Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η προσφυγοπούλα

Χρήστου Γ. [Μόδης Γεώργιος], «Η προσφυγοπούλα», Μακεδονικές ιστορίες, Α.Ι. Ράλλης, Αθήνα 1929, σ. 189-194

Η επιτροπή περίμενε σ’ ένα καλοζεσταμένο δωμάτιο του τουρκικού σχολείου στη Φλώρινα τον ερχομό των προσφύγων. Το ειδικό τραίνο που έφερνε τις 250 οικογένειες έπρεπε να φθάσει στις 9 μ.μ. Τώρα πλησιάζουν τα μεσάνυκτα και δεν είχε φανεί ακόμα ούτε σκιά πρόσφυγος. Τα μέλη της επιτροπής άρχισαν ν’ ανυπομονούν και ν’ ανησυχούν. Μερικοί νέοι που είχαν προσφερθεί εθελοντές να βοηθήσουν στην ταξινόμηση των νεοερχομένων, το ’σκασαν με τρόπο για τα σπίτια και τα κρεβάτια της.

Κάποτε έφθασαν. Ήταν μια απέραντη σειρά από βοδάμαξες, που είχαν αγγαρευθεί για τη μεταφορά απ’ τα γύρω χωριά. Το χιόνι είχε στρώσει σε ύψος μισού μέτρου. Κι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό με μεγάλα κομμάτια σαν πούπουλα σαν να είχε σκοπό να θάψει ζωντανούς τους δυστυχισμένους αυτούς την ώρα που έφθαναν στον τόπο της οριστικής τους εγκαταστάσεως. Δεν ακούγονταν καμιά φωνή, καμιά ομιλία. Είχε βουβαθεί απ’ τον τρόμο και το κρύο και το κλάμα των μικρών παιδιών. Ακόμα κι ο συνηθισμένος τριγμός των βοδαμαξών είχε πνιγεί μέσα στα χιόνια. Έμοιαζαν μια σκοτεινή συνοδεία φαντασμάτων που έδινε την φρικτότερη εικόνα της προσφυγικής εξόδου.

Κοντά στα βόδια παρέστεκαν οι σιλουέτες των χωρικών στις κάπες τους και βουλιαγμένων στο χιόνι, με τις βουκέντρες στο χέρι. Βρεγμένοι, κοκαλιασμένοι, βουβαμένοι κι αυτοί, είχαν ξεχάσει και τις γνώριμες κραυγές και προσταγές τους προς τα βόδια. Και μέσα στις βοδάμαξες ήταν στοιβαγμένοι άνθρωποι και λίγα έπιπλα και σκεπάσματα που τους είχαν παρακολουθήσει στη φυγή –κουρέλια κι αυτά κι εκείνοι- μαζί με κανένα σκυλάκι ή γατάκι που είχε παρασυρθεί απ’ το γενικό ρεύμα του πανικού.

Τα μέλη της επιτροπής κατέβηκαν κάτω στο δρόμο.

-Ήλθαν όλοι μαζωμένοι; Ρώτησε ο πρόεδρος της επιτροπής, που ήταν και πρόεδρος του δικαστηρίου.

-Μάλιστα, κ. Πρόεδρε, απάντησε ένας ενωμοτάρχης. Λίγα αμάξια μόνον χάλασαν και έμειναν πίσω. Όπου νάνε φθάνουν.

-Πού είναι η επιτροπή των προσφύγων.

-Έχουν σκορπίσει στις βοδάμαξες. Να τους ξεσηκώσουμε.

-Ας είναι. Τους βλέπουμε αύριο το πρωί. Δεν είναι ανάγκη να τους ανησυχήσουμε τώρα. Αυτό το έρημο το χιόνι συμμάχησε με τους Τούρκους…

-Κι σεις παιδιά με τις βοδάμαξες, είπε προς τους χωρικούς, άμα ξεφορτώστε, περάστε απ’ εδώ να πάρετε ένα κονιάκ.

Οι σιλουέτες με τις κάπες και τις βουκέντρες δεν απάντησαν.

-Ακούτε; Θα περάσετε να πάρετε ένα κονιάκ. Μπράβο σας. Είσθε άξιοι των θερμοτέρων συγχαρητηρίων. Σωστοί Έλληνες και σωστοί Χριστιανοί.

-Καλά. Μα αυτά τα πράγματα, απάντησε μια σιλουέτα, δεν γίνονται μεσάνυκτα. Έχομε δέκα ώρες όξω στα χιόνια.

Τί να γίνει;! Υποφέρατε και σεις δέκα ώρες. Αυτοί οι δυστυχισμένοι αδελφοί μας υποφέρουν τώρα δέκα βδομάδες.

-Δε μας νοιάζει για μας. Αλλά για τα βόδια μας…

Η περασμένη εκείνη νυκτερινή ώρα δεν επέτρεπε την ταξινόμηση στα τουρκικά σπίτια. Γι’ αυτό η επιτροπή αποφάσισε να περάσουν το υπόλοιπο της νύχτας στα τζαμιά και τα σχολεία. Χωρίσθηκαν οι βοδάμαξες σε τμήματα και προχώρησαν πάλι αργές και βραδυκίνητες ανάμεσα απ’ τα στενοσόκακα προς το πυκνό σκοτάδι.

Τα μέλη της επιτροπής έκαμαν ένα γύρο σ’ όλα τα πρόχειρα αυτά καταλύματα για να δουν την εγκατάσταση των προσφύγων, να πούν κανένα καλό λόγο και να τους προσφέρουν ένα θερμαντικό και ξαναγύρισαν στο στρατηγείο τους για να ζεσταθούν κι αυτοί μ’ ένα τσάι και να κανονίσουν τις λεπτομέρειες για την αυριανή οριστική τακτοποίηση.

Εμφανίζεται τότε μια νεαρά προσφυγίνα που κρατούσε στην αγκαλιά ένα μωρό τυλιγμένο σ’ ένα χαλί. Το φουστάνι της ήταν μούσκεμα. Χιόνι σκέπαζε το χαλί, το σάλι και τους ώμους της.

-Καλησπέρα, είπε δειλά.

-Τι θέλετε κυρία;

-Το παιδί μου είναι άρρωστο, είπ’ εκείνη. Το τζαμί όπου με στείλατε δεν είχε ζέστη. Να με στείλετε σας παρακαλώ κάπου αλλού.

Ένας δημοτικός κλητήρας ανέλαβε να την οδηγήσει σ’ ένα δημοτικό σχολείο που ήταν εκεί κοντά με την εντολή μάλιστα να την τοποθετήσει κοντά στην θερμάστρα.

Αλλά σε λίγα λεπτά ξαναγύρισαν.

-Και στο σχολείο έκανε κρύο, είπ’ η γυναίκα.

-Μα δεν καίουν λοιπόν οι σόμπες;

Τα ’κλεψαν κιόλας τα ξύλα που στείλαμε; φώναξε θυμωμένος ο πρόεδρος, έτοιμος ν’ αναλάβει το δικαστικό του ρόλο.

-Όχι, κύριε Πρόεδρε. Οι σόμπες καίουν. Κάνει αρκετή ζέστη.

-Τότε γιατί η γυναίκα δεν έμεινε εκεί, αλλά γυρίζει τέτοια ώρα στα χιόνια με το άρρωστο παιδί της;

-Δεν ξέρω κι εγώ.

Πρότειναν στη γυναίκα να την στείλουν σ’ ένα καλό τουρκικό σπίτι. Αλλ’ εκείνη πρόβαλε ζωηρή άρνηση.

-Γιατί; την ρώτησε.

-Φοβούμαι, δεν πατώ σε τούρκικο σπίτι. Οι τούρκοι έσφαξαν τον άνδρα μου και τον πατέρα μου.

-Εδώ μη φοβάσαι. Οι δικοί μας Τούρκοι δεν έχουν δόντια για να κάμουν τέτοια πράγματα.

-Όχι. Δεν πηγαίνω. Φοβάμαι. Καλύτερα σφάξτε με σεις.

-Καλά. Πού είναι οι συγγενείς σου να σε στείλουν να περάσεις κοντά τους τη νύχτα.

-Δεν έχω συγγενείς.

-Δεν έχεις τουλάχιστον γνωστούς;

-Δεν έχω.

-Τί έγιναν οι συγγενείς κι οι γνωστοί σου; Τους έσφαξαν όλους οι Τούρκοι;

-Γλύτωσαν μερικοί. Μένουν στη Θεσσαλονίκη.

-Δεν είσαι λοιπόν απ’ το ίδιο χωριό με τους άλλους πρόσφυγες, που ήλθαν απόψε δω;

-Όχι.

-Τότε πώς βρέθηκες μαζί τους εδώ;

-Είδα πως κρύωνε το παιδί μου στη Θεσσαλονίκη και μπήκα στο τραίνο.

-Πράγματα, ρούχα δεν έχεις για ν’ αλλάξεις και συ και το παιδί σου;

-Δεν θυμάμαι. Τ’ αφήσα στο σταθμό ή στο τραίνο. Δε θυμάμαι.

-Θα σε στείλουμε τότε σ’ ένα ξενοδοχείο να κοιμηθείς σ’ ένα καλό κρεβάτι, θα έλθει κι ένας κλητήρας για να ξυπνήσει τον ξενοδόχο, και ν’ ανάψει καλά τη σόμπα.

-Όχι δε θέλω, θα μείνω δω.

-Μα δω θα κρυώσεις. Δεν έχεις σκεπάσματα. Είσαι μουσκεμένη.

-Ας είναι. Εμένα δε με νοιάζει θα το κρατάω το παιδί μου κοντά στη σόμπα και θα βάζω ξύλα πολλά.

Ένας φαρμακοποιός, μέλος της Επιτροπής, πλησίασε να εξετάσει το άρρωστο παιδί. Ήταν νεκρό από πολλές ώρες αν μη και ημέρες.

-Βλέπεις, γιατρέ, κρυώνει το καημένο, καλό παιδάκι, είπε η γυναίκα. Τα χεράκια του είναι κρύα, πάγος. Γι’ αυτό ζητώ ζέστη πολλή.

Τα μέλη της Επιτροπής κούνησαν εκφραστικά το κεφάλι.

Γ. Χρήστου. [Γεώργιος Μόδης], «Η προσφυγοπούλα», Μακεδονικές Ιστορίες, Α. Ι. Ράλλης, Αθήνα 1929, σ. 189-194.