Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τα Κοκόζια

Δαγκίτσης Κώστας, «Τα Κοκόζια», στο: Μια πόλη στη λογοτεχνία. Φλώρινα, επιμ. Μίμης Σουλιώτης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σ. 77-79.

Ο ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ, αρχηγός του κλιμακίου Κοκοζιών Φλωρίνης, είχε καλέσει τους οπαδούς του σε γενική συνέλευση το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου 1924. Στις έξι το απόγευμα.

Στις έξι παρά πέντε, εκνευρισμένος, ο αρχηγός πέρασε τη λασπωμένη Πλατεία Ηρώων κι έφτασε μπροστά στα Γραφεία του Συλλόγου. Η πόρτα ήταν κλειστή. Ο Κουκουβάγιας μπήκε από ένα παράθυρο, τσεκούριασε βιαστικά μια καρυδένια ντουλάπα κι άναψε τη φωτιά. Κατόπι, έστρωσε μια πυκνόμαλλη προβιά μπροστά στο τζάκι και ξάπλωσε. Έβαλε κάτω απ’ την αριστερή αμασχάλη του μια τεράστια κολοκύθα κι ακούμπησε πάνω της νωχελικά, σαν να ’τανε εκείνος πασάς κι εκείνη πουπουλένιο μαξιλάρι.

Έξω ο νοτιάς έλιωνε τα μαρτιάτικα χιόνια. Αμέτρητα ρυάκια κυλούσαν μουρμουριστά από κάθε ύψωμα κι έτρεχαν να ενωθούν με τον πολυθόρυβο Σακολέβα που, φουσκωμένος, θολός, περήφανος, έστριβε πότε δεξιά και πότε αριστερά και ροκάνιζε αλύπητα τις απροστάτευτες όχθες του.

Ο Κουκουβάγιας έβγαλε από την τσέπη του λίγο τριμμένο καπνό, έκοψε ένα φύλλο χαρτί από ένα παλιό σημειωματάριο, κι έστριψε ένα τσιγάρο. Το άναψε και τράβηξε θεριακλίδικα μια δυο φορές ενώ προσπαθούσε να συγκεντρώσει τη σκέψη του.

Μηχανικά, σήκωσε το χέρι και τράβηξε προς τα πίσω τα μακριά ξανθά μαλλιά του. Έμεινε έτσι ακίνητος, με ολάνοιχτα τα γαλάζια μάτια του, εξετάζοντας τις λεπτομέρειες του καπνισμένου σανιδένιου ταβανιού, σαν να επρόκειτο να βρει εκεί πάνω τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε.

Εκείνο το απόγευμα τα είχε βάλει, ακόμα μια φορά, με τις «ψείρες». «Ψείρες» ήταν η χήρα η μάνα του και οι δύο αδελφές του, τρεις γυναικούλες μαραζιασμένες κι ασκημισμένες απ’ τον καημό της προσφυγιάς, που μέρα και νύχτα έχυναν τα ματάκια τους πάνω στα ξένα κεντήματα για να ‘χει το «παλικάρι» τους ψωμί να φάει, νερό να πιεί και ψάθα να κοιμηθεί.

-Ή δουλειά θα βρεις, του λέγανε, ή στο σχολείο θα πας. Αρκετά τεμπέλιασες.

Μα κανένας νόμος δεν υποχρέωνε τον Κουκουβάγια, που ήτανε τότε δεκαπέντε χρονών, να πάει στο σχολείο. Κανένα επάγγελμα δεν τον τραβούσε. Καμιά δουλειά δεν άξιζε τον κόπο να λερώσει τα χέρια του.

Στη Φλώρινα, η κοινωνία αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξή του. Μα τι τον ενδιέφερε; Εκείνος είχε τη δικιά του κοινωνία που την είχε δημιουργήσει ο ίδιος και που την κυβερνούσε αυστηρά, καλόκαρδα, τίμια, πότε με πάθος αντρίστικο και πότε με κέφι παιδικό, πάντα μόνος, χωρίς συμβουλές και συνεργασίες.

-Είμαι αρχηγός και πατέρας σας! Έλεγε στους νεαρούς συντρόφους του. Κάνω ό,τι θέλω! Δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν!

Είχε συγκεντρώσει γύρω του όλα τα παιδιά της γειτονιάς, ντόπια και προσφυγάκια, που φεύγανε απ’ το σπίτι γιατί τα τυραννούσε ο νηστικός πατέρας τους, που παρατούσαν τη χήρα μάνα τους γιατί είχανε βαρεθεί τα κλάματά της, που το ’σκασαν από το σχολείο γιατί τα ’δερνε ο δάσκαλος, και τα ’σερνε πίσω του σαν κλώσα τα πουλιά της.

Πότε με μητρκή στοργή, πότε με πατρικές φοβέρες και δασκαλίστικο ξύλο τα είχε ημερώσει και τα είχε αδελφώσει σε μιαν αδιάσπαστη ένωση που λεγόταν «Σύλλογος Κοκοζιών».

Κοκόζ τουρκικά θα πει «απένταρος», μα οι νεαροί άψιλοι, που τα κατάφερναν, με δουλειά και με κλεψιά, να ’χουν περισσότερες δραχμές απ’ τους αδέκαρους γονείς τους, εξευγένισαν τον ταπεινό αυτό τίτλο και τον εστόλισαν με τιμή και δόξα.

Οι αρχές του Συλλόγου ήταν απλές, μα ο αρχηγός τούς τις είχε μπήξει στο κεφάλι σαν σφήνες σε ξύλο οξιάς:

«Θέλεις; μπορείς. Μπορείς; κλέβεις. Κλέβεις; έχεις. Έχεις; δίνεις. Δίνεις; παίρνεις».

Τα Κοκόζια, αφού τρομοκράτησαν την πάνω Φλώρινα, θέλησαν να επεκτείνουν την αλήτικη κυριαρχία τους και στις κάτω γειτονιές. Έπρεπε, λέγανε, τα μέλη του Συλλόγου που περνούσαν τη συνοριακή γραμμή του Διοικητηρίου, ο Μιχάλης που έκανε το λούστρο, ο Βαγγέλης που πουλούσε πασατέμπο κι ο Σωκράτης που πήγαινε στο Α’ Δημοτικό Σχολείο με τον Αντρέα, να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην κάτω ζώνη. Μα στο Βαρόσι βασίλευε τότε ένας άλλος αρχηγός, ο Γκόγκης, με αμέτρητους οπαδούς, λιγότερο πειθαρχημένους και πιο μαχητικούς, που κρατούσαν τα στενά και δεν άφηναν να περάσει ούτε μύγα «κάτω των δεκατριών ετών».

Έτσι, σε κάθε επιδεικτική κατάβαση των Κοκοζιών οι Βαροσιάνηδες απαντούσαν με μαζική ανάβαση, που κατέληγε πάντοτε σ’ έναν αιματηρό και «υαλοθραυστικό» πετροπόλεμο, στην Πλατεία Ηρώων, μπροστά στο «σπίτι» του Συλλόγου.

Δαγκίτσης Κώστας, «Τα Κοκόζια», στο: Μια πόλη στη λογοτεχνία. Φλώρινα, επιμ. Μίμης Σουλιώτης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σ. 77-79.