Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ένας εισαγγελέας καμιά φορά

Τζουμαλή Νετζατή, «Ένας εισαγγελέας καμιά φορά», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 212-216.

«Πήγαινε στου γαμπρού σου. Πες τους τα νέα αν δε τα ’χουν ακούσει. Αν θένε ας έρθουν σε μας. Καλύτερα όμως να μείνουν σπίτι τους και να περιμένουν. Μη μας πιάσουν όλους μαζεμένους, να ’χουν να κάνουν με κάθε σπίτι χωριστά όσοι έρθουν, να γίνει το κάθε σπίτι οχυρό…»

Ήταν μάλλον μαζεμένος ο μουσουλμανικός μαχαλάς. Το σπίτι της μεγάλης μου αδερφής ήταν πίσω απ’ το Κουρσουνλού τζαμί. Μπορούσα να πάω και να επιστρέψω χωρίς να με δουν οι Ρωμιοί. Πήγα και τους είπα ό,τι είχα να τους πω. Είχαν φτάσει και στα δικά τους αυτιά μέσα άκρες κάτι νέα. Ήταν κι εκείνοι αποφασισμένοι να μην παραδοθούν χωρίς αντίσταση. Πήραν θάρρος ακούγοντας τι είπε ο πατέρας μου. «Αν κάθε σπίτι στο μουσουλμανικό μαχαλά αντισταθεί χωριστά, αυτοί θα το πληρώσουν πιο ακριβά από μας» είπε ο γαμπρός μου. Έπειτα μου είπε να γυρίσω σπίτι μου και θα ειδοποιούσε εκείνος τον άλλο μου γαμπρό.

Γύρισα σπίτι. Άρχισα τις προετοιμασίες. Το σπίτι μας όπως όλα τα τούρκικα σπίτια της Μακεδονίας ήταν γεμάτο από λογής λογής όπλα. Είχαμε ένα ελληνικό κι ένα γερμανικό μάουζερ, έναν τσιφτέ, ένα πιστόλι λούγκερ κι ένα βουλγάρικο ναγκάντ. Είχαμε μπόλικα φισέκια. Ο πατέρας μου ήταν πάνω από ενενήντα χρονών, δεν ήταν πια για όπλα. Η γυναίκα μου κι η Μεριέμ η μικρή μου αδελφή δεν είχαν πιάσει τουφέκι στο χέρι τους. Η μικρή μου όμως αδελφή η Χουριγιέ ήταν τουλάχιστον το ίδιο καλή με μένα στη σκοποβολή. Θαρρείς πως είχε έρθει σε λάθος κόσμο. Έπρεπε να είχε γεννηθεί άντρας. Το βουλγάρικο ναγκάντ λογιζόταν δικό της.

Οι υπολογισμοί του πατέρα μου και του γαμπρού μου ήταν σωστοί. Ήταν αδύνατο να πέσει στα χέρια τους μέσα σε τέσσερις ώρες ο μουσουλμανικός μαχαλάς. Μόλις θα μπαίναν στο μαχαλά θα βρισκόντουσαν περικυκλωμένοι, θ’ άρχιζαν να τους ρίχνουν από δεξιά κι αριστερά απ’ τα σπίτια και δε θα μπορούσαν να προχωρήσουν.

Η επίθεση στο σπίτι μας έπρεπε να γίνει από την εξώπορτα που ήταν πάνω στην κεντρική λεωφόρο κατά μήκος του ποταμού. Πέρασα το σιδερένιο μάνταλο στην πόρτα. Είκοσι βήματα χώριζαν την εξώπορτα απ’ το χαρέμι. Στο ισόγειο του χαρεμιού και στην κουζίνα είχε από ένα μικρό παράθυρο προς την αυλή. Έκανα ένα γύρο τα παράθυρα. Ήταν όλα απέναντι απ’ την εξώπορτα. Έτυχε εκείνες τις μέρες να έχομε κουβαλήσει ένα κάρο άμμο για να επισκευάσουμε το στάβλο και τον αχυρώνα. Έβαλα από δυο τρεις γκαζοτενεκέδες άμμο στα τσουβάλια από καναβάτσο που είχα για τη σοδειά του καλαμποκιού και τα γέμισα. Έτσι έφτιαξα μικρούς και μεγάλους αμμόσακους. Έβαλαν έναν από τους μικρούς στο παράθυρο του καθιστικού και τον άλλο στο παράθυρο της κουζίνας. Έτσι έγιναν αρκετά μικρά τα παράθυρα για τα βόλια που θα μας έριχναν απ’ έξω. Κουβάλησα μέσα, πλάι στην πόρτα τους μεγάλους σάκους, να ’ναι έτοιμοι να τους σωριάσω πίσω απ’ την πόρτα όταν μας επιτεθούν. Έτσι, κι όταν θα μας έχουν σωθεί οι σφαίρες, θα δυσκολευθούν όσοι μας επιτεθούν να μπουν στο σπίτι και θα κερδίσομε χρόνο.

«Το παράθυρο της κουζίνας θα το κρατήσεις εσύ» είπα στη Χουριγιέ, «του καθιστικού εγώ. Αν σπάσουν την εξώπορτα και μπουν στην αυλή θα κρατήσουμε μέχρι να τελειώσουν τα φισέκια μας. Μετά… » Δε συνέχισα. Έτρεμα απ’ την οργή μου. Η γυναίκα μου με κοίταζε στα μάτια αμίλητη. Χλωμή, με σφιγμένα τα χείλη. Το ίδιο κι η Χουριγιέ. Από τότε που είχαμε αρχίσει τις προετοιμασίες η Μεριέμ περπατούσε πέρα δώθε ανήσυχη χωρίς σταματημό λέγοντας «Θεέ μου, τι θα κάνουμε, κι αυτό ήταν γραφτό να μας συμβεί, τι θα γίνει μετά, θα πέσουμε στα χέρια των απίστων;… »

«Μετά… »

Το λούγκερ μου είχε δύο γεμιστήρες. Με μια κίνηση του χεριού τους έδειξα τον ένα.

«Αυτός είναι για μας. Αν μας τελειώσουν τα φισέκια και πλησιάσουν στην πόρτα, θα σκοτώσω πρώτα εσάς, έναν έναν, κι έπειτα τον εαυτό μου. Δεν πρόκειται να πέσουμε ζωντανοί στα χέρια τους».

Η γυναίκα μου κι η Χουριγιέ άκουσαν και πάλι αμίλητες τα λόγια μου. Η Μεριέμ έμπηξε μια στριγγλιά. Άρπαξε τον Αχμέτ το γιο μου που τριγυρνούσε στις φούστες της μάνας του και τον αγκάλιασε:

«Αχ, θα μου το σκοτώσεις τούτο τ’ όμορφο με τα γραμμένα μάτια! Το μωρό μου, το τζιγέρι μου;»

Φιλούσε τον Αχμέτ, τον μύριζε. Έπειτα άρχισε να κλαίει και ν’ αναστενάζει;

«Που να μη σώσουνε να δούνε χαΐρι. Που να τους τυφλώσει ο Θεός!»

Φοβήθηκε ο Αχμέτ, άπλωσε τα χεράκια του προς τη μητέρα του. Πήρε η γυναίκα μου το παιδί απ’ την αγκαλιά της θείας του.

Έβαλε πάνω στο σάκο της άμμου το γερμανικό μάουζερ στο παράθυρο της κουζίνας, τις δέσμες, τα φισέκια και τα βλήματα του ναγκάντ κάτω απ’ το παράθυρο. Έδωσα το ναγκάντ στη Χουριγιέ. Της έδειξα πώς να πυροβολά απ’ το παράθυρο, πώς να γεμίζει το φισέκι, πώς να τραβιέται πίσω απ’ τον τοίχο του παραθύρου. Την έβαλα να επαναλάβει τρεις τέσσερις φορές πώς γεμίζουν το μάουζερ και πώς το κλείνουν, πώς περνούν τα φισέκια στο ναγκάντ.

Κατεβάσαμε την πολυθρόνα του πατέρα μου και την κούνια της κορούλας μας της Μουαζέζ, που ήταν μόλις δύο μηνών, από το πάνω πάτωμα στο καθιστικό. Ο Αχμέτ ήταν είκοσι μηνών. Η Μεριέμ θα πρόσεχε στο δωμάτιο τον πατέρα μου, κι η γυναίκα μου τα παιδιά μας. Ζώστηκα το λούγκερ. Ο ένας από τους δυο γεμιστήρες ήταν στην τσέπη του σακακιού μου. Το ελληνικό μάουζερ και τον τσιφτέ τ’ ακούμπησα πλάι στο παράθυρο. Σώριασα από κάτω τα φισέκια. Ήμασταν έτοιμοι πια. Μπορούσαν να έρθουν! Έξι ώρες απομέναν μέχρι το βράδυ, μέχρι να πέσει ο ήλιος. Σαν τέλειωσαν οι προετοιμασίες άρχισαν εκείνες οι μακρές εξουθενωτικές στιγμές που δεν έλεγαν να περάσουν. Ήμασταν όλοι στο καθιστικό. Στριφογυρνούσαμε μες στο δωμάτιο σαν τα παγιδευμένα ζώα. Φωνή δεν ακουγόταν έξω. Όλος ο μουσουλμάνικος μαχαλάς ήταν βυθισμένος στη σιωπή. Ούτε αραμπάς περνούσε από το δρόμο, ούτε βήματα ανθρώπου ακούγονταν. Το παραμικρό κακάρισμα κότας στην αυλή μάς παραξένευε…

Ο πατέρας μου είχε πάρει στα χέρια του το Κοράνι. Σ’ αυτό είχε καταφύγει. Ήταν το κάστρο, το λιμάνι του μες στη φουρτούνα. Με το Κοράνι στο χέρι μπορούσε να αντισταθεί σε κάθε χτύπημα. Το Κοράνι τον έκανε θαρρείς άτρωτο. Διάλεξε μερικές σούρες [1] και τις διάβασε. Διάβασε την επιμνημόσυνη σούρα για τους νεκρούς. Διάβασε για όλους μας τη σούρα για την άφεση των αμαρτιών. Απήγγειλε την ομολογία της πίστης. Προετοίμασε τον εαυτό να πεθάνει σαν πιστός. Κι εμάς…

Νετζατή Τζουμαλή, «Ένας εισαγγελέας καμιά φορά», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001 , σ. 212—216.


[1] Κεφάλαια του Κορανίου [Σ.τ.Μ.]