτιών, έβγαιναν οι άντρες που είχαν μείνει κλεισμένοι μέσα όλη τη μέρα να παν στο καφενείο. Πριν περάσει πολλή ώρα ήμασταν κι οι τρεις στο καφενείο της αγοράς.

Εκείνο το απόγευμα οι βενιζελικοί είχαν μαζέψει όσους άντρες μπορούσαν στο ξενοδοχείο του Σπύρου. Θα’ χαν βρει καμιά διακοσαριά πάνω κάτω. Έγιναν συζητήσεις όλο πρόκληση και εμπάθεια. Μοιράστηκαν όπλα. Αποφασίστηκαν τα μέρη όπου θα χτυπούσαν τη νύχτα. Και ξαφνικά έγινε κάτι το εντελώς αναπάντεχο. Προς το τέλος της σύναξης, ο εισαγγελέας μπήκε μόνος του στο σαλόνι. Προχώρησε, έκατσε μπροστά μπροστά. Όσοι ήταν μέσα νομίζοντας ότι συμμετείχε κι αυτός, τον χειροκρότησαν. Αυτοί πάλι που ήταν απέξω βλέποντάς τον να μπαίνει μέσα αναρωτήθηκαν τι άραγε να συμβαίνει. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Παναγιώτης με το Βασίλη. Αφού μίλησαν όλοι πήρε το λόγο ο εισαγγελέας. Άρχισε να μιλά τονίζοντας μια μια τις λέξεις. Στην αρχή ξερόβηξαν λίγο όσοι ήταν στο σαλόνι. «Σας καταλαβαίνω, είστε στεναχωρημένοι, λυπημένοι, κι εγώ λυπάμαι, καίγεται η ψυχή μου για τα αδέλφια μας που χάνονται στην Ανατολή» είπε. Έπειτα σιγά σιγά άρχισε να μιλά για τη Φλώρινα. «Τον πόνο δεν τον καταπραΰνεις με άλλον πόνο» είπε. «Ο πόλεμος άρχισε στη Μικρά Ασία και τέλειωσε εκεί. Εδώ δεν είναι πεδίο πολέμου, είναι κομμάτι της πατρίδας μας. Κι εγώ είμαι ο εισαγγελέας αυτής της πόλης. Όλοι σας χριστιανοί και μουσουλμάνοι, είστε ίσοι ενώπιον του νόμου αυτού του κράτους. Κι εγώ έχω χρέος μου να εφαρμόζω αυτούς τους νόμους. Οι συμπολίτες σας που θέτε, επειδή είναι και καλά Τούρκοι και μουσουλμάνοι να τους κάψετε τα σπίτια και να τους σκοτώσετε, είναι άνθρωποι που χρόνια τώρα ζουν μαζί σας σ’ αυτήν την πόλη, που τους βλέπετε και τους χαιρετάτε κάθε μέρα. Είναι γείτονές σας, φίλοι των παιδικών σας χρόνων. Δεν πρέπει εξαιτίας του πόνου και της οργής που σας προκάλεσε ο πόλεμος, να προβείτε σε παράνομες συμπεριφορές, σε ειδεχθείς επιθέσεις που θα αποτελέσουν στο μέλλον μαύρη κηλίδα στο μέτωπό σας…»

Τότε ο Μαξιμιάδης ο εργοσταρχιάρχης φώναξε:

«Όταν αυτοί έπνιγαν τα παιδιά, σκέφτηκαν αυτά που λες εσύ τώρα; Λίγες ψυχές έκαψαν ίσαμε τη Σμύρνη;»

Κι ο εισαγγελέας τον ρώτησε;

«Αυτοί ποιοι;»

«Εσείς δεν ακούτε ποιοι είναι; Δε διαβάζετε εφημερίδα;»

«Αυτοί είναι στρατιώτες. Εκεί γίνεται πόλεμος. Τι κρίμα! Άκουσα κι εγώ όσα ακούσατε κι εσείς. Κι είναι αλήθεια τα περισσότερα νέα που ακούσαμε! Αυτά όμως είναι τα δεινά του πολέμου. Δεινά που παραμένουν τα ίδια σ’ όλη την ιστορία! Αλλά όπως σας είπα, εκεί άρχισε ο πόλεμος, εκεί τέλειωσε. Κι είναι καθήκον μου να μη φέρω τον πόλεμο στη Φλώρινα!»

Κάποιος τον αποδοκίμασε:

«Αυτό είναι δική μας δουλειά…»

Τότε ξαφνικά εκείνος ο λεπτοκαμωμένος εισαγγελέας με την αρχοντική συμπεριφορά πείσμωσε:

«Αφού είναι έτσι τότε εγώ δεν πρόκειται ν’ αφήσω να γίνει πόλεμος στη Φλώρινα! Αν κάνετε πως επιτίθεστε στο μουσουλμανικό μαχαλά, στην είσοδο του θα βρείτε εμένα απέναντί σας. Αν θέτε να χύσετε αίμα, πρώτο εμένα θα σκοτώσετε. Στην πόλη που είμαι εισαγγελέας εγώ δεν σφάζουν παράνομα ανθρώπους! Μάθετέ το καλά αυτό!»

Ησυχία απλώθηκε στο σαλόνι. Ο Εισαγγελέας φώναξε το διοικητή της αστυνομίας:

«Εσείς να βγείτε αμέσως από δω, επιστρέψετε στο αστυνομικό τμήμα, στο καθήκον σας, και περιμένετε τις διαταγές μου!»

Έπειτα άρχισαν να χειροκροτούν τον εισαγγελέα όσοι είχαν μπει στο σαλόνι μετά απ’ αυτόν. Κι εκείνος μαλάκωσε τον τόνο της φωνής του κι άρχισε να μιλά και πάλι όπως στην αρχή. «Είστε απόγονοι ενός μεγάλου πολιτισμού» τους είπε. «Δε σας αρμόζει εσάς να επιτίθεστε σε άοπλους ανθρώπους αλλά να είστε γενναιόδωροι και έντιμοι άνθρωποι. Είστε απόγονοι του Σωκράτη, του ΠΛάτωνα, του Περικλή και του Λυκούργου. Πρέπει να διαφυλάξετε το τιμημένο όνομα των προγόνων σας. Άντε, τώρα σκορπίστε ήσυχα ήσυχα. Γυρίστε στα σπίτια σας χωρίς να ενοχλήσετε κανένα. Πηγαίνετε όλοι στα κρεβάτια σας. Κι αφήστε την κυβέρνηση να προστατεύσει τα δικαιώματά σας. Η κυβέρνησή σας κάνει το καθήκον της. Μην ανησυχείτε.»

Τον Παναγιώτη τον είχε συνεπάρει εκείνος ο ιδιαίτερος ενθουσιασμός των ανθρώπων του λαού:

«Κοίτα τι δουλειά βρε Μουσταφά! Τόσα χρόνια είμαστε γείτονες, κι εμείς πόσοι είμαστε, θα καθόμασταν με σταυρωμένα τα χέρια να παρακολουθούμε σαν απλοί θεατές το θάνατό σας. Τι να κάνεις; Αυτοί είναι τσέτες, αντάρτες, οπλισμένοι, εμείς απλοί άνθρωποι. Ο Θεός μας τον έστειλε τέτοια μέρα τούτο τον εισαγγελέα. Μα το Θεό, μόλις τον δω θα τον αγκαλιάσω και θα του φιλήσω το χέρι! Λένε πως σαράντα λογικοί δε βγάζουν την πέτρα που ρίχνει στο πηγάδι ο τρελός, να όμως που ένας εισαγγελέας καμιά φορά… Να ’ναι καλά ο άνθρωπος…»

Θαρρείς πως έβλεπα στα μάτια μπροστά την αυλή γεμάτη απ’ τα κουφάρια μερικών γνωστών μου βενιζελικών. Κι έπειτα μες το δωμάτιο τον πατέρα μου, τις αδερφές μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου κι εμένα τον ίδιο χτυπημένους, ξαπλωμένους μες στα αίματα. Το ’πα στον Παναγιώτη.

«Να όμως που ένας εισαγγελέας καμιά φορά συνετίζει εκατό τέτοιους τρελούς και σώζει εκατοντάδες ψυχές…»

Νετζατή Τζουμαλή, «Ένας εισαγγελέας καμιά φορά», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001 , σ. 220-224.