Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τα Κοκόζια

Εκείνη τη στιγμή έφτασε απ’ την άλλη όχθη ένας νεαρός, μελαψός, καλοκαμωμένος, πάνω κάτω είκοσι χρονών, σέρνοντας πίσω του μια μικρή γυμνασμένη αρκούδα και μια κοκκινόκωλη μαϊμού.

Ο αρκουδιάρης σταμάτησε πάνω στο γεφύρι και χτύπησε το ταμπούρλο του. Η αρκούδα, που είχε περασμένο στη μύτη της ένα σιδερένιο χαλκά απ’ όπου ξεκινούσε μια μικρή αλυσίδα δεμένη στη μέση του αρκουδιάρη, σηκώθηκε στα πισινά πόδια της κι έκανε μερικούς γύρους.

Η μαϊμού ανέβηκε πάνω στο ορθοστημένο ραβδί του αφέντη της κι εφάρμοσε τον ροζιάρικο πισινό της στην κορυφή του. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται.

Όταν ο αρκουδιάρης έκρινε ότι είχε γύρω του αρκετούς πελάτες πρόθυμους να δώσουν ο καθένας τουλάχιστο μια δεκάρα, άρχισε η παράσταση.

Η αρκούδα ξανασηκώθηκε στα πισινά πόδια της και, μουγκρίζοντας κάθε φορά που ο αφέντης της τραβούσε βίαια την αλυσίδα, έκανε δύο γύρους. Τα βήματά της, μικρά και σύμφωνα με το ρυθμό του ταμπούρλου, έκαναν να τρέμει το ξύλινο γεφύρι.

Ο Σωκράτης πλησίασε, πέρασε ανάμεσα απ’ τους μεγάλους που σχημάτιζαν ένα στενό κύκλο γύρω απ’ το θέαμα, κι έφτασε στην πρώτη γραμμή.

-Πώς κάνουν, Βερόνικα, τα παιδιά όταν αρρωστήσει ο δάσκαλος; ρώτησε ο θιασάρχης τη μαϊμού που έπαιζε τώρα το ρόλο της.

Η Βερόνικα έκανε δύο τρεις ευτράπελες τούμπες κι έβγαλε μερικές άναρθρες φωνίτσες: κιχ!… κιχ!… κιχ!… που εσήμαιναν τη χαρά και τα γέλια των παιδιών.

-Πώς κοιμούνται οι ανύπαντρες γυναίκες, Βερόνικά μου;

Η Βερόνικα ξάπλωσε ανάσκελα πάνω στη σανίδα του γεφυριού, έμεινε ακίνητη μερικές στιγμές, ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα, γύρισε απότομα δεξιά, σηκώθηκε, ξάπλωσε πάλι ανάσκελα κι ύστερα γύρισε πάλι απότομα αριστερά για να δώσει να καταλάβει το κοινό ότι την τυραννούσε η αϋπνία.

-Μπράβο, Βερόνικα! Πες μας τώρα πώς κοιμούνται οι παντρεμένες.

Η Βερόνικα άρπαξε το ραβδί που άφησε κάτω ο αφέντης της, το έσφιξε ανάμεσα στα σκέλια της, ακούμπησε πάνω στο κεφάλι της και με κλειστά τα μάτια, ακίνητη, περίμενε νέες διαταγές.

-Πολύ ωραία, Βερόνικα! Σήκω απάνω τώρα και πες μας τι κάνουν οι καλοί άνθρωποι που στέκονται και βλέπουν την παράσταση.

Η Βερόνικα έτεινε το δεξί χεράκι της, έκλεισε τη χούφτα, κι έτριψε τον αντίχειρα με το δείχτη και το μεγάλο δάχτυλο.

-Δίνουν λεφτά ε; Έχεις δίκιο, Βερόνικά μου. Για να δούμε.

-Κιχ!… κιχ!… κιχ!… απάντησε εύθυμα η Βερόνικα.

Ο αρκουδιάρης γύρισε τότε κι έδωσε το ταμπούρλο του σε μια μικρούλα που στεκότανε πίσω του.

-Ντόρα, της είπε, βγάλε δίσκο, ντε! Τι περιμένεις!

Η Ντόρα πήρε διστακτικά το ταμπούρλο, έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός και στάθηκε δίπλα στον αρκουδιάρη. Έριξε μια γρήγορη ματιά στους θεατές και σήκωσε, μηχανικά, το χέρι να σιάξει τα μαλλιά της, γιατί είχε ξεχάσει ότι εκείνη την Κυριακή τα είχε δέσει πίσω μ’ έναν πράσινο φιόγκο. Τα χλωμά μάγουλά της κοκκίνισαν για μια στιγμή, μα το κοκκινάδι τους δεν μπορούσε να συγκριθεί με το πρόστυχο λιπαρό κραγιόν των χειλιών της. Χαμήλωσε τα βλέφαρα, από ντροπή ίσως, ίσως από καπρίτσιο, κι οι τεράστιες βλεφαρίδες της, σαν μαύρα σιδερένια κάγκελα, χώρισαν την ευθυμία του κόσμου απ’ την άμετρη λύπη των ματιών της.

Έκανε ένα δεύτερο βήμα, χωρίς να σηκώσει τα μάτια, σέρνοντας στα αδύνατα πόδια της ένα ζευγάρι παλιά στραβοπατημένα σκαρπίνια, πασχαλιάτικο δώρο κάποιας κομψευόμενης κυρίας. Εκείνη τη στιγμή, ίσως επειδή είδε σκονισμένο το αριστερό παπούτσι της, έφτυσε στο χέρι της κι έσκυψε να το καθαρίσει. Συνάμα με το δεξί χέρι της, όπως κρατούσε το ταμπούρλο, θέλησε να τραβήξει το κοντό φουστανάκι της που, με το σκύψιμο, είχε υψωθεί πολύ πιο πάνω απ’ τα γόνατα.

Όλες αυτές οι προετοιμασίες για μιαν επιβλητική είσοδο επί σκηνής εκνεύριζαν τον αρκουδιάρη που έβλεπε τους πελάτες του έτοιμους να απομακρυνθούν χωρίς να προσφέρουν τον οβολό τους. Σήκωσε λοιπόν το βαρύ χέρι του και το κατέβασε σ’ έναν ηχηρό μπάτσο, στα καπούλια της μικρής.

Η Ντόρα, που λίγο έλειψε να πέσει μπρούμυτα, ορθώθηκε απότομα.

Άνοιξε τα μεγάλα μαύρα μάτια της, κοίταξε παραπονιάρικα τους θεατές που γελούσαν φωναχτά, πέταξε κάτω με πείσμα το ταμπούρλο κι έμεινε μερικές στιγμές ακίνητη.

-Ντόρα! φώναξε ο αρκουδιάρης με θυμό, μάζεψε το ταμπούρλο και κάνε τη δουλειά σου γιατί…

Η Ντόρα χωρίς ν’ απαντήσει, έβγαλε απ’ το στήθος της ένα μαντιλάκι και σκούπισε βιαστικά τα βαμμένα χείλη της κι ύστερα, ελευθερώνοντας τα πόδια της από τα θεατρίνικα σκαρπίνια, πήδηξε σαν αγρίμι κι έφυγε τρέχοντας προς την Πλατεία Ηρώων.

Κώστας Δαγκίτσης, «Τα Κοκόζια», Μια πόλη στη Λογοτεχνία, Φλώρινα, επιμ. Μίμης Σουλιώτης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σ. 91-93.