Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Στέφος

Μέλλιος Λάζαρος, «Ο Στέφος», Φλωρινιώτικες ιστορίες, Φλώρινα 1982, σ. 7-9.

Ο τσαούσης [1] του χωριού ήταν σαν όλους τους άλλους συγχωριανούς. Ψηλός, λυγερός, ευρύστερνος και με μεγάλη δύναμη στα χέρια κι’ αντοχή. Ξανθός, μ’ αδρά χαρακτηριστικά κι αναλογίες κανονικές. Με το παράστημά του τούτο επιβάλλονταν αμέσως. Ήταν χάρμα η θωριά του. Μα και σαν άνοιγε το στόμα ένοιωθες μαγνητισμένος. Ήρεμα μιλούσε και λίγα, και, κάθε του κουβέντα ήταν σταράτη, καρφί. Σαν τις κινήσεις του που ήταν σίγουρες, ήρεμες κι ορισμένες. Και κρύβαν όλα τούτα ένα αλλιώτικο μεγαλείο, που σ’ άφηνε νηστικό να τον κοιτάς, ή, να τον χαζεύεις, καθώς μιλούσε, νιώθοντας μια πληρότητα με την παρουσία κι απλότητά του, που δε σε χόρταινε.

Δεν τον ζήλευε κανείς, γιατί κανενός δε χάλαγε το χατίρι. Γέφυρα γίνονταν για τις δουλειές των άλλων. Δανεικά στον καθένα, κι επιστροφή αν κι όταν είχε, μεσολάβηση στις μικροδιαφορές, ανάληψη ευθύνης για όλο το χωριό απέναντι στο δυνάστη, πληρωμή του χαρατσιού [2] για όλους τους χωριανούς στο φοροεισπράκτορα.

Λάβαινε και μέτρα κατά των ληστών, που ’ταν πολλοί, ύπουλοι και γδύτες. Γι’ αυτό ήτανε κι’ ο αναμφισβήτητος ηγέτης του χωριού, και τον ονόμαζαν τσαούση, δηλ. λοχία.

Τούρκικα ήτανε τα μέρη τούτα από πολλά χρόνια. Κανείς δεν ήξερε πόσα. Μόνο ξέρανε πως ήτανε τρανή φυλή και κράτος οι ρωμιοί παλιότερα, πριν τους Τούρκους.

Σαν παραμύθι μαθαίνανε απ’ τη γιαγιά και τους γέρους για κάτι παλικάρια προγόνους, και, για γραμματισμένους προπαπούδες σοφούς.

Τα θυμόνταν τούτα στη γιορτή των 3 Ιεραρχών, που γίνονταν, αλλά όλο τούτα ήταν σα σε σύθαμπο μπλεγμένα. Βιβλία με λεπτομέρειες δεν είχε το χωριό. Ο Τσαούσης που ήτανε κι ο δάσκαλος του χωριού, κι ο ψάλτης, μόνο τόσα γνώριζε. Κι επέμενε πολύ να μαθαίνουνε τα παιδιά όσα ήξερε και του έλεγε, για να τα πουν και τούτα στα δικά τους παιδιά: «Για να μην ξεχάστε το μιλέτι [3] μας».

Τους μάθαινε και την ψαλτική απ’ όξω. Και ψάλλανε όλα τα τροπάρια κι απολυτίκια, και ψαλμωδίες. Όλη τη λειτουργία. Χαιρόταν όλοι να τ’ ακούνε στην εκκλησιά, στο σχολειό, στις γιορτές, στα σπίτια, στο χωράφι, παντού.

Δεν τους ξέφευγε τίποτα, κι ας μην ξέρανε να διαβάσουν όλα τα γράμματα των Ιερών Βιβλίων, αφού κι ο ίδιος ο δάσκαλός τους δεν τα ’ξερε. Ξέρανε οι χωρικοί πως, όταν έψαλε στην εκκλησία, αν είχε ανοιχτό το «Βαγγέλιο» -έτσι λέγανε κάθε Ιερό Βιβλίο- πολλά δε διάβαζε, γιατί δεν ήξερε πολλά από κείνα τα ομορφογραμμένα βυζαντινά γράμματα. Τα ’λεγε όμως σωστά. Τόσο σωστά μάλιστα, που κι ο Δεσπότης όταν λειτουργούσε στο χωριό- μια και σπάνια, δυό φορές το χρόνο- χαίρονταν τον τσαούση. Γιατί ήξερε το τυπικό πολύ καλά, ήτανε καλλίφωνος και τους λαρυγγισμούς, τους ξεπερνούσε με μοναδικότητα π’ άφηνε ευάρεστα συναισθήματα στο πλήρωμα της εκκλησίας. Κι ο Δεσπότης ποτέ δεν τον άφηνε. Μαζί τρώγαν, τα λέγανε, λύναν και τα προβλήματα του χωριού, της εκκλησίας, του σχολείου. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, γιατί ο Δεσπότης πάντα στο σπίτι του Τσαούση κοιμόταν, μιας κι ήταν το μεγαλύτερο του χωριού και το πλουσιότερο. Μόνο 150 παιδιά είχε από αδέλφια, ξαδέλφια, ανίψια. Τα περιποιόνταν 2-3 γυναίκες της φαμίλιας –με τη σειρά- κάθε μέρα, κι είχε ξεχωριστό σπίτι για τα παιδιά. Εδώ ήταν το βασίλειό τους. Μόνον τα μωρά ήταν με τις μάνες τους.

Το σπιτικό του Τσαούση ήταν στα βόρεια του χωριού, κι αποτελούνταν απ’ έξι σπίτια, κυκλικά στημένα σε μια μεγάλη αυλή, που ήταν στο κέντρο της αλώνι. Οι σταύλοι, για τα μεγάλα ζώα, στα νότια της αυλής, ευρύχωροι αλλά χαμηλοτάβανοι, για να μη μυρίζουν σα φυσούσε ο νοτιάς, ούτε να κρυώνουν τα ζώα με το φύσημα του βοριά. Το πάνω πάτωμά τους ήταν αχυρώνας. Απ’ την εξώπορτα με καλντερίμι [4] πήγαινες σ’ όποια κατοικία ήθελες, χωρίς να πατάς λάσπη, που, σ’ άλλα σημεία ήταν ως το γόνατο. Το καλοκαίρι πάλι το χώμα τούτο, θαρρείς κι’ ήταν αλεσμένο, μεταβάλλονταν σε πολύ λεπτή σκόνη, που χρύσιζε, και την έβλεπες και την ένοιωθες παντού στη μύτη, στα ρούχα, στον αέρα.

Η ζωή του σπιτιού ήταν οργανωμένη έτσι, που ο καθένας ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Το βράδυ –κάθε βράδυ- στο δείπνο όλοι δίνανε αναφορά στον Τσαούση, που έδινε μετά τις εντολές του γι’ αύριο. Ο ίδιος, κάτι άλλο θα ’καμνε, εκτός απ’ ορισμένα καθήκοντά του, και το καθημερινό παιχνίδι του με τα παιδιά. Απ’ αυτά έπρεπε να διαλέξει το κατάλληλο για τις αυριανές δουλειές, που θα ’καμναν όταν μεγάλωναν. Κι άκουγες, σ’ ώρες που δεν περίμενες, ψαλμούς, τραγούδια, ποιήματα. Κι’ ήταν όλα φρόνιμα, υπάκουα, φοβισμένα. Στις αταξίες τους έπεφτε και χαστούκι, και μπαστούνι, μα και παλούκι αν χρειαζόταν. Μόνον έτσι μεγαλώνουν τα παιδιά και βάζουν μυαλό.

Έτσι μάθαιναν ως τώρα, δε γίνεται τώρα ν’ αλλάξει.

Σα θεό τους βλέπανε οι μικροί τον Τσαούση. Μα έτσι ήθελε και τούτος να τον λογίζουν. Ο φόβος χρειάζεται κι είναι αποτελεσματικός. Στα χρόνια που ζούμε μάλιστα!

Ως και το μοναδικό εγγονάκι του, που του ‘μοιαζε ένα κι ένα, δε χαριζόταν. Γι’ αυτό είχε ειδικές στιγμές αδυναμίας. Μέχρι που το χρύσωνε τότε. Κουφέτα, στραγάλια, λουκούμια, ό,τι ήθελε τα ’χε. Τις άλλες όμως στιγμές ήτανε ο ίδιος. Κι όταν ο μικρός ξέφευγε, γιατί το πρωί ο παππούς ήταν όλο χάδια και φιλιά, το μεσημέρι τις μάζευε όσο χρειάζονταν για να κλάψει πολύ, σκουπίζοντας τη μύτη του με την αντίστροφη παλάμη του, ή, την άκρη του αντεριού [5] του. Και βουβαίνονταν.

Ύστερα ο Τσαούσης περνούσε απ’ την εκκλησία. Τα ’λεγε με τον παπά. Έμενε, ανάλογα με τις ανάγκες και τις δουλειές, και πήγαινε σχολείο, που ήταν κοντά.

Παλιά αχυρώνα ήταν το σχολείο. Χαμηλοτάβανο, ανήλιο, χωρίς φως, πίσω απ’ τα σπίτια, για να μη φαίνεται και το χαλάσουν οι Τούρκοι. Τακτικά έσταζε, αλλά ο Τσαούσης που ήταν δεξιοτέχνης και πολυτεχνίτης, το διόρθωνε. Κάτι ψάθες για να κάθουνται σταυροπόδι τα παιδιά κι ένα χαμηλό κάθισμα, ξύλινο χειροποίητο σκαμνάκι, χοντροφτιαγμένο, για το δάσκαλο, ήτανε τα σκεύη του. Άλλος διάκοσμος δεν υπήρχε, θα ήταν πολυτέλεια.

Κάθε απόγεμα μάθημα. Βιβλίο το ’κταήχι (οκτάηχος). Όποιος το μάθαινε γίνονταν δασκαλοπαίδι. Ήταν τέλειος και άξιος. Και τέλειωνε το σχολικό του μαρτύριο. Μπορεί να γίνονταν και βοηθός του δάσκαλου, αν είχε μυαλό. Πιο εκεί μόρφωση δεν είχε. Ο ορίζοντας, ήταν το χωριό με τα γειτονικά χωριά, κι η Φλώρινα. Κωμόπολη ήταν τότε η Φλώρινα, κι έδρα καϊμακάμη [6]. Ήταν όμως το κέντρο, εμπορικό, γεωργικό, συγκοινωνιακό.

Στη Φλώρινα πήγαιναν οι χωρικοί μόνο το Σάββατο, που ’χε παζάρι, για ψώνια. Άλλες μέρες αν πήγαιναν ήτανε για να πουλήσουν τα προϊόντα τους χοντρικά, ή, για δουλειές με υπηρεσίες –σπάνιο τούτο γιατί τα βόλευε ο Τσαούσης.

Καλοντυμένος, με κοστούμι από σαγιάκι που το ’ραβε στο χωριό Ντίχοβο –με τους περίφημους ραφτάδες του- 5-6 χ.λμ. Β.Δ. απ’ το Μοναστήρι –ξεκινούσε απ’ το χωριό του, καβάλα στο βαρβάτο άτι του, με σέλα και χαλινάρι πέτσινο, που ’τανε πολυτέλεια για χριστιανό. Πότε στη Φλώρινα και πότε στο Μοναστήρι πήγαινε. Σχεδόν πάντοτε τέλειωνε τις δουλειές του. Ήταν βολικός, γνωστός, επιβλητικός, έξυπνος, αγαπητός.

Λάζαρος Μέλλιος, «Ο Στέφος», Φλωρινιώτικες Ιστορίες, Φλώρινα 1982 , σ. 7-9.


[1] Τσαούσης = Cavus = τουρκ. όνομα = λοχίας.

[2] Χαράτσι = Harag = αραβ. όνομα = κεφαλικός φόρος

[3] Μιλέτι = Millet = αραβ. όνομα

[4] Καλντερίμι = Kaldirim = τουρκ. όνομα – λιθόστρωτο.

[5] αντερί = τουρκ. όν. = χιτώνας ανοιχτός μπροστά, πουκάμισο.

[6] Καϊμακάμης = kaimakam ή Kaymakam = αραβ. όνομα = τοποτηρητής έπαρχος.